Του Μανώλη Θεοχάρη, πρώην συντάκτη μας
Πώς να ξεκινήσω ένα κείμενο για ένα έργο τόσο μεγαλειώδες; «Ανθρωποφύλακες». Ένα βιβλίο από έναν άνθρωπο τόσο φωτισμένο, έναν άνθρωπο τόσο βασανισμένο, τόσο απλό και τόσο όμορφο. Ο Περικλής Κοροβέσης ήταν ένας γνήσιος άνθρωπος. Στο βιβλίο του αυτό ξεμπροστιάζει τη Xούντα με απίστευτη απλότητα και απερίγραπτη ηρεμία. Γράφει για τους βασανιστές του χωρίς να δείχνει ίχνος μίσους, σαν ένας τρίτος/αντικειμενικός παρατηρητής. Είναι πάρα πολύ περιεκτικός και χρησιμοποιεί και το χιούμορ, σκεφτείτε για τι πράγμα μας μιλάει και χρησιμοποιεί το χιούμορ. Όλα αυτά έκαναν το βιβλίο μια τόσο μεγάλη επιτυχία άλλωστε.
Στο βιβλίο αυτό γίνεται εμφανές κάτι πολύ σημαντικό για τη διαδικασία των βασανιστηρίων, μια διαδικασία στην οποία υπέβαλλε η Xούντα χιλιάδες ανθρώπους χωρίς λόγο. Συγκεκριμένα, φαίνεται πως όλη η διαδικασία δεν παρέμενε στον ήδη απάνθρωπο φυσικό τραυματισμό του ανθρώπου. Το ατελείωτο και με ποικίλες μεθόδους ξύλο, οι βρισιές κι η εξαθλίωση ήταν δεδομένη. Tο φανταζόμασταν. Αυτό από μόνο του ήταν τραγικό, ωστόσο κάποια στιγμή -αισίως- θα τελείωνε, αυτό σκεφτόντουσαν και οι βασανισθέντες (λογικά). Αυτό όμως που μαθαίνουμε από τη μαρτυρία του Κοροβέση είναι ότι δεν σταματούσαν εκεί, προσπαθούσαν να επιτύχουν τον ολοκληρωτικό μηδενισμό του ανθρώπου και με δύο άλλες πολύ συγκεκριμένες μεθόδους.
Στο χωρίο που ακολουθεί θα δούμε την πρώτη από αυτές:
«Άκου, λοιπόν, τι θα γίνει. Θα καταδικαστείς ισόβια. Κανείς δε μένει ισόβια. Θα βγεις μετά από καμιά εικοσαετία, μπορεί και λιγότερο. Πόσο χρονών είσαι τώρα; Λαμπρά 26. Όταν βγεις θα’ σαι στην ηλικία μου. Τίποτα δεν θα’ ναι όπως το άφησες. […] Οι πάντες θα σε έχουν ξεχάσει. Και, το χειρότερο απ’ όλα, κανείς δεν θα τολμάει να σου μιλήσει. Θα έχεις τρεις αρρώστιες: σπονδυλαρθρίτιδα, στομάχι και φυματίωση. Όλοι οι παλιοί κομμουνιστές τα ‘χουν. Όταν ακούμε κάποιον να μας λέει ότι έχει αυτές τις τρεις αρρώστιες, ξέρουμε ότι είχε παλιά νταραβέρια μαζί μας. Θα περιφέρεσαι στους δρόμους χωρίς δουλειά. Οι παλιοί σου γνωστοί θα’ ναι πετυχημένοι στα πόστα τους και δεν θα σου μιλάνε για να μην τα χάσουν. Αυτό έχει γίνει.»
Βλέπουμε, λοιπόν, πως οι βασανιστές για να μιλήσει ο κρατούμενος τον εκβιάζουν ψυχολογικά. Πώς; Του μιλάνε για το κατεστραμμένο μέλλον που θα τον βρει αν δεν μιλήσει. Αυτό είναι πάρα πολύ ισχυρό. Σκεφτείτε τι περιμένει ο άνθρωπος ο οποίος βασανίζεται; Περιμένει το μέλλον. Το περιμένει για να ελευθερωθεί και να ζήσει ξανά σαν άνθρωπος. Εδώ εμείς σκεφτόμαστε το μέλλον περιμένοντας καλύτερα πράγματα, πόσο μάλλον ο άνθρωπος ο οποίος τρώει ατελείωτο ξύλο και υφίσταται απίστευτες κακουχίες. Όταν λες σε αυτό τον άνθρωπο ότι το μέλλον του, το μέλλον της μιας και μοναδικής του ζωής, είναι προδιαγεγραμμένα κατεστραμμένο, όλη η δύναμή του μπορεί να βυθιστεί, μπορεί να δει μια ματαιότητα στην αντίσταση που προβάλλει ως τώρα. Έτσι κι αλλιώς εκείνοι αυτό θέλουν, αλλά σκεφτείτε πόσο άσχημο είναι να σου κόβουν τα φτερά, να σου λένε ότι η ζωή σου θα είναι απαίσια. Κι αυτό απάνθρωπο είναι.
