Του Στέφανου Φραγκόπουλου, πτυχιούχου της Σχολής Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης και εξωτερικού μας συνεργάτη.
Από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, το πολίτευμα και το πολιτικό σύστημα ακολούθησαν την ιστορική διαμόρφωση που έλαβε χώρα και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη: απόλυτη μοναρχία, μετάβαση σε περιορισμένη (ή συνταγματική) μοναρχία, ύστερα σε βασιλευόμενη δημοκρατία και τέλος σε προεδρευόμενη δημοκρατία. Η πορεία αυτή ήταν πολυτάραχη: ανασυγκρότηση του κράτους απ’ το μηδέν, πτωχεύσεις, επιβολή διεθνούς οικονομικού ελέγχου, Εθνικός Διχασμός, Μικρασιατική καταστροφή, 2 Παγκόσμιοι Πόλεμοι, εμφύλιος πόλεμος, πραξικοπήματα. Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974, βασικό αίτημα ήταν η σταθερότητα και η εμπέδωση της Δημοκρατίας, κάτι που αποτυπώθηκε και θεσμικά με την υιοθέτηση του Συντάγματος το 1975. Ωστόσο, ο φόβος μίας μερίδας του πολιτικού φάσματος σχετικά με το ενδεχόμενο διολίσθησης σε αυθαίρετες πρακτικές του παρελθόντος οδήγησε στην Αναθεώρηση του 1986, με την κατάργηση των “υπερεξουσιών” του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Η ρύθμιση αυτή όμως οδήγησε στο άλλο άκρο, στην αποκλειστική κυριαρχία του Πρωθυπουργού. Ειδικότερα, ο Πρωθυπουργός είναι επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας, δηλαδή της Κυβέρνησης, ηγείται της κοινοβουλευτικής ομάδας που πλειοψηφεί στη Βουλή (άτυπα επικεφαλής και της νομοθετικής εξουσίας) και είναι αρχηγός του κόμματος που αναδεικνύει υποψήφιους βουλευτές και αυτοδιοικητικούς. Τρεις ιδιότητες συσσωρευμένες σε ένα πρόσωπο, εξουσίες που θα ήταν ζηλευτές ακόμη και απ’ τον Βρετανό Πρωθυπουργό (που αντιμετωπίζει κάποιες φορές μία οχληρή Βουλή, όπως αποδείχθηκε από τη θητεία Johnson και από την ενός μηνός παραμονή της Truss στο αξίωμα) ή και τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, όπου διαθέτει μόνο μία από τις προαναφερθείσες ιδιότητες (του επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας). Κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί διάφορες προτάσεις για ενίσχυση άλλων θεσμών, όπως του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ωστόσο, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια ουσιαστική αρμοδιότητα που θα μπορούσε να του δοθεί δίχως να μεταβληθεί ταυτόχρονα ο χαρακτήρας του πολιτεύματος, πράγμα ανεπίτρεπτο. Μία λύση, ένα “αντίδοτο” στον πρωθυπουργοκεντρισμό θα ήταν η ενίσχυση της νομοθετικής εξουσίας με την ίδρυση δεύτερου νομοθετικού σώματος, της Γερουσίας.
Στη χώρα μας Γερουσία λειτούργησε υπό δύο Συντάγματα: του 1844, ως συμβουλευτικό σώμα του Βασιλιά (για αυτό είχε στιγματισθεί ως αριστοκρατικός θεσμός) και του 1927, του οποίου η “ζωή” ήταν βραχύβια, καθώς καταρτίσθηκε στη σκοτεινή και ταραγμένη περίοδο του Μεσοπολέμου. Η ίδρυση Γερουσίας έχει δύο διαστάσεις, μία νομική-συνταγματική και μία πολιτική. Σε ό,τι αφορά τα νομικά: δεδομένου ότι η ίδρυση δεύτερου νομοθετικού σώματος παρεμβαίνει στην ίδια τη λειτουργία του πολιτεύματος, Γερουσία είναι δυνατόν να προβλεφθεί μόνο με Αναθεώρηση του Συντάγματος. Απαραίτητο είναι να δοθεί μέριμνα αφενός στην ενίσχυση των θεμελιωδών αρχών του πολιτεύματος (δημοκρατική αρχή, αντιπροσωπευτική αρχή, κοινοβουλευτική αρχή), αφετέρου στη διατήρηση της Βουλής ως βασικού νομοθετικού οργάνου, καθώς το άρθρο 26 του Συντάγματος που προβλέπει τη διάκριση των εξουσιών δεν αναθεωρείται (άρθρο 110 παρ. 1 Σ.). Οι θεμελιώδεις αρχές ενισχύονται, καθώς α) το εκλογικό σώμα αποκτά μία ακόμη αρμοδιότητα, την εκλογή γερουσιαστών (ενίσχυση λαϊκής κυριαρχίας) β) ενισχύεται η αντιπροσωπευτική αρχή, αφού θα εκλέγονται περισσότεροι αντιπρόσωποι που θα εκπροσωπούν τμήματα του πληθυσμού και γ) η Κυβέρνηση θα υπόκειται σε έλεγχο από δύο νομοθετικά σώματα, όχι μόνο από την Βουλή (ενίσχυση κοινοβουλευτικής αρχής).
