1.
Με την εκκίνηση της δεύτερης καραντίνας, οι πολλές μετακινήσεις κόπηκαν και από όλους μας ζητήθηκε να μείνουν στο σπίτι τους. Εγώ, όμως, χρειάστηκε να κάνω μια μετακίνηση, πολύ σημαντική-τουλάχιστον για εμένα θα έλεγα. Η μετακίνηση αυτή δεν ήταν άλλη από το να πάω στον ορθοδοντικό, ο οποίος μια εβδομάδα νωρίτερα μου είχε ανακοινώσει ότι θα ξαναέβαζα σιδεράκια. Ναι, καλά διαβάσατε, ΞΑΝΑ!
Τα δύο χρόνια ταλαιπωρίας και χαμόγελου με σύρματα μπροστά από τα δόντια πίστευα ότι ήταν αρκετά. Αλλά όχι… αν και ο ορθοδοντικός με είχε διαβεβαιώσει ότι θα ήταν μόνο για 3-4 μήνες, βαθιά μέσα μου ήξερα ότι αυτό δεν θα ίσχυε. Παρόλο που αφού έβγαλα τα σιδεράκια είχα το χαμόγελο της Colgate, μετά από τις πρώτες βδομάδες τα δόντια μου είχαν μετακινηθεί ελαφρώς-έως πολύ. Δυστυχώς, δεν ήξερα και ποιον να κατηγορήσω: εμένα, τον ορθοδοντικό… ποιον; Όταν τα ξαναέβαλα ένιωσα και πάλι λίγο εγκλωβισμένη. Πέρα από τον αφόρητο πόνο των πρώτων ημερών, η συνεχής αίσθηση ότι σύρματα είναι κολλημένα στα δόντια σου δεν αποτελεί και την πιο ευχάριστη. Ο ορθοδοντικός, μόλις ολοκλήρωσε για δεύτερη φορά την τοποθέτησή τους, τελείωσε με το εξής καυστικό σχόλιο: «Ούτως ή άλλως καραντίνα έχουμε, δεν θα σε δει και κανείς»
2.
Στον όμιλο προπονούμασταν και εγώ και η αδελφή μου από μικρά. Τον προπονητή του τένις τον γνωρίζαμε και οι δύο από την έκτη δημοτικού, όταν πρωτομπήκαμε στην ομάδα του. Μόνο που εγώ κάποια στιγμή αποφάσισα να φύγω από τον όμιλο και να παίξω σε κάποιον άλλον, μιας και που δεν ήμουν απόλυτα ικανοποιημένη με τον προπονητή και την προπόνησή του. Η πορεία η δικιά μου και της αδελφής μου στο τένις απείχε 5 χρόνια, όση είναι δηλαδή και η διαφορά ηλικίας μας. Έτσι, εγώ, ως πιο προχωρημένη, την υποτιμούσα μονίμως, θεωρώντας πως δεν ήταν ισάξια μου για να με ανταγωνιστεί. Ίσως σε κάτι τέτοιες στιγμές κάποιος γελούσε εις βάρος μου από εκεί πάνω γιατί ήξερε τι έμελλε να ακολουθήσει.
