Της Μυρτώς Κατσούλη, πρώην συντάκτριάς μας
– «Έλα ρε, σοβαρά;», είπε η Ελπίδα και ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της.
– «Άστα να πάνε. Δεν σκεφτόμουν τίποτα. Είχα θολώσει», είπε ο Παύλος λυπημένα. «Και ξέρεις ποιο είναι το θέμα;», συμπλήρωσε. «Ότι δεν θα μπορέσω να είμαι ξανά ο ίδιος απέναντί της».
-« Εντάξει, φτάνει η κλάψα!», είπε η Ελπίδα για να τον ξεκουνήσει. «Αντιμετώπισε την κατάσταση σαν άντρας. Πάρε την ευθύνη και απολογήσου όπως πρέπει. Και άσε τα πράγματα να κυλήσουν όπως πρέπει να κυλήσουν…»
Ο Παύλος ήταν σκεπτικός. Δεν ήξερε αν έπρεπε να βάλει τέλος σε όλη αυτήν την ιστορία ή να κάνει υπερπροσπάθεια να μαζέψει τον αμάζευτο. Αναγνώριζε όμως το λάθος του και ήθελε να επανορθώσει σε κάθε περίπτωση.
Μετά από λίγη ώρα, αφού ανέλυσαν από κάθε πλευρά το θέμα, σηκώθηκαν να φύγουν, μιας και η Ελπίδα έδινε την επόμενη το τελευταίο μάθημα και ήθελε να διαβάσει. Παρ’ όλα αυτά και για καφέ πήγε και τη βόλτα της την έκανε και πολύ που την ένοιαξε γενικώς. Έπρεπε, όμως, να στρώσει το ποπουδάκι της για μία ακόμα βασανιστική φορά. Είχε διανύσει πολύ δρόμο και δεν μπορούσε να τα παρατήσει τελευταία στιγμή. Εξάλλου, σε πολύ λίγο θα τα άφηνε όλα πίσω της και θα άρχιζε μια καινούργια ζωή…
Μόλις γύρισε σπίτι, πήρε τηλέφωνο τη Λίλλη να δει αν ζει, γιατί έκανε και κάτι περίεργα η φίλη της. Αφού συνεννοήθηκε ότι όλα καλά και να μην την ξαναενοχλήσει μέχρι να δώσουν, πήγε να ξεκινήσει την επανάληψη. Είχε πολλή όρεξη και ζήλο, καθώς ανυπομονούσε να ξεμπερδέψει. Ξέχασε, λοιπόν, Τάσους, Παύλους και Λίλλες και απορροφήθηκε.
-«Σου ‘φερα λίγη πορτοκαλάδα», άκουσε από πίσω τη φωνή της κυρίας Παναγιώτας.
-«Δεν θέλω ρε μαμά! Όχι τώρα», είπε η Ελπίδα παραπονεμένα.
-«Και ‘γω για ποιον την έφτιαξα;», παραπονέθηκε η μαμά της.
-«Καλά άσε την εδώ και θα δω», είπε για να την ξεφορτωθεί μια ώρα γρηγορότερα.
Η κυρία Παναγιώτα υπάκουσε για να μην τη ενοχλήσει άλλο κι έφυγε.
«Τα νεύρα μου», σκέφτηκε η Ελπίδα. «Πάντα τη χειρότερη στιγμή πετυχαίνει;», καθώς εκείνη τη στιγμή που βρισκόταν στο πιο δύσκολο κεφάλαιο και έπρεπε να έχει την περισσότερη προσοχή, η μάνα της την απέσπασε, σαν τα το έκανε επίτηδες. «Τέλος πάντων», είπε από μέσα της και προσπάθησε να ξανασυγκεντρωθεί.
Πού τέτοια τύχη, όμως, αφού, μόλις ξεκίνησε, άρχισε να δονείται το κινητό της σαν τρελό από τα μηνύματα.
«Ε δεν θα με αφήσουν σήμερα!», σκέφτηκε, εκνευρισμένα τώρα η Ελπίδα. Παράτησε, λοιπόν, τα βιβλία και πήγε να δει προς τι τέτοια μανία και από ποιον.