Η άλλη μέθοδος που χρησιμοποιούσαν οι βασανιστές, επίσης, ήταν πως προσπαθούσαν -κυριολεκτικά- να τον τρελάνουν. Ο συγγραφέας μας περιγράφει πως ύστερα από διάφορα σωματικά βασανιστήρια και άφθονο ηλεκτροσόκ που του έκαναν (κάτι εξαιρετικά βάναυσο) ξεκίνησαν να προσπαθούν να τον πείσουν ότι δεν ήταν πολιτικός κρατούμενος, αλλά ψυχοπαθής ο οποίος φαντασιώνεται ότι είναι πολιτικός κρατούμενος. Προσπαθούσαν όμως και ακόμα ισχυρότερα να τον συγχύσουν και να τον πείσουν για αυτό, κάτι το οποίο είναι εμφανές στο παρακάτω απόσπασμα.
«Οι γιατροί έχουνε αρχίσει άλλο παιχνίδι. Μου δείχνουνε μια λάμπα και με ρωτάνε μετά τι είναι. Τους απαντάω “λάμπα” και μου λένε πως είναι φεγγάρι. Μου δείχνουνε μια καρέκλα και με ρωτάνε τι είναι. Τους λέω “καρέκλα” και με διορθώνουνε: “Αυτό είναι ένα μικρό FIAT.” Επιμένουνε να παραδεχτώ πως είναι FIAT. […] Μου λένε πως είμαι τρελός, αλλά ακόμη δεν είμαι επικίνδυνος τρελός. Αλλά αν συνεχίσω έτσι, θα γίνω και επικίνδυνος […].»
Σκεφτείτε πόσο συγκλονιστικό είναι όλο αυτό. Δεν τους ενδιαφέρει τίποτα, προσπαθούνε να τρελάνουν έναν άνθρωπο. Αυτό κι αν είναι απάνθρωπο. Τη σωματική βία ξέραμε από παλιά ότι τη χρησιμοποιούσαν τα ανθρωποειδή για τους σκοπούς τους. Αυτό είναι κάτι καινούργιο. Γι’ αυτό πριν είπα ότι οι βασανιστές κόπιαζαν για πλήρη ισοπέδωση, για πλήρη μηδενισμό του ανθρώπου. Προσπαθούσαν να χάσει τον εαυτό του… Πόσο σιχαμένος, πόσο ανάλγητος μπορεί να είσαι για να το κάνεις αυτό;
Κινητήριος δύναμη για όλα αυτά; Ο αντικομμουνισμός. Γνωστός από πιο παλιά στην Ελλάδα. Εξορίες, βασανισμοί και ξύλο, αυτά βίωναν επί δεκαετίες οι κομμουνιστές στη χώρα μας. Τους φοβότανε πάρα πολύ το σύστημα τους κομμουνιστές και το επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά και ένας από τους βασανιστές του Κοροβέση λέγοντας «…Λοιπόν, από τη στιγμή που κάποιος δεν κυνηγάει ανοιχτά τον κομμουνισμό είναι στο δρόμο να γίνει κομμουνιστής». Τόσο πολύ φοβότανε το σύστημα, τόσο που δεν μπορούσε να αφήσει άνθρωπο έξω από το ζήτημα. Το ίδιο έκαναν και οι ναζί στη Γερμανία, δεν έφτανε κανείς να είναι ουδέτερος, όλοι έπρεπε να έχουν σαφή θέση, αυτή του Κράτους.
Βέβαια, κινητήριος δύναμη μπορεί να ήταν ο αντικομμουνισμός και οι κομμουνιστές να κυνηγήθηκαν λυσσαλέα, όμως και οι «εθνικόφρονες» άνθρωποι ήταν (περίπου τουλάχιστον) και έκαναν και λάθη! Έτσι, λοιπόν, πιάστηκαν, βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν άνθρωποι εντελώς τυχαία, χωρίς να έχουν καμία σχέση με τον κομμουνισμό, όπως μας πληροφορεί το βιβλίο. Και για τους μεν και για τους δε, όλο αυτό είναι απίστευτο και απαίσιο. Τουλάχιστον, όμως, οι κομμουνιστές διώκονταν για τις ιδέες τους και αντλούσαν δύναμη από αυτό. Ήξεραν ότι κυνηγιόντουσαν γιατί ονειρεύονταν και πάλευαν για έναν κόσμο καλύτερο, για έναν κόσμο ελεύθερο, και γι’ αυτό άλλωστε τους φοβόταν το κατεστημένο. Ένα κατεστημένο που ήθελε τους ανθρώπους υποταγμένους σε αυτό. Οι άνθρωποι, όμως, που συνελήφθησαν τυχαία, σκεφτείτε πως θα ένιωθαν. Τι αδικία θα αισθάνονταν, τι θυμό, αλλά και τι φόβο…
Αυτά είναι μόνο λίγα από τα πολλά που μπορεί να πάρει κάποιος από το βιβλίο αυτό. Αυτός είναι και ο λόγος που κατέληξε τόσο πετυχημένο. Ο Περικλής Κοροβέσης και η ιστορία του είναι η καλύτερη απάντηση στο μοιρολατρικό ερώτημα «τι, εγώ θα αλλάξω τα πράγματα;»… Ναι, εσύ. Όπως το έκανε κι ο Κοροβέσης, ο οποίος εξέθεσε και έπληξε τη Χούντα πάρα πολύ διεθνώς, γράφοντας και διαδίδοντας την ιστορία του.
ΥΓ. Συνιστώ ιδιαίτερα να πάρει κανείς την νέα επετειακή έκδοση για τα 50 χρόνια του βιβλίου, καθώς περιέχει και 3 πολύ ενδιαφέροντα επίμετρα.