Πανελλήνιες: ήδη από τη Β’ Λυκείου είχε ξεκινήσει η προετοιμασία, άρα το τένις δεν χωρούσε πια στο πρόγραμμά μου. Και έτσι σιγά-σιγά το πάθος, αλλά και η τριβή με το άθλημα έσβηναν όλο και παραπάνω… Στο πρώτο έτος, ως φοιτήτρια, το τένις εξακολουθούσε να βρίσκεται στα «αζήτητα» για μένα-όχι όμως και για την αδελφή μου που συνέχιζε με ζήλο την εξάσκησή της. Και ήρθε την άνοιξη η πρώτη καραντίνα, βαριά και ασήκωτη με όλη την έννοια των λέξεων αυτών. «Τι μου έλειπε πραγματικά;», σκεφτόμουν. Το τένις πάντως αυτή τη φορά είχε μια θέση στη λίστα μου… Και να που η δεύτερη καραντίνα μας βρήκε με την αδελφή μου να προπονούμαστε μαζί στον παλιό μου όμιλο με τον γνωστό προπονητή. Ακόμα και όταν όλα είναι κλειστά, οι προβολείς των γηπέδων μας δίπλα στην θάλασσα είναι ανοιχτοί και το γκρουπάκι μας παίζει τένις σχεδόν κάθε μέρα. Αυτοσχέδια τουρνουά, ασκήσεις για έλεγχο της μπάλας, service…
Είναι από τις λίγες στιγμές μέσα στην νέα πνιγερή πραγματικότητα που δίνουν αξία στη μέρα μας, μαζί με γέλια και κόπο για βελτίωση. Προσθέτουν νόημα στα απογεύματά μου και με έκαναν να θέσω έναν νέο στόχο: να νικήσω επιτέλους μια πολύ δυνατότερη αντίπαλο… την αδελφή μου(!). Τι ειρωνεία!
3.
«Θα έρθω να σε δω πάει και τελείωσε! Μου έχεις λείψει αφάνταστα!», αυτά μου δήλωσε το αγόρι μου όταν πήρε την απόφαση να περπατήσει μιάμιση ώρα να με συναντήσει σπίτι μου. Εγώ άλλο που δεν ήθελα μετά από τόσες βδομάδες καραντίνας που δεν έλεγε να τελειώσει. Περιποιήθηκα τον εαυτό μου, έβαλα κάτι όμορφο, ψιλοβάφτηκα κιόλας, αρωματίστηκα και περίμενα με δυνατό χτυποκάρδι τον επαναστάτη του Νο6 που θα αθλούνταν έξω από τον δήμο του μόνο και μόνο για να με δει.
Μισή ώρα πριν από την αναμενόμενη ώρα άφιξης χτυπάει το τηλέφωνο… και σκέφτομαι «θα έτρεξε και θα ήρθε νωρίτερα και παίρνει για να του ανοίξω!». «Δυστυχώς έφαγα πρόστιμο και πρέπει να επιστρέψω να το πω στους δικούς μου. Μην με ρωτάς τι και πώς μάσκα φορούσα, μήνυμα είχα στείλει και ταυτότητα είχα… Δεν πίστεψαν ότι αθλούμαι σε τόσο μακρινή ακτίνα από τον δήμο μου. Γαμώτο, πόσο άτυχος στάθηκα με τους μπάτσους!»… Κλάματα… για το ότι δεν βρεθήκαμε και για τα τζάμπα 300 ευρώ… πόσο παράλογο όλο αυτό το πρόστιμο επειδή περπατάς τηρώντας και όλους τους κανόνες… Η μάσκαρα είχε στάξει στα μάγουλά μου και το κραγιόν ήταν σαν να είχα συγκρουστεί με τοίχο… Ευτυχώς βρέθηκε η άκρη με το πρόστιμο και όσο για εμάς υπομονή… για το πέρας της καραντίνας.
4.
Ποτέ δεν μου άρεσε η άνοιξη. Την θεωρούσα ανιαρή και περίεργη, ακόμα και ως παιδί. Οι αλλεργίες, η γύρη, οι μονοήμερες εκδρομές στο χωριό, τα ζωύφια. Μου προκαλούσε μια αδικαιολόγητη πλήξη. Όλα τα λουλούδια, τα χρώματα: τα έβρισκα αποπνικτικά. Ο φίλος μου συνήθιζε να λέει πως έβλεπα τα πάντα αρνητικά, πως ήμουν το πιο αντιρομαντικό άτομο που είχε γνωρίσει στα 19 χρόνια της ζωής του. «19 δεν είναι πολλά», μουρμούριζα για να αλλάξω θέμα. Γελούσε αμήχανα. «Ξέρεις, δεν το λέω για κακό. Για την ακρίβεια μου αρέσει κάπως».