Βασική αρμοδιότητα της Γερουσίας θα είναι το νομοθετικό έργο, για το οποίο θα ισχύει το ίδιο καθεστώς με τη Βουλή: οι γερουσιαστές θα έχουν το δικαίωμα της πρότασης νόμων και της υποβολής προσθηκών και τροπολογιών σε νομοσχέδια και γενικά το νομοθετικό έργο θα αποτελεί προϊόν συνεργασίας Βουλής και Γερουσίας. Ένας νόμος για να ισχύσει, θα πρέπει να ψηφιστεί και από τα δύο σώματα. Στο εύλογο ερώτημα τι θα συμβεί, αν υπάρχει διαφωνία μεταξύ τους σχετικά με την ψήφιση ή μη ενός νόμου (με ορατό τον κίνδυνο παράλυσης του κυβερνητικού έργου), απάντηση είναι ότι θα υπερισχύει η γνώμη της Βουλής, με αυξημένη πλειοψηφία των 3/5, δηλαδή η Βουλή με την πλειοψηφία 180 βουλευτών θα μπορεί να παρακάμπτει τη Γερουσία. Ο ρόλος αυτός της Γερουσίας συνιστά θεσμικό αντίβαρο στην παντοδυναμία της Κυβέρνησης, η οποία δεν συναντά αντίσταση από τους βουλευτές της πλειοψηφίας, που συνήθως είναι πειθαρχημένοι και ψηφίζουν σύμφωνα με τη “γραμμή” του κόμματός τους.
Η Γερουσία θα μπορούσε να έχει και αρμοδιότητες κοινοβουλευτικού ελέγχου, να καλεί δηλαδή σε ακροάσεις μέλη της Κυβέρνησης, να υποβάλει ερωτήσεις, επερωτήσεις, επίκαιρες ερωτήσεις, γενικώς ό,τι μέσα διαθέτουν και οι βουλευτές. Ίσως να συμμετέχουν οι γερουσιαστές και σε εξεταστικές επιτροπές, όχι όμως και να καταθέτουν πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης. Αποκλειστικά αρμόδια για αυτό πρέπει να παραμείνει η Βουλή, διότι διασφαλίζεται έτσι αφενός η κυριαρχία της εντός του κοινοβουλευτικού συστήματος, αφετέρου προστατεύεται η Γερουσία, διότι θεμιτό θα ήταν να μην μπορούσε να διαλυθεί ύστερα από πρόταση του Πρωθυπουργού, επομένως ούτε εκείνη δύναται να καταψηφίσει την Κυβέρνηση. Για τη διαφύλαξη του κύρους του σώματος, καλύτερα θα ήταν να μην έχει οιονεί δικαστικές αρμοδιότητες όπως η Βουλή (π.χ. παραπομπή Υπουργών σε δίκη) παρά μόνο ό,τι έχει σχέση με τους ίδιους τους γερουσιαστές (π.χ. άρση ασυλίας). Θα μπορούσε να εκφέρει και γνώμη επί του προϋπολογισμού. Τέλος, σαν μέτρο που ενισχύει τη λογοδοσία της εκτελεστικής εξουσίας ενώπιον της νομοθετικής και κατ’ επέκταση στον Λαό, είναι οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου -των οποίων κατά γενική ομολογία γίνεται κατάχρηση- να κυρώνονται οπωσδήποτε και από τη Γερουσία, σε περίπτωση δε που δεν κυρώνονται να χάνουν την ισχύ τους, ασχέτως αν η Βουλή προηγουμένως τις κύρωσε. Ίσως τότε η θέσπιση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου να λαμβάνει χώρα πράγματι σε έκτακτες περιστάσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης, όπως ορίζει το Σύνταγμα (άρθρο 44 παρ.1).
