Της Ελένης Σαμπάνη, φοιτήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Πολιτισμού (Πάντειο).
Όταν βρισκόμαστε μέσα σε μια ερωτική κατάσταση, η αδρεναλίνη μας είναι στα ύψη και το άγχος χτυπάει κόκκινο. Άγχος αλλιώτικο, δεν έχει σχέση με εκείνο των υποχρεώσεων. Άγχος που προκαλείται από τον φόβο μήπως αυτό που ζούμε την δεδομένη στιγμή χαθεί.
Το ερωτευμένο υποκείμενο νιώθει ότι απειλείται από την εγκατάλειψη του αγαπημένου προσώπου, κάτι το οποίο θεωρεί πως θα του αφήσει τραύματα, πως θα το επηρεάσει ψυχολογικά. Αισθάνεται απόλυτα συνδεδεμένο μαζί με το αγαπημένο πλάσμα που μια ξαφνική διακοπή της σύνδεσης τους φαντάζει καταστροφική.
Η ιδέα που κυριαρχεί εδώ είναι ότι ο ερωτευμένος δεν θέλει να χάσει αυτόν που αγαπά.
Αν προβούμε στην μετάφραση αυτής της σκέψης, θα λέγαμε ότι ο ερωτευμένος φοβάται μήπως χάσει τον έρωτα. Οι άνθρωποι είμαστε ερωτευμένοι με τον έρωτα. «Τον έρωτα αγαπώ» μας λέει ο σημειολόγος Ρολαν Μπαρτ. Ο πραγματικός φόβος είναι μήπως επέλθει σιωπή στην ζωή μας και όχι η απουσία του άλλου. Η σιωπή ισοδυναμεί με την πλήξη, την οποία οι άνθρωποι δεν αντέχουμε και όταν εκείνη μας χτυπάει την πόρτα, εμείς ασυναίσθητα την διακόπτουμε με μία δράση.
Η απουσία/εγκατάλειψη του άλλου, αν και θλιβερό γεγονός, είναι κομμάτι χωρίς το οποίο δεν μπορούμε να ζήσουμε. Ο ερωτευμένος έχει ανάγκη από drama για να επιβεβαιώσει τα συναισθήματά του. Ακόμα και όταν έρθει η στιγμή που θα πρέπει να απαρνηθεί τον άλλον, η σφοδρή θλίψη που θα τον πνίγει και θα τον καταρρακώνει θα είναι επειδή έχασε το φαντασιακό: Κλαίω που έχασα τον έρωτα. Κλαίω που έχασα το προνόμιο να ονειρεύομαι και να σχεδιάζω πράγματα που σχετίζονται με το αγαπημένο πλάσμα. Δεν κλαίω που έχασα αυτόν/αυτήν.
Αν λοιπόν απολαμβάνουμε το ερωτικό δράμα, και μέσα από αυτό συνίσταται ο καθένας, τι δεν απολαμβάνουμε; Τι είναι πραγματικά απαίσιο;
Η απάντηση είναι η φθορά ή το ξέφτισμα του ερωτικού προσώπου. Η φθορά έρχεται όταν βλέπουμε τον άλλον να χάνεται, να μας εγκαταλείπει, όχι όμως για ένα άλλο πρόσωπο. Μας εγκαταλείπει επειδή εγκατέλειψε τον ίδιο του τον εαυτό. Τον βλέπουμε να χάνεται. Με άλλα λόγια, όταν το αγαπημένο πρόσωπο δεν είναι σε θέση να επενδύσει πάνω στον έρωτα, να ασχοληθεί έστω με το κομμάτι αυτό λόγω κάποιου συμβάντος, εμείς δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε το οτιδήποτε.
Δεν λυπάμαι για ένα αντικείμενο που συνεχίζει την ζωή του αγαπώντας κάποιον άλλον και όχι εμένα. Λυπάμαι για ένα αντικείμενο που λυπάται το ίδιο. Εδώ, λοιπόν, ίσως καταλάβουμε πόσο ανάγκη έχουμε τον πόθο/την προσοχή του άλλου ακόμα και αν εκείνη δεν στρέφεται σε εμάς, αλλά σε κάποιον ερωτικό μας αντίζηλο. Αυτό το συναίσθημα είναι χειρότερο και από εκείνο της ζήλιας. Σε αδρανοποιεί και νιώθεις ακρωτηριασμένος.
Η πλήξη δεν αντέχεται, είναι ακινησία. Το drama στον έρωτα όμως όσο και να το λοιδορούμε, συχνά το επιλέγουμε, είναι δράση.