H φετινή άνοιξη ήταν όμως αλλιώς. Στην αρχή δεν με πείραζε η καραντίνα. Αναπλήρωνα τις χαμένες ώρες ύπνου, έβγαινα που και που για τρέξιμο στο τετράγωνο. Είχα γλιτώσει από τις αλλεργίες μου, από τα αποπνικτικά χρώματα, από τη γιαγιά μου στο χωριό που μου έλεγε συνέχεια πόσο αδύνατη είμαι. Ήμουν στο σπίτι, προστατευμένη στα μουντά, φαρδιά φούτερ μου, γράφοντας τις «αντι-ρομαντικές» ιστορίες μου για τους κοινωνικά καταπιεσμένους αντιήρωες των μεγαλουπόλεων. Ο Άλεξ-το όνομα του φίλου μου- μου έλειπε λίγο, αν και μιλούσαμε αρκετά συχνά. Το αρκετά συχνά έγινε που και που. Δεν με πολυαπασχολούσε. Είχα πολύ σοβαρότερα προβλήματα: Είχα μείνει πίσω στα μαθήματα, διάβαζα συνεχώς γερμανικά και ταυτόχρονα μέρα με τη μέρα με κατέκλυζε μια ανεξήγητη θλίψη.
«Kαλύτερα να το τελειώνουμε εδώ. Δεν…. Δεν ξέρω…. Ίσως… εεε….ναι, ίσως να ‘ναι καλύτερα».Tην θυμάμαι ακόμα εκείνη την άβολη συζήτηση από το τηλέφωνο. Ένιωθα την ανάγκη να διαμαρτυρηθώ, αλλά είπα ένα ξερό «εντάξει», πριν κλείσω το κινητό και το πετάξω στο κρεβάτι. Ήξερα πως έφταιγα και ήξερα πως κατά βάθος δεν ονειρευόμουν αυτή τη κατάληξη. Έκλαιγα για δύο ώρες. Δεν είμαι σίγουρη γιατί έκλαιγα. Για τον Άλεξ, εξαιτίας του άγχους μου για τους βαθμούς, για τα τηλεμαθήματα, για τους μαύρους κύκλους που είχα παρατηρήσει κάτω απο τα μάτια μου αυτή την εβδομάδα; Η μαμά μου εισέβαλε στο δωμάτιο. Προσπάθησε να με αγκαλιάσει, αλλά τραβήχτηκα. Δεν είμαι έτσι εγώ, σκέφτηκα. Εγώ δεν κλαίω ποτέ. «Απλά…..απλά μισώ τόσο πολύ την άνοιξη…», είπα ανάμεσα στους λυγμούς μου και εκείνη με κοίταξε σαν να ήμουν τρελή. Είπα ενα τυχαίο ψέμα, που για μια στιγμή στο μυαλό μου φάνταζε πιστευτό. Μετά απο λίγο έφυγε απο το δωμάτιο και δεν ξανά μιλήσαμε παρά μόνο το βράδυ.
Οι επόμενοι δύο μήνες πέρασαν αργά και περίεργα. Σε μια μέρα έληγε η καραντίνα και δεν ήξερα αν ένιωθα ανακούφιση η φόβο. Δεν είχα βγει καθόλου απο το σπίτι μου αυτόν τον καιρό, γιατί «μισούσα την άνοιξη». Είδα μια ταινία, από αυτές που μου αρέσουν. Τις ερεβώδεις, τις απαισιόδοξες, που σε κάνουν να θες να πεθάνεις για τουλάχιστον δυο μέρες. Ποτέ δεν με επηρέαζαν ιδιαίτερα, αλλά αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά. Η ταινία λεγόταν «Ρέκβιεμ για ένα όνειρο».
