Της Μυρτώς Κατσούλη, πρώην συντάκτριάς μας
Η εμπειρία είναι αξέχαστη, ψυχοφθόρα, κουραστικότατη και αναντικατάστατη.

Φέτος το καλοκαίρι, αντί για τις καθιερωμένες μου διακοπές του Ιουλίου, είχα την τρελή ιδέα να «εργαστώ» για πρώτη φορά ως ομαδάρχισσα στην κατασκήνωση, όπου πέρναγα κι εγώ, πολύ πιο μικρή βέβαια, τα καλοκαίρια μου. Το ‘χα στο μυαλό μου ως «έλα μωρέ, τόσα χρόνια κατασκηνώτρια, ευκολάκι». Τώρα, το παίρνω πίσω και με το παραπάνω. Ιδιαίτερα με τις νέες συνθήκες (του κορωνοϊού), το ήδη δύσκολο, έγινε σχεδόν ακατόρθωτο.
Από εκεί που είσαι ο ίδιος ακόμα παιδί, έχεις ξαφνικά -κυριολεκτικά από το πουθενά- να κουμαντάρεις άλλα δεκαπέντε, κατά κανόνα άγνωστα μεταξύ τους, διαφορετικής προέλευσης, ανατροφής και πάστας και να τα συντονίσεις σε ένα απαιτητικό και πολύ ζεστό καθημερινό πρόγραμμα.
Οι πρώτες μέρες είναι θάνατος. Τόσο εσύ όσο και τα παιδιά προσαρμόζεστε στη συγκατοίκηση σε ένα νέο περιβάλλον, στους κοινόχρηστους χώρους και στην ιδέα του «μακριά από το σπίτι», με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η πίεση είναι αφόρητη, οι ανάγκες και τα παράπονα των παιδιών ατελείωτα και ο προσωπικός χρόνος ανύπαρκτος. Δίνεσαι όλη μέρα να εξυπηρετείς ό,τι προκύπτει, πράγμα που φυσικά κάνεις με πολλή αγάπη και διάθεση, αλλά από ένα σημείο κι έπειτα, εξαντλείσαι και λυγίζεις. Λυγίζεις, όχι επειδή κουράζεσαι σωματικά ή επειδή τρέχεις και δεν φτάνεις, αλλά επειδή δοκιμάζεσαι κάθε λεπτό που περνάει. Δοκιμάζεις την ψυχραιμία, την υπομονή και την αντοχή σου. Βλέπεις τα όριά σου, ελέγχεις τα συναισθήματά σου.
Αναλαμβάνεις, επομένως, έναν άχαρο ρόλο. Για λίγες μέρες είσαι το άτομο που θα ηγηθεί μιας ομάδας παιδιών, θα τα φροντίσει, θα ακούσει τις γκρίνιες και τα προβλήματά τους, θα τα συμβουλεύσει, θα παίξει μαζί τους, θα τους δείξει πώς περνάνε καλά βρε αδερφέ. Θα είσαι εκείνος που θα βάλει τις φωνές, θα μαλώσει, θα τιμωρήσει, θα νευριάσει, αλλά και θα τους συμπαρασταθεί στις δύσκολες στιγμές. Είσαι κάτι λιγότερο από γονιός και ταυτοχρόνως κάτι περισσότερο από κολλητός τους φίλος. Και αυτή ακριβώς την ισορροπία πρέπει να βρεις και να κρατήσεις για να πετύχεις μια αμφίδρομη σχέση σεβασμού και εμπιστοσύνης.

Όσο είσαι ομαδάρχης προσπαθείς να αποτελείς το απόλυτο πρότυπο. Οφείλεις να δίνεις το «καλό παράδειγμα», καθώς ένα μικρό λάθος, μία απροσεξία μπορεί να κοστίσει. Νομίζεις ότι όλα περνάνε από το χέρι σου και ότι έχεις ευθύνη για τα πάντα. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι στην ουσία, ό,τι δίνεις εσύ στα παιδιά, σού γυρίζει πίσω από εκεί που δεν το περιμένεις. Μια λέξη, ένα βλέμμα, μια αγκαλιά σε αποζημιώνουν και ξεχνάς κάθε ταλαιπωρία και κούραση. Οι «μικροί φίλοι» μας είναι φιλότιμοι και καταλαβαίνουν πολλά περισσότερα από όσα εμείς νομίζουμε. Αν τους αντιμετωπίζουμε ισάξια με εμάς τους «μεγάλους», δημιουργούμε ισχυρούς δεσμούς, συνεργαζόμαστε απίστευτα καλά και συνεννοούμαστε με τα μάτια. Εκεί που κατέληξα από όλη αυτή την εμπειρία (ζωής) είναι ότι -κλισέ, αλλά πέρα για πέρα αληθινό- δεν θέλει κόπο, αλλά τρόπο.
Στο κάτω-κάτω και η δική σου ευχαρίστηση στην κατασκήνωση και -γιατί όχι- αναψυχή εξαρτάται κυρίως από εσένα τον ίδιο. Αν ερεθίζεσαι με το παραμικρό, μιζεριάζεις με τις «κακουχίες» και δεν αφήνεις τον εαυτό σου ελεύθερο να δει τα θετικά, δεν θα περάσεις καλά ούτε εσύ, αλλά -το βασικότερο- ούτε και τα παιδιά. Ένας καλός ομαδάρχης πρέπει -κατ’ εμέ- να είναι ένας άνθρωπος με κότσια και πυγμή. Κάποιος που βάζει τον εαυτό του τελευταίο, όχι γιατί του επιβάλλεται, αλλά γιατί πραγματικά το θέλει. Κάποιος που προσφέρεται ολοκληρωτικά στους άλλους ολόψυχα. Εξάλλου, και τα ίδια τα παιδιά δεν θέλουν αλλά ούτε και χρειάζονται κάποιον απλά να δίνει εντολές και να φωνάζει για ησυχία το μεσημέρι, αλλά κάποιον να μοιραστούν τις καλοκαιρινές τους αναμνήσεις.
Με δυο λόγια, μπορώ άνετα να πω ότι, κάποιος που το σκέφτεται, αξίζει να το δοκιμάσει με τα χίλια. Είναι κάτι που δύσκολα ξεχνάς και, πάνω απ’ όλα, σε βοηθά να γίνεις καλύτερος άνθρωπος.