Το πρώτο εξάμηνο του Πανεπιστημίου θα αποτελεί για μένα, πάντοτε, μια από τις πιο όμορφες περιόδους της ζωής μου. Ήταν -ίσως- η πρώτη φορά που τόσο έντονα απέκτησε η καθημερινότητά μου αυτήν την διαπεραστική αίσθηση απόλυτης ελευθερίας. Μιας αίσθησης ότι είχα πλέον κερδίσει με το αίμα μου το δικαίωμα του να είμαι αυτό που θέλω να είμαι. Η αίσθηση της παρουσίας μου στην σχολή ήταν από μόνη της μια κατάφορη δικαίωση, αλλά πάνω από όλα η είσοδος μου σε έναν χώρο ολότελα καινούριο, μέσα στον οποίο για πρώτη φορά θα μπορούσα να επιλέξω ελεύθερα παρέες, ιδέες, κουλτούρες και ζωή ήταν ένα συναίσθημα τόσο λυτρωτικό για ένα άτομο που πάσχιζε να φύγει από τα πάντα και να χαθεί σε κάτι καινούριο.
Είναι αυτή η περίοδος που όλοι γνωρίζονται με όλους, όλοι κάνουν παρέα με όλους, όλοι πηγαίνουν βόλτες με όλους. Κοιτάζοντας πίσω, εκπλήσσομαι με την διαπίστωση ότι έχω πάει για καφέ με άτομα που, αν πετύχαινα τώρα στον δρόμο, μπορεί και να μην με χαιρετούσαν καν. Έστω. Είχε και αυτό την γλύκα του. Σε έκανε να νιώθεις τόσο έντονα ότι ανήκεις κάπου, και αυτό ήταν με τον δικό του τρόπο, υπέροχο. Την πρώτη βδομάδα του Οκτώβρη, μια κοπέλα με την οποία συνηθίζαμε να πηγαίνουμε για καφέ με την παρέα μου εκείνο τον καιρό, θα γιόρταζε τα γενέθλιά της βγάζοντάς μας σε ένα κρασάδικο μαζί με κάτι φίλους της. Ήταν απο τις πρώτες μου επαφές, και από τις πιο καταλυτικές, με τους φοιτητικούς ναούς που ακούνε στο όνομα «κρασάδικα». Ναοί στους οποίους δεν άργησα να γίνω για αρκετό καιρό θαμώνας και που συνέχιζα να τιμάω μέχρι και πριν την έναρξη της πανδημίας.
Κάνω μπανάκι, τρέχω να προλάβω λεωφορείο (δηλαδή, ψιλοτζάμπα το μπάνιο), παίρνω δώρο της τελευταίας στιγμής και φτάνω στην Ακαδημίας που βρισκόταν η παρέα μου. Μαζί ξεκινάμε για το μαγαζί, το οποίο αν θυμάμαι καλά βρισκόταν κάπου μέσα χωμένο στα deep Εξάρχεια.
Υπάρχει ανάμεσα στους περισσότερους φοιτητές, και ιδιαίτερα στους πρωτοετείς, αυτή η ασυναίσθητη παρόρμηση ότι μπορείς να ταιριάξεις με οποιαδήποτε παρέα. Αρκεί να υπάρχουν καλά «vibes», αρκεί να υπάρχει όμορφη ατμόσφαιρα, ίσως και λίγο κρασί, και μπορείς τότε να μιλάς με τον οποιονδήποτε σαν να είναι κολλητός σου. Είσαι με δικούς σου ανθρώπους με μια έννοια, και είσαι χαρούμενος. Γελάς με τα πάντα, κάνεις αστεία, ακούς…
Λίγη ώρα αφού φτάσαμε στο μαγαζί φτάνουν οι πανίβλακες φίλοι μου, ο Γιώργος και ο Γιάννης. Είναι τα άτομα με τα οποία εξακολουθώ να κάνω παρέα από την Σχολή μου, παρά το γεγονός του ότι είμαι στον πυρήνα μου ένας άφιλος ηλίθιος πίθηκας που δεν απαντά στα μηνύματα και ακυρώνει βόλτες για άκυρους λόγους. Με τους εν λόγω κυρίους, τέλος πάντων, έχουμε στο ενεργητικό μας μια σειρά από ένδοξα μεθύσια, μέρος της οποίας αποτέλεσε και η συγκεκριμένη βραδιά. Του δώσαμε να καταλάβει, και κάναμε άλλη μια φορά σαν μπαμπουίνοι.