Δάκρυζα ήδη από την πρώτη μισή ώρα της ταινίας. Στο τέλος έκλαιγα μέχρι που δεν μπορούσα να αναπνέυσω. Είχα μια αίσθηση αναγούλας. Έτρεξα στην τουαλέτα και έκανα εμετό. Συνέχιζα να κλαίω ξαπλωμένη στα πλακάκια με τα χέρια να αγκαλιάζουν διστακτικά τους ώμους μου. Με τρεμάμενα χέρια έπιασα το κινητό μου. Σχημάτισα εναν αριθμό που νόμιζα πως είχα ξεχάσει. «Συγγνώμη, συγγνώμη για όλα», είπα μόλις υπήρχε ανταπόκριση απο την άλλη γραμμή. Η φωνή μου ίσα ίσα ακουγόταν. «Δεν καταλαβαίνω γιατί ζητάς συγγνώμη», ακούστηκε η φωνή του Άλεξ. Την είχα σχεδόν ξεχάσει, τη φωνή του, ήθελα να πω πως μου φαινόταν αλλαγμένη, αλλά μάλλον θα έκανα λάθος και η κατάσταση θα γινόταν ακόμα χειρότερη. Υπήρξε μια σιωπή για λίγο. Δεν ήταν άβολη, ήταν μάλλον πιο πολύ καθησυχαστική, για να συνηθίσουμε ο καθένας την «παρουσία» του άλλου. Τελικά μίλησα εγώ κάπως πιο καθαρά αυτή τη φορά.
[…] – «Θα σε πείραζε αν βρισκόμασταν για λίγο αύριο; θα καταλάβω αν δεν θες, απλά…»
- «Νόμιζα πως μισούσες την άνοιξη.»
Μπορούσα να διακρίνω το χιούμορ στη χροιά του, που σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα είχα θεωρήσει ως ειρωνεία και θα είχα νευριάσει. Αλλά εκείνη τη στιγμή χαμογέλασα ασυναίσθητα. «Λέω να δώσω στην άνοιξη μια ευκαιρία…»
5.
Στην πρώτη καραντίνα μια μέρα μου δεν διέφερε πολύ από την προηγούμενη. Με την συνεχή αδράνεια να με κρατάει σε εγρήγορση, η νύχτα είχε γίνει μέρα και η μέρα νύχτα. Ο υπολογιστής και η μουσική συντροφιά μου μέχρι τις πολύ πρωινές ώρες, ώσπου να τους διαδεχτεί ο ύπνος που κρατούσε έως και το μεσημέρι. Καθώς γενικά οι νυχτερινές ώρες είναι ένας σύντροφος που προτιμούσα από πάντα, αυτή η νέα καθημερινότητα υπήρξε μια αλλαγή που τη συνήθισα εύκολα. Ένα όμως γεγονός ήταν αυτό που έδωσε σε εκείνη τη μονοτονία μια μοναδικότητα που καμιά άλλη στιγμή δεν θα μπορέσει να αντικαταστήσει στις αναμνήσεις μου.
Ήταν ένα από εκείνα τα πρωινά που -για ακόμα μια φορά- δεν είχα συνειδητοποιήσει πως έξω είχε αρχίσει πλέον να χαράζει παρά μόνο όταν άκουσα τα πρώτα πουλιά να κελαηδούν. Ο ουρανός ξυπνούσε σιγά σιγά παίρνοντας το χρώμα του γαλάζιου. 5μιση η ώρα… πρέπει να πάω για ύπνο… πάλι σε πήρε το πρωί.. πφφ κατάντια..καλά ας κάνω ένα τελευταίο τσιγάρο και μετά.. Άνοιξα το παράθυρο και χάζευα τον ερχομό του πρωινού.. σε λίγο λογικά θα έρθει και η ανατολή… όμορφη πρέπει να φαίνεται από την ταράτσα, σκέφτηκα. Αυτή η σκέψη ήταν αρκετή για να ζωντανέψει το σαπισμένο μου μυαλό. Αυτό είναι! Έσβησα απότομα το τσιγάρο. Σηκώθηκα, έβαλα ό,τι μπουφάν και παπούτσια βρήκα μπροστά μου και έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Κάλεσα το ασανσέρ, κάτι που διατάραξε την νεκρή ησυχία που επικρατούσε στον παγωμένο όροφο. Και ανέβηκα 17 ορόφους ψηλά. Βγαίνοντας στην ταράτσα μόνο κόκκινες αποχρώσεις πρόδιδαν το ξεκίνημα της νέας ημέρας. Αξίζει να περιμένω. Πέρασαν 10 λεπτά, 20 λεπτά, μισή ώρα και ο αέρας δυνατός και παγωμενος… ας κάνω λίγη υπομονή ακόμα όπου να ‘ναι θα βγει. 40 λεπτά μετά, οι πρώτες ακτίνες έκαναν την εμφάνισή τους. Ένιωσα ένας δέος να με διακατέχει. Έβαλα τα ακουστικά στα αυτιά μου και έδωσα μουσική σε εκείνη τη στιγμή. Κάθε νότα έκανε ακόμα πιο εντυπωσιακή την άνοδο του ηλίου στο απέραντο γαλάζιο. Οι κόκκινες επιθετικές, μα και συνάμα ζεστές αποχρώσεις σιγά-σιγά έδωσαν τη θέση τους σε χρυσάφι που άρχισε να μου ζεσταίνει το μέτωπο.