Υπάρχει βέβαια και η αμιγώς πολιτική διάσταση του φαινομένου. Η ίδρυση Γερουσίας πιθανότατα θα συμβάλει στην ποιοτικότερη νομοθέτηση, γιατί όσο περισσότεροι εμπλέκονται στη διαδικασία τόσο πιθανότερο είναι να εντοπιστούν λάθη, αστοχίες ή και ατέλειες. Θα μπορούσαν να επιλυθούν τα χρόνια προβλήματα της πολυνομίας και της κακονομίας που ταλανίζουν τους πολίτες. Ούτως ή άλλως, ένας νόμος που θεσπίζεται με ταχύτατες διαδικασίες δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι και καλός. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, μερικές φορές της ψήφισης ενός νόμου προηγούνται μήνες διαπραγματεύσεων. Χρονοβόρα διαδικασία μεν, που όμως οδηγεί στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Ενθαρρύνεται επίσης με αυτόν τον τρόπο η κουλτούρα συνεργασίας εντός του πολιτικού συστήματος και αποτρέπεται η πόλωση, που μόνο προβλήματα προκαλεί.
Ένα σημείο που αναδεικνύει τον ριζοσπαστικό χαρακτήρα της πρότασης αφορά την ανάδειξη του σώματος και την εκπροσώπηση και είναι το εξής: οι γερουσιαστές θα αναδεικνύονται φυσικά με εκλογές (όπου θα ισχύουν τα ίδια με τις βουλευτικές εκλογές και την ψηφοφορία όπως επιτάσσει το Σύνταγμα). Οι εκλογές αυτές όμως θα διενεργούνται σε ευρείες εκλογικές περιφέρειες, στις 13 Περιφέρειες που διαιρείται διοικητικά η χώρα. Προκύπτουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τρία πλεονεκτήματα: λόγω της ευρύτητας της εκλογικής περιφέρειας υποχωρεί το πελατειακό σύστημα, ο υποψήφιος δεν συνδέεται τόσο προσωπικά με τον ψηφοφόρο, που θα ψηφίζει περισσότερο με ιδεολογικοπολιτικά κριτήρια παρά με κριτήρια αμιγώς προσωπικά. Ακόμη, υποψήφιοι μπορεί να είναι πρόσωπα γενικότερης αποδοχής, ενωτικά, να προέρχονται από τον χώρο των επιστημών ή της αυτοδιοίκησης, όπου η κομματικοποίηση δεν είναι τόσο εμφανής. Διαφαίνεται δηλαδή η προοπτική αποκομματικοποίησης του πολιτικού συστήματος. Το σημαντικότερο ίσως στοιχείο είναι η ενίσχυση στην εκπροσώπηση της περιφέρειας και αυτό προκύπτει από τον αριθμό των γερουσιαστών: κάθε Περιφέρεια από τις 13 θα μπορούσε να έχει από δύο γερουσιαστές, με τις 4 ή 5 πολυπληθέστερες να έχουν ακόμη έναν (ή αντίστοιχα κάθε Περιφέρεια τρεις και οι πολυπληθέστερες από 4). Επιτυγχάνεται με αυτόν τον τρόπο μία “υπερεκπροσώπηση” της Περιφέρειας, στοιχείο θεμιτό, καθώς η πλειοψηφία της κοινωνίας αναγνωρίζει τον παραγκωνισμένο ρόλο της επαρχίας στα πολιτικά δρώμενα της χώρας ή το γεγονός ότι οι ανάγκες τους δεν λαμβάνονται πολύ υπόψη. Έτσι θα μπορούσαν στο μέλλον να λυθούν κι άλλα ζητήματα, όπως το δημογραφικό, η ανασυγκρότηση του πρωτογενούς τομέα παραγωγής και η πρωτοβάθμια υγειονομική περίθαλψη, καθώς η “υπερεκπροσώπηση” της Περιφέρειας στη Γερουσία θα αναγκάσει Κυβέρνηση και Βουλή να ασχοληθούν πιο σοβαρά με αυτά τα ζητήματα, τα οποία έχουν τοπική μεν διάσταση αλλά είναι προπαντός εθνικού χαρακτήρα. Τέλος, οι γερουσιαστές θα εκλέγονται για πλήρη τετραετή θητεία (χωρίς δυνατότητα διάλυσης), με περιοδική όμως ανανέωση του σώματος (π.χ. ανά 2ετία να ανανεώνεται το 1/3 της Γερουσίας), προκειμένου να αντικατοπτρίζονται πιο συχνά οι τάσεις του εκλογικού σώματος.
Βάσει των ανωτέρω, καθίσταται φανερό ότι η Γερουσία θα αποτελεί ένα επικουρικό μεν σώμα, το οποίο θα έχει όμως ουσιαστικές αρμοδιότητες, ένα σώμα το οποίο δεν θα θίγει την σχέση Κυβέρνησης-Βουλής αλλά θα υποχρεώνει την πρώτη να λογοδοτεί και τη δεύτερη να συνεργάζεται. Η ενίσχυση των θεσμικών αντιβάρων δεν περνά από την εκτελεστική ή τη δικαστική εξουσία, αλλά από την “καρδιά” της Δημοκρατίας, τον χώρο έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας, το νομοθετικό σώμα.