Φεύγοντας από το μαγαζί, είχαμε στον νου μας να συνεχίσουμε την βόλτα μας κάπου αλλού. Σίγουρα το σχέδιο θα ήταν να πάμε οι τρεις μας κάπου, αλλά ο Γιάννης ήταν και είναι κλασσικός boomer και για κάποιο λόγο, που είτε είναι η παντόφλα, είτε είναι η βαρεμάρα, είτε ήταν η πεποίθησή του ότι ήταν αθλητής (ενώ κατέβαζε σαν σωλήνας τις κούπες κρασί και είχε κάνει τράκα από τη μισή Αθήνα) συνήθιζε να μας χαλάει τα σχέδια και να μας αφήνει μόνους. Βέβαια για να λέμε και του στραβού το δίκιο, κάτι τέτοιο έκανα κι γω σε πολλές περιπτώσεις στο παρελθόν. Αλλά εγώ γράφω το κείμενο, οπότε να χεστεί ο Γιάννης… Πού είχαμε μείνει; Α ναι.
Έχοντας μείνει δυο μεθυσμένα αγγούρια, ο Γιώργος κι εγώ αποφασίσαμε να πάρουμε ένα περιπτερόκρασο και να αράξουμε στην Σχολή που απείχε λίγα λεπτά από κει που είμασταν. Φτάνοντας εκεί, είδαμε πως στην σχολή γινόταν «ρειβόπαρτο». Η θέλησή μας να μείνουμε εκεί γρήγορα έσβησε από το γεγονός ότι το πάρτι έμοιαζε περισσότερο με τελετή μαύρης μαγείας, παρά με πάρτι. Μπορεί από την άλλη να είμασταν πολύ τζουτζέκια για κάτι τέτοιο. Το σημαντικό ήταν πως φεύγοντας από εκεί, αποφασίσαμε τελικά να αράξουμε στον Λυκαβηττό.
Να σημειωθεί ότι σε αυτό το σημείο ήμουν αξιοσημείωτα μεθυσμένος, και αυτό έκανε την κατάσταση ακόμα πιο διασκεδαστική. Ανεβήκαμε από μια περιοχή που στο μεθύσι μου την έβλεπα σωστό δάσος, μέχρι να φτάσουμε σε σημείο με δρόμο. Και τότε το είδα.
Δεν είχα ξανανέβει στον Λυκαβηττό. Βλέποντας στο αριστερό μου χέρι την Αθήνα από ψηλά, ειλικρινά σάστισα. Στα μάτια μου η πανοραμική αυτή θέα έμοιαζε, μέσα στο μεθύσι, την σάστιση και τον ενθουσιασμό, με εκείνο το πλάνο στο «Inception», στο οποίο ο κόσμος διπλώνεται στα δύο σαν κουτί. Ήταν ένα θέαμα που πραγματικά με συνεπήρε, μερικά δευτερόλεπτα που έμοιαζαν σαν όνειρο. Λες και θα ξυπνούσα, αν εκείνη την στιγμή κάποιος με σκούνταγε. Συνέχισα να περπατάω, αποσβολωμένος και με τα μάτια μου καρφωμένα στο θέαμα που για μένα τουλάχιστον ήταν κάτι το απίστευτο.
Ένα από τα πράγματα που μας ενώνουν με τον Γιώργο σε σχέση με άλλους φίλους μου, πέρα από την ηλιθιότητά μας, είναι η ικανότητα μας να είμαστε απόλυτα κάφροι και, λίγα λεπτά αργότερα, να κάνουμε τις πιο βαθυστόχαστες συζητήσεις. Είναι κάτι που πάντα θαύμαζα πάνω του, παρά το γεγονός ότι τις υπόλοιπες 23 ώρες είναι ένας ανυπόφορος χάχας. Φτάνοντας λοιπόν σε ένα ψηλό σημείο με θέα την πλευρά του Ευαγγελισμού, αράξαμε κάτω, ήπιαμε κρασί και βγάλαμε τα εσώψυχά μας γενικότερα. Υπάρχει κάτι το πολύ ξεχωριστό με το να αράζεις με εναν καλό σου φίλο ψηλά, βλέποντας την πόλη από κάτω να κοιμάται, να ξενυχτά, να τριγυρνά σε μονοπάτια που σε αφήνουν με την περιέργεια. Σου δίνει… μια άλλη όψη ελευθερίας που χάνεις στον δρόμο, στην ταχύτητα της ζωής. Βλέπεις ένα σύμπλεγμα ζωών να είναι τόσο ελεύθερα, και παρ’ όλα αυτά να ζουν σαν να είναι εγκλωβισμένα. “Αν είχαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που κοιτώ τώρα από ψηλά την ευκαιρία να δουν αυτό που βλέπω εγώ τώρα.”. Αυτές ήταν οι σκέψεις μου, καθώς άφηνα τον εαυτό μου να χαθεί μέσα σε όσα έβλεπα, πίνωντας και άλλο απαίσιο φτηνιάρικο κρασί και συζητώντας για όλα αυτά που συζητά κάποιος ατενίζοντας την ζωή απο μια έξω γωνία.