Ήμουν άναυδη μπροστά σε αυτό που έβλεπα: πάνω από τον πορφυρόχρυσο ουρανό που δημιουργούσε η παρουσία του ηλίου, υπήρχε μία λεπτή -άκρως ευθεία- γραμμή συννέφων. Από πάνω καταγάλανος ο ουρανός. Ήταν η τέλεια συμμετρία. Σαν δυο διαφορετικοί κόσμοι, σαν την φωτιά και τον πάγο, εκείνη η γραμμή τους χώριζε τόσο αρμονικά. Ήταν σαν ένα κολάζ από φωτογραφίες. Και η καθαρή πρωινή ατμόσφαιρα μου επέτρεπε να διακρίνω τη λεπτομέρεια κάθε χρώματος. Το φως που έκαιγε πλέον το πρόσωπό μου, το θέαμα εκείνων των χρωμάτων και η μουσική που έπαιζε από τα ακουστικά μου με έκαναν να ανατριχιάσω σύγκορμη, ενώ ταυτόχρονα παρέμενα ακίνητη, σαν να είχα παγώσει από το κρύο. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και ένα χαμόγελο έσκασε στα χείλη μου. Ένα τεράστιο χαμόγελο. Ήμουν τόσο χαρούμενη που πήρα την απόφαση να ανέβω εκεί πάνω και που είχα την ευκαιρια να χαράξω μια τέτοια εικόνα στην ύπαρξή μου. Εκεί κατάλαβα ότι κάπως έτσι πρέπει να είναι η ευτυχία. Αυτά τα χρώματα με μια αγαπημένη μουσική από πίσω να τα συνοδεύουν. Ήμουν ευτυχισμένη. Ευτυχισμένη χάρη σε μια πολύ μικρή, μα ίσως στην πιο μαγικη στιγμή που έχω ζήσει μέχρι τώρα.
Όταν λοιπόν με ρωτάνε πώς πέρασα μέσα στην δύσκολη και περιοριστική καραντίνα χαμογελάω αναπολώντας εκείνο το πρωί.. και στις δύσκολες στιγμές η μνήμη του μου θυμίζει πως η ζωή είναι πολύ πιο όμορφη απ’ όσο νομίζουμε.
6.
Μεταφέρω και εγώ την αφήγηση στην πρώτη καραντίνα, ή μάλλον στα τέλη Φλεβάρη. Αμέριμνος εγώ, πάντα αφελής και μη έχοντας συνείδηση -τότε- της σημασίας της δια ζώσης μάθησης, επισκεπτόμουνα αραιά και πού την Σχολή, κυρίως για τις Γενικές Συνελεύσεις και λιγότερο για την παρακολούθηση μαθημάτων, αν και στο 4ο εξάμηνο υπήρξε, μπορώ να πω, μία τίμια προσπάθεια για αλλαγή. Εκεί που αρχίζω να γίνομαι και εγώ πιο σοβαρός φοιτητής και να παίρνω πιο σοβαρά τις σπουδές μου, σκάει το λοκντάουν και η αδράνεια της Tριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Βέβαια, έστω και αυτή η 2βδόμαδη τακτική επίσκεψη στο Πανεπιστήμιο μου έδωσε νέες πολύτιμες εμπειρίες και μαθήματα, τα οποία πράγματι χρειαζόμουν.
