Ιστορίες απο δίπλα σου, μπροστά σου, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά σου. Στιγμές από μία εποχή αλλιώτικη, μία εποχή που έβγαζε και βγάζει από μέσα μας απωθημένα, παρορμήσεις και κάθε είδους περίεργα συναισθήματα. Γέλιο, κλάμα, συνειδητοποιήσεις. Αυτές αποτελούν 7 ιστορίες δικές μας. Αναμνήσεις μας, από αυτό το «σπίτι των πεθαμένων».
1.
Αρχές Απρίλη δεν θα ήταν το συμβάν; Κάπου εκεί. Γενικά έχω ένα χρόνο και κάτι που καπνίζω. Οι γονείς μου δεν το ξέρουν. Αναγκαστικά, λόγω του κοινού μας εγκλεισμού το είχα περιορίσει και έπαιρνα τσιγάρα κάθε φορά που έβγαινα για σούπερ μάρκετ, άρα όχι και τόσο συχνά. Στην αρχή, κάπνιζα στο μπαλκόνι του δωματίου μου που βλέπει στον ακάλυπτο, όταν οι δικοί μου κοιμούνταν, αλλά στη συνέχεια δεν την πάλευα και κάθε φορά που ήθελα να καπνίσω ενώ οι δικοί μου βρίσκονταν ξύπνιοι, κλείδωνα την πόρτα του δωματίου (ούτως ώστε να έχω χρόνο να σβήσω το τσιγάρο και μετά να ανοίξω) και εφεύρισκα καμία κουλή δικαιολογία για το λόγο πίσω από αυτό, π.χ. ότι έκανα freestyle και δεν ήθελα να με διακόψουν. Το πρόβλημα είναι ότι δεν ήθελα να αφήνω αποδεικτικά στοιχεία, και για αυτό το λόγο δεν χρησιμοποιούσα τασάκι (καλός μαλάκας και γω) μιας και η απουσία οποιουδήποτε από τα λίγα που είχαμε θα κινούσε υποψίες, αλλά έσβηνα το τσιγάρο σε μια γωνίτσα του μπαλκονιού και πετούσα τη γόπα στον ακάλυπτο (καλός μαλάκας και γω βολ.2).
Όλα δούλευαν ρολόι, μέχρι εκείνο το πρωινό του Απρίλη. Με το που ξυπνάω ακούω αγριοφωνάρες στην κουζίνα, κάτι για το ασανσέρ κλπ και για κάποιο λόγο αποκτώ κακό προαίσθημα. Βγαίνω έξω και τάχα μου χαλαρός ρωτάω τι παίζει. Όπου “Μ” η μάνα μου, όπου “Π” ο πατέρας μου, όπου “Ε” εγώ:
Μ: Η ΠΟΠΗ ΑΠ’ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΛΕΕΙ ΟΤΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΕΤΑΕΙ ΓΟΠΕΣ ΣΤΟΝ ΑΚΑΛΥΠΤΟ ΚΑΙ ΤΗΣ ΈΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ
Π: Καλά δεν λέει αυτό, λέει ότι όποιος καπνίζει στον ακάλυπτο να χρησιμοποιεί τασάκι αντί να ρίχνει τις γόπες κάτω.
Ε: Δεν κατάλαβα, πού το είπε αυτό ακριβώς;
Μ: ΈΧΕΙ ΚΟΛΛΗΣΕΙ ΜΙΑ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΣΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ, ΜΠΕΣ ΝΑ ΔΕΙΣ.
ΕΓΩ (με την τσίμπλα στο μάτι, υπό κανονικές συνθήκες αδιάφορος για το οτιδήποτε συμβαίνει στην πολυκατοικία, προσπαθώντας να μην προδοθώ): *καλεί το ασανσέρ στον πέμπτο, περιμένει να έρθει, ανοίγει την πόρτα, διαβάζει την ανακοίνωση, μπαίνει πάλι μέσα και χωρίς να βγάλει κουβέντα πάει και κλείνεται στο δωμάτιό του*.
Μετά από αυτό το ρεσιτάλ υποκριτικής, αφότου έριξα στο Σέρλοκ Χολμς που είχε μετατραπεί η μάνα μου (είναι διαχειρίστρια της πολυκατοικίας) τεχνηέντως στάχτη στα μάτια, άρχισα να παρακολουθώ μάθημα. Σε κάποια φάση βγαίνω στην κουζίνα για νερό και ακολουθεί η εξής συζήτηση:
Πατέρας: Να σου πω…
Εγώ: Τι;
Πατέρας: Άμα θες να καπνίσεις, απλώς βγες στο μπροστινό μπαλκόνι.
Εγώ: (…) Εντάξει.