Άνοιξε το κινητό και είδε ένα μεγάλο μήνυμα από έναν άγνωστο αριθμό. Απόρησε στην αρχή, αλλά τελικά λέει «να πάει στο καλό» και πάτησε να το διαβάσει:
«…Ελπίδα σε είδα σήμερα. Σε είδα από μακριά πώς με κοιτούσες. Σε είδα να ανυπομονείς και να λαχταράς να με δεις. Κι εγώ τα ‘χασα. Δεν μπορούσα να αντιδράσω. Το βλέμμα σου απέπνεε μια σιγουριά και πολλή αποφασιστικότητα. Σαν να είχες κάτι πολύ έντονο και ξεκάθαρο στο μυαλό σου. Σαν να είχες πάρει την κατάσταση στα χέρια σου. Δεν σε έχω ξαναδεί έτσι, με τόση αυτοπεποίθηση, αλλά και τόση, μα τόση γλύκα συνάμα. Δεν ξέρω τι να σου πρωτοπώ. Πώς να σου το πρωτοπώ. Φαντάζομαι πως δεν είναι τώρα η κατάλληλη ώρα, μέρα και στιγμή να σε αναστατώνω, αλλά κάποια πράγματα δεν περνάνε από το χέρι μας. Απλά συμβαίνουν και δεν έχουμε ιδέα το πώς και το γιατί. Είμαστε μονάχα έρμαια της φυσικής ροής και εξέλιξής τους. Δεν έχουμε ιδέα τι μπορεί να μας επιφυλάσσει κάθε λεπτό που περνάει. Δεν εξαρτάται από εμάς να υπολογίζουμε διάφορες καταστάσεις και, πολλές φορές, ερχόμαστε αντιμέτωποι με απρόοπτα. Εξάλλου, εκεί δε βρίσκεται η μαγεία; Σε αυτά που δεν περιμένουμε να συμβούν ποτέ. Στα απλά και καθημερινά πράγματα που μας περνούν απαρατήρητα. Τέλος πάντων, δεν θέλω να πολυλογώ. Θα σου πω μόνο να κάνεις αυτό που αγαπάς και η ζωή σου να είναι μόνο απρόοπτα…»
Τελειώνοντας το μήνυμα έκανε μια παύση. Δεν πίστευε ότι κάποιος θα της έστελνε ποτέ κάτι τόσο όμορφο και εμψυχωτικό. «Κάτι τέτοια καλό είναι να γίνονται», σκέφτηκε. Ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν, ιδιαίτερα στην κατάσταση που βρισκόταν. Πραγματικά συγκινήθηκε. Ένιωσε ξαφνικά να αγαλλιάζει η ψυχή της. Απορούσε, όμως, ποιος ήταν αυτός που θέλησε να της φτιάξει το κέφι και τη διάθεση από το πουθενά. «Μήπως ένας κρυφός θαυμαστής;», αυτοσαρκάστηκε. «Όχι, δεν με νοιάζει», σκέφτηκε. «Δεν έχει σημασία. Κάποιος έκανε μια καλή πράξη και εκεί θα μείνει». Ε, με τα πολλά δεν κρατήθηκε και «σκρόλαρε» προς το κάτω μέρος της οθόνης.
«Τι στο καλό..», είπε η Ελπίδα και έμεινε να την κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό, σαν χάνος. Τελείως αποχαυνωμένη, με γουρλωμένα μάτια ψιθύρισε, με τρέμουλο στη φωνή, το όνομα του αποστολέα.
Έγραφε πεντακάθαρα και μάλιστα με μεγάλα γράμματα «ΤΑΣΟΣ». Χιλιάδες ανάμικτες σκέψεις και συναισθήματα πέρασαν ταυτόχρονα από το μυαλό της σε σημείο που της ήρθε αναγούλα.
«Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο», επανέλαβε στο μυαλό της. «Γιατί απλά δεν με αφήνει στην ησυχία μου;», σκέφτηκε και βούρκωσε. Είχαν πέσει όλα μαζί και δεν άντεχε άλλο. Σαν να την έχουν βάλει σε έναν τοίχο και να την βαράνε…
Πήγε και ξάπλωσε λίγο να ηρεμήσει, μήπως αργότερα κατάφερνε να συγκεντρωθεί. Ήταν και οι καταραμένες οι εξετάσεις, πού να μην ήταν, και ο χρόνος την πίεζε. Τώρα πλέον είχε πλαντάξει…
Έπρεπε, όμως, να σταματήσει να κλαψουρίζει για έναν άχρηστο, αχάριστο και αχόρταγο τύπο και να κοιτάξει τον εαυτό της. «Ε όχι! Δεν θα κάνει ό,τι του καπνίσει!», σκέφτηκε με πείσμα. «Δεν θα μου χαλάσει ΕΜΕΝΑ την ψυχολογία!», είπε και πήρε λίγο τα πάνω της.
Έμεινε έτσι για λίγο ακόμα και αφού ξύπνησε εντελώς, την έπιασε το φιλότιμο του καθήκοντος. Έτριψε τα μάτια της και έριξε μια ματιά στο γραφείο της να δει «αν είναι ακόμα εκεί». Φυσικά και ήταν, απλώς προσπαθούσε να ξεγελάσει λίγο τον εαυτό της. Είδε το ποτήρι της πορτοκαλάδας να στέκεται εκεί και να την κοιτάζει. Χαμογέλασε στον εαυτό της και σηκώθηκε να το πιει. «Να πάνε κάτω τα φαρμάκια!», είπε χαριτολογώντας και το κατέβασε μονοκοπανιά.
Εκείνο το βράδυ ήταν το πιο ήσυχο βράδυ. Δεν την ένοιαζε τίποτα πλέον. Είχε πάψει να ανησυχεί για οτιδήποτε και απλώς το απολάμβανε. Έκανε μπάνιο με το πάσο της, κι ας έσκουζε η κυρία Παναγιώτα, έβαλε τις κρέμες της, φόρεσε τις πιο ωραίες πιτζάμες της και ξάπλωσε στα φρεσκοπλυμένα της σεντόνια. Πήρε μια βαθιά «τζούρα» από το απορρυπαντικό που ακόμα μοσχοβολούσε και κοιμήθηκε σαν πουλάκι, χωρίς να τη βασανίζει καμία αχρείαστη σκέψη.
Ονειρεύτηκε το καλοκαίρι και τις διακοπές στη Σίφνο. Φορούσε το αγαπημένο της ροζ φωσφοριζέ μαγιό, για το οποίο η Λίλλη την κορόιδευε: «Εσύ κι οι σημαδούρες!», της έλεγε και γέλαγε. Ήταν αραχτή στην παραλία πάνω σε έναν φουσκωτό μονόκερω και απολάμβανε το τρίτο μοχίτο. Άκουγε τα κύματα να σκάνε στην ακτή και τον θαλασσινό αέρα να βουίζει στα αυτιά. Πού και πού έκανε και καμιά βουτιά, έτσι, να σπάσει λίγο τη μονοτονία της ξάπλας. Και καθόταν εκεί με τις ώρες, ανέμελη, ξέγνοιαστη και πολύ ζαλισμένη, μέχρι να δύσει ο ήλιος…