Ποτέ δεν είχα δημιουργήσει κάποια σοβαρή σχέση. Ίσως δεν το κυνηγούσα τόσο, ίσως δεν γνώρισα κάποια που να ταιριάζουμε σε πολλά επίπεδα, δεν ξέρω. Πολυπαραγοντική η φάση. Τέλος πάντων, λίγο πριν κλείσουμε και δεν ξανανοίξουμε έκτοτε (μακάρι όσο πιο σύντομα), άρχισε να υπάρχει ένα φλερτ με μία κοπέλα που ήξερα τότε μόνο μέσω γνωριμιών από σχολείο και φροντιστήριο, μα την είχα προσέξει ιδιαίτερα, ενώ μου άρεσε και ο χαρακτήρας που (ενδεικτικά μόνο) παρουσίαζε και στα σόσιαλ μίντια, καθώς δεν είχαμε μιλήσει μέχρι τότε παρά απειροελάχιστες φορές, αφού εγώ μετά το 1ο εξάμηνο εξαφανίστηκα σχεδόν (σαν καλός μ@λάκας) από την Σχολή.
Με την επανεμφάνισή μου, υπήρξε, σιγά-σιγά, στενότερη επαφή, η οποία ύστερα μετατράπηκε στις πρώτες βόλτες, και μετέπειτα σε κάτι παραπάνω. Παράλληλα, τα μέτρα γινόντουσαν όλο και πιο αυστηρά, μετρώντας αντίστροφα για τον ολοκληρωτικό εγκλεισμό. Παρά ταύτα, εμείς συνεχιζόμασταν να βλεπόμασταν στα της οικίας της -κυρίως- μέρη, εξελίσσοντας την σχέση, βλέποντας ότι συγκλίναμε σε πολλά, ενώ τα ελαττώματα του καθενός γίνονταν αντικείμενο λατρείας και (ας πούμε τρυφερού) χλευασμού ανάμεσά μας. Σκεφτόμουνα και σκεφτόμασταν, κάτι σοβαρό παίζει να υπάρχει εδώ.
Ωστόσο, όλο αυτό διήρκεσε 2 μήνες, κάτι παραπάνω; Μία η περίεργη (και τότε άγνωστη) εποχή που βιώναμε, μία ο τρόπος που (δεν) εκδηλωνόμουν, μία οι ανασφάλειες που κρύβαμε ο ένας από τον άλλον, αν και συζητούσαμε τα πάντα μεταξύ μας… Τι να πεις. Άσε που μετά, όντας η πλευρά που δεν συνήλθε ποτέ, προσπάθησα να ξαναεπικοινωνήσω με τους πιο λάθους τρόπους. Παθήματα-μαθήματα. Ακόμα δεν έχω ξεχάσει εκείνη, αλλά οι διεκδικήσεις πρέπει να γίνονται άμεσα και από κοντά, οπότε υπομονή και ευχές για γρήγορη επαναφορά της κοινωνίας και των λειτουργιών της (αυτό και πέρα από την προσωπική επιθυμία και φιλοδοξία). Και να θυμάστε παίδες… σε όσους αγαπάτε, κι ειδικά στο σύντροφό σας, να εκφράζετε τα αισθήματά σας, μην κρατιέστε πίσω, μην τον θεωρήσετε ποτέ δεδομένο, ειδικά αν είναι ένα άτομο με το οποίο συγκλίνετε και διαφέρετε ιδανικά. Αυτά από μένα.
Με λένε Δημήτρη Δανόπουλο. Σπουδάζω Νομική στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μ αρέσει να γράφω, να εκφράζω τη σκέψη μου σε ένα κείμενο στο οποίο ο καθένας μπορεί να έχει πρόσβαση και να αλληλοεπιδράσει μ΄ αυτό, κυρίως δε να συγκεντρώνω το χάος του κεφαλιού μου σε ένα οργανωμένο πλαίσιο. Το αν γίνεται να συμβαίνει πάντοτε αυτό, είναι άλλη υπόθεση...