…Και κάπως έτσι έμαθαν οι δικοί μου ότι καπνίζω. Αυτό ήταν, τόσο απλά. Πέρα από κάτι τυπικές κουβέντες του πώς και πότε άρχισες, δεν είπαμε τίποτα άλλο. Θα ήταν περιττό έξαλλου, τι διάολο, 20 ετών γάιδαρος είμαι, αν δεν ήξερα ότι το τσιγάρο βλάπτει την υγεία μου θα υπήρχε πρόβλημα. Βέβαια ρόλο έπαιξε και το ότι και οι δικοί μου έχουν υπάρξει καπνιστές, η μάνα μου ακόμα, ο πατέρας μου όχι (τι ειρωνεία, εγώ όταν ήμουν μικρός τον έπεισα να το κόψει χιχι) και το ότι δεν έχουν κολλημένα μυαλά. Βλέποντας τη φάση εκ των υστέρων, ειλικρινά δεν ξέρω γιατί κώλωσα να τους το πω νωρίτερα.
Να εκτιμάτε τις οικογένειές σας παίδες, ακόμα και τώρα (αν θέλετε προφανώς) δεν είναι κακό να περάσετε και λίγο χρόνο μαζί τους, ειδικά αν είναι και ζορισμένοι λόγω της κατάστασης. Δεν έχουν όλοι το προνόμιο μιας (καλής) οικογένειας.
2.
Θα’ θελα να ξέρω ποιος καθιέρωσε το να θεωρείται το νέο ότι η γυναίκα έχει περίοδο ως boomer. Προσωπικά, δεν ξέρω τι είναι boomer στο να περνάει ακόμη ενας μήνας που απέφυγες ένα κουτσούβελο με επιτυχία. Ίσως να φταίει το ότι είμαι ολίγον τι χέστης. Ίσως να φταίει και ότι «όποιος καεί από τον χυλό, φυσάει και το γιαούρτι».
Συνέβη τον Μάρτη. Μετά απο ένα μικρό, «εργασιακό» ατύχημα που συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες ήμουν πεπεισμένος ότι τον Νοέμβρη θα είχα τον μονάκριβο γιόκα μου στην αγκαλιά μου. Παρ’ όλα αυτά, σαν γνήσιο αρσενικό και μετά απο παραινέσεις γνωστών μου να μην ανησυχώ έκρυψα τον αβυσσαλέο αυτόν μου τρόμο μέσα στα έρημα στήθια μου, για να μην ανησυχήσω και την κοπέλα μου. Έτυχε να πέσει και το lockdown, και είχαμε να βρεθούμε κοντά στον ένα μήνα.
Μια λαμπερή μέρα του Απρίλη με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει: «δεν θέλω να ανησυχήσεις, αλλά χτες μου’ ρθε να λιποθυμήσω». Το «χέστηκα πάνω μου» είναι λίγο για να περιγράψει το χάος που συνέβαινε εκείνη την ώρα στο παντελόνι μου. Για να μου δείξει πόσο με αγαπάει η κοπέλα μου ανιδιοτελώς προσφέρθηκε να έχει καθυστέρηση για περίπου 14 ημέρες, κατά τις οποίες ο ζοφερός φόβος ενός μωρού με έκανε να ξυπνάω ιδρωμένος τις νύχτες. Οι φίλοι που με κοροίδευαν για το άγχος μου τότε, τώρα άρχιζαν να γελάνε αμήχανα. Η μάνα μου με περιγελούσε, λέγοντάς μου να δώσω στο παιδί μου το όνομά της.
Ομολογώ οτι εκείνη η υπέροχη στιγμή που μου είπε πως της ήρθε περίοδος μπορεί και να είναι ένα απο τα πιο υπέροχα highlights της σχέσης μου. Από τότε, πήρα το μάθημά μου, και καλωσορίζω τις ημέρες της ωορρυξίας όχι σαν εχθρό, αλλά σαν καρδιακές μου φίλες.
Άνδρες, η περίοδος είναι φίλη μας. Και την κακολογούμε, αλλά όταν λείψει από κοντά μας για καιρό την λησμονούμε. Χαρείτε την, ευχαριστήστε την, δεν είναι boomer, είναι super (cringe).
3.
Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς ήταν, νομίζω τέλη Απριλίου με μέσα Μαΐου. Γενικά, δεν μπορώ να πω πως η 1η λυκείου ήταν και η καλύτερή μου χρονιά. Όχι εξαιτίας του corona (μάλιστα αυτό παιζει να ήταν το καλύτερο), απλά είχα αποδεχτεί ότι δεν είχα πραγματικούς φίλους και έκανα παρέα με άτομα τα οποία δεν συμπαθούσα και ελεγαν πράγματα για εμένα πίσω απο τη πλάτη μου και το ήξερα. Έκανα «παρέα» μαζί τους γιατί ειλικρινά φοβόμουν να μείνω μόνος μου. Έτσι πέρασα και το Γυμνάσιο, το γνώριζα αλλά δεν ήθελα να το πιστέψω. Το χειρότερο όμως ήταν ότι οι πραγματικοί μου φίλοι μένουν 2 ώρες από εδώ που μένω και ήξερα ότι δε θα τους έβλεπα για αρκετό καιρό. Δεν ξέρω τι συνέβη εκείνες τις μέρες της καραντίνας. Ίσως ήταν η πίεση που έριχνα στον εαυτό μου αλλά «έσπασα». Έκλαψα για πρώτη φορά μετά από 3 χρόνια. Μπορεί για κάποιον άλλον αυτό να είναι κάτι πολύ φυσιολογικό, αλλά για εμένα που δεν είμαι καθόλου εκδηλωτικό άτομο υπήρξε0 πολύ περίεργο. Το σημείο του κλάματος ίσως να είναι κάτι το οποίο κάποιος βιώνει εβδομαδιαία. Για εμένα όμως ήταν κάτι σχεδόν πρωτόγνωρο και με βοήθησε αρκετά. Κοίταξα καλύτερα κάποια πράγματα και κυρίως τον εαυτό μου.
4.
Εγώ και η μάνα μου είχαμε πάντοτε μια περίεργη σχέση. Μου έχει τρελή αδυναμία, και εγώ είμαι ο μόνος ο οποίος μπορεί να την ηρεμήσει στα βίαια κυκλοθυμικά ξεσπάσματα που έχει σχεδόν καθημερινά. Παρ’ όλα αυτά, ήταν προφανές πως η διαρκής τριβή μας είχε φθείρει και, τουλάχιστον για μένα, μέρα με τη μέρα ακόμη και η ελάχιστη συνδιαλλαγή μου μαζί της με ζόριζε πολύ.
Τα τελευταία χρόνια η μητέρα μου έχει στραφεί στην συνομωσιολογία, και περνούσε τις μέρες της χαμένη σε βίντεο για τον 3ο Παγκόσμιο Πόλεμο, παραλλαγμένες προφητείες και μία ανυπόφορη κινδυνολογία που σου τσακίζει τα πλευρά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να περάσω ενα μεγάλο χρονικό διάστημα μόνος, ολοκληρωτικά τρομοκρατημένος με όλα αυτά που άκουγα όλη μέρα στο σπίτι μου. Το αποκορύφωμα της αβεβαιότητας και του φόβου ήρθε στην καραντίνα, οπότε η κινδυνολογία είχε γίνει η πλέον must συζήτηση στο σπίτι.
Σε αυτό το σημείο το ψυχολογικό αντίκτυπο που είχε αυτή σε μένα ξεπερνούσε τα όρια της ανησυχίας. Είχε γίνει τραύμα, εικόνες που κουβαλούσα καθημερινά και που απλά απέφευγα, γιατί αισθανόμουν ότι δεν υπάρχει αδιέξοδο.
Η καραντίνα με βοήθησε να κατανοήσω την νοσηρότητα και το άτοπο πλαίσιο της άκρατης κινδυνολογίας.Με έκανε να αναζητήσω την δική μου αλήθεια, να γίνω ο άνθρωπος που θέλω να γίνω χωρίς φόβο και ανασφάλεια για το μετά. Κατάλαβα οτι είμαι εντελώς διαφορετικός χαρακτήρας από την μάνα μου και, ενώ την αγαπώ και την νοιάζομαι, ξέρω ότι δεν θέλω η ζωή μου να μοιάζει ούτε λίγο με τη δική της. Θέλω να τραβήξω τον δικό μου δρόμο….
5.
Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που, θα περάσουν απο τη ζωή σου, θα την φωτίσουν για μια στιγμή με ενα πολύ παράξενο χρώμα και μετά θα εξαφανιστούν λες και δεν υπήρξαν ποτέ. Και εσύ θα συνεχίσεις την ρουτίνα σου, χωρίς να έχει αλλάξει τίποτα.
Δεν ξέρω αν θα ήθελα να την έχω ξανά μέσα στη ζωή μου με κάποιον τρόπο. Κάποια βράδια όμως με καβαλάει μια περίεργη επιθυμία να βρεθώ μόνος σε ενα δωμάτιο μαζί της. Όχι για κάποιον ερωτικό λόγο. Έτσι απλά να την ρωτήσω τι κάνει όλον αυτόν τον καιρό, να της πω όλες μου τις σκέψεις, να την ρωτήσω αν της λείψανε αυτές οι απέραντες συζητήσεις που κάναμε μέχρι το πρωί. Να περάσουμε λίγες ώρες ο ένας απέναντι στον άλλον, να πιούμε καμία μπύρα, να πούμε τα εσώψυχά μας για ακόμη μια φορά, ίσως δε και να δούμε το ηλιοβασίλεμα μαζί. Και μετά, να χαθούμε και οι δύο στους κόσμους μας και πάλι, χωρίς να έχει αλλάξει τίποτα, χωρίς να την ξέρω και να με ξέρει, άλλη μια φορά.