Τα όσα σκεπτόμουν σε αυτήν την ώρα που βρισκόμασταν εκεί πάνω μπορώ να πω με σιγουριά επηρέασαν τον τρόπο σκέψης μου καταλυτικά από κείνο το σημείο και έπειτα. Υπήρχαν και υπάρχουν φορές που θα νιώσω πολύ άσχημα με κάτι, σε σημείο που να νιώσω χάλια, και η διέξοδός μου είναι η σκέψη του Λυκαβηττού να κοιτά την βραδινή Αθήνα. Είναι ο δικός μου τρόπος να αντιλαμβάνομαι την ελευθερία και την απόδραση. Είναι ο τρόπος μου να εμπεδώνω ότι ο άνθρωπος είναι συνδεδεμένος με τα πάντα, για αυτό και έχει στα χέρια του εκατομμύρια διαφορετικές διαδρομές που μπορεί να ακολουθήσει, εκατομμύρια διαφορετικές εμπειρίες και βιώματα που τον αλλάζουν, τον μετουσιώνουν, τον ολοκληρώνουν. Ένας τρόπος να βλέπεις ότι υπάρχει κάτι εκεί έξω για εσένα, που μέσα στο χάος της συνήθειάς σου δεν μπορείς να το δεις και πνίγεσαι. Κάτι που σου λέει ότι πάντα υπάρχει κάποιος νέος κόσμος μέσα στον οποίο μπορείς να χαθείς.
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, αυτή η εμπειρία δημιούργησε μια διάθεση πανηγυρικής βλακείας από μέρους μου καθώς κατεβαίναμε. Συγκεκριμένα, προσπάθησα να διαβάσω ένα μισοτελειωμένο κεφάλαιο από το «Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ» που διάβαζα εκείνη την περίοδο, ενώ περπατούσα και τα μάτια μου κάναν γύρους από το κρασί, ενώ λίγο αργότερα με συνεπήρε μια χαζομαλακίωση τέτοια, ώστε άρχισα να τρέχω και να χτυπάω κουδούνια. Ήταν η χαζομάρα του κρασιού. Ήταν η χαζομάρα δυο ηλιθίων υπάρξεων που είχαν αρχίσει να γνωρίζονται καλύτερα και απολάμβαναν μαζί αυτή τη φρέσκια αίσθηση της νέας τους ζωής. Αλλά ήταν κυρίως η ηλιθιότητα ενός ατόμου μαγεμένου με αυτήν την νέα προοπτική των πραγμάτων.
Γυρίσαμε στο σπίτι του Γιώργου και έμεινα εκεί το βράδυ. Έχοντας αράξει στον καναπέ και έτοιμος να κοιμηθώ σαν γουρούνι, σκέφτηκα το πόσο όμορφα είχα περάσει αυτό το βράδυ. Δεν ήταν κλαμπ. Δεν ήταν κάτι το φαντασμαγορικό. Δεν ήταν τίποτε από αυτά που στο κεφάλι μου αποτελούσαν «αξιοσημείωτη έξοδο» εκείνη τη περίοδο. Και παρ’ όλα αυτά, δεν είχα μέχρι τώρα περάσει τόσο καλά σε άραγμα. Μάλιστα, μέχρι και σήμερα, αυτή η βόλτα στον Λυκαβηττό αποτελεί την πιο ωραία ανάμνηση βόλτας που έχω. Αυτή η εικόνα της Αθήνας από ψηλά μου δημιούργησε μια ξεχωριστή αγάπη για την πόλη μου, στην οποία βλέπω πάντα αυτήν την αντανάκλαση της ελευθερίας που εντυπώθηκε στο μυαλό μου εκείνο το βράδυ. Θα μπορούσε κανείς να πει, ότι αυτό που βίωσα σε εκείνη την μεθυσμένη βόλτα στον Λυκαβηττό ήταν το πιο κοντινό πλάνο μιας ζωής που ελπίζω να μοιάζει όσο πιο πολύ γίνεται στην ζωή μου.
Με λένε Δημήτρη Δανόπουλο. Σπουδάζω Νομική στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μ αρέσει να γράφω, να εκφράζω τη σκέψη μου σε ένα κείμενο στο οποίο ο καθένας μπορεί να έχει πρόσβαση και να αλληλοεπιδράσει μ΄ αυτό, κυρίως δε να συγκεντρώνω το χάος του κεφαλιού μου σε ένα οργανωμένο πλαίσιο. Το αν γίνεται να συμβαίνει πάντοτε αυτό, είναι άλλη υπόθεση...