Είναι κάτι τέτοια βράδια που αναρωτιέμαι, που να’ ναι άραγε αυτός ο περίεργος άνθρωπος, ο οποίος πέρασε για τόσο λίγο απο τη ζωή μου και παρ’ όλα αυτά η απουσία του έχει επηρεάσει με τόση λεπτομέρεια το μέσα μου….
(μια σκέψη που είχα ενα μουντό βράδυ του περασμένου Μάρτη)
6.
Έχω μεγαλώσει σε οικογενειακή πολυκατοικία. Ισόγειο γιαγιά, πρώτος όροφος θείοι, δεύτερος όροφος εγώ. Επίσης είμαι μοναχοπαίδι, και το πιο κοντινό που έχω είναι ξαδέρφια που μου ρίχνουν μιάμιση δεκαετία γιατί μικροπαντρεύτηκε η θεία μου (αδερφή του μπαμπά μου). Ο πρώτος μου ξάδερφος μένει στο Λονδίνο, η πρώτη μου ξαδέρφη στη Νέα Χαλκιδόνα.
Μια μέρα, προς το τέλος της πρώτης καραντίνας, ξυπνάω όλα ωραία και όλα καλά. Δεν βλέπω κανέναν στο σπίτι, λέω θα έχει πάει η μάνα μου στη θεία μου, ευκαιρία να απολαύσω την ηρεμία του άδειου σπιτιού. Πάω στη κουζίνα λοιπόν να φτιάξω καφέ. Πριν προλάβω καν να τον χτυπήσω ανεβαίνει πάνω η μάνα μου και με χαιρετάει με την εξής φράση: «Καλημέρα θεία!»
Εκείνες τις μέρες της καραντίνας ήρθε στον κόσμο το τρίτο ανηψάκι μου.
7.
Δεν είχα ξανακάνει ποτέ στη ζωή μου Μάη. Ποτέ δεν κάναμε στο σπίτι, ποτέ δεν του έδινα σημασία.
Αυτός ο Μάης ήταν διαφορετικός. Με βρήκε κλειδαμπαρωμένο σπίτι μου, με την κοπέλα μου και χωρίς κανέναν άλλο. Δεν θα πω πως η συγκατοίκηση υπήρξε κάτι το πανεύκολο, δεδομένης της ηλικίας αλλά και της υφιστάμενης κατάστασης, αλλά σίγουρα αυτή η περίοδος μου έδωσε κάποιες από τις πιο όμορφες στιγμές της σχέσης μου.
Μια απο αυτές ήταν η δημιουργία του πρώτου μου Μάη. Ευτυχώς για μας, το σπίτι μου βρισκόταν κοντά στη φύση, οπότε εκτός από το ότι δεν γίνονταν πολλοί έλεγχοι, μας δινόταν η ευκαιρία για μια πολύ ωραία βόλτα. Ο καιρός ήταν πολύ καλός. Μαζέψαμε λουλούδια, ανεβήκαμε σε μια πλαγιά και τον φτιάξαμε με εναν κόκκινο σπάγκο ακούγοντας Mac Miller. Δεν ήταν κάτι μεγάλο ή κάτι το φαντασμαγορικό, αλλά το να κάθομαι δίπλα σε έναν άνθρωπο που αγαπάω, μια ηλιόλουστη μέρα μέσα στην φύση και τα λουλούδια συνιστούσε κάτι που με τράβηξε για λίγο μακριά από την μαυρίλα που διανύαμε εκείνη την περίοδο. Γυρίσαμε σπίτι, μαγειρέψαμε, είδαμε «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» και περάσαμε τέλεια μαζί. Κρεμάσαμε τον Μάη στην πόρτα μου, και ήμουν τόσο γεμάτος κάθε φορά που τον έβλεπα, ώστε τον ξεκρέμασα μετά από δύο μήνες.
Με λένε Δημήτρη Δανόπουλο. Σπουδάζω Νομική στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μ αρέσει να γράφω, να εκφράζω τη σκέψη μου σε ένα κείμενο στο οποίο ο καθένας μπορεί να έχει πρόσβαση και να αλληλοεπιδράσει μ΄ αυτό, κυρίως δε να συγκεντρώνω το χάος του κεφαλιού μου σε ένα οργανωμένο πλαίσιο. Το αν γίνεται να συμβαίνει πάντοτε αυτό, είναι άλλη υπόθεση...