Του Μιχάλη Κοττάκη, πρώην συντάκτη μας
Μετά από συνεχή παρουσία ενός μήνα (9 Αυγούστου-12 Σεπτεμβρίου) και ανεμπόδιστη ερευνητική δραστηριότητα -όπως καταλάθος παραδέχθηκε εξάλλου και ο τέως Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Πρωθυπουργού, Αλέξανδρος Διακόπουλος, σε συνέντευξή του στo Open –το Oruc Reis συνοδεία στολίσκου αποχώρησε από την παρανομώς δεσμευθείσα περιοχή από την τουρκική NAVTEX, τρεις ώρες πριν αυτή λήξει. Αν και στις 29 Αυγούστου ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου είχε δηλώσει ότι το τουρκικό ερευνητικό θα παρέμενε για 90 ημέρες στην περιοχή. Η τήρηση της δήλωσης αυτής πήγε στις καλένδες ένεκα ανεφοδιασμού και συντήρησης του πλοίου, αποκλείοντας το σενάριο της υποχώρησης. Για τα πραγματικά κίνητρα και τους στόχους της ενέργειας αυτής, η θεωρία των παιγνίων και το πλήθος διεθνολόγων που εμφανίζονται εσχάτως στη μικρή οθόνη θα τροφοδοτήσουν τους πολίτες με τις εκτιμήσεις τους.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, στον αντίποδα σε μία ξεχωριστή -για φέτος- ΔΕΘ χαρακτήρισε την αποχώρηση του τουρκικού ερευνητικού ως θετικό βήμα. Επίσης, δήλωσε ότι είναι έτοιμος να καθίσει πρώτος στο τραπέζι του διαλόγου. Εν συνεχεία, τόνισε ότι «το κύριο, το βασικό, το μόνο πρόβλημα που υπάρχει είναι η οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών». Η επανέναρξη των διερευνητικών επαφών από το σημείο στο οποίο είχαν μείνει το 2016 στα πλαίσια του 61ου γύρου διαπραγματεύσεων που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε αποτελεί ανοικτό ενδεχόμενο. Πολλάκις, μάλιστα, δύο εκ των μεγαλύτερων παικτών της διεθνούς σκακιέρας (Αμερική, Γερμανία) έχουν εκφράσει την επιθυμία της ειρηνικής διευθέτησης των εκκρεμούντων ζητημάτων, χωρίς τη χρήση στρατιωτικής ισχύος.
Την 21 Αυγούστου, η εφημερίδα «Εστία» είχε αποκαλύψει στο κεντρικό της θέμα τα απόρρητα πρακτικά των διερευνητικών επαφών της περιόδου 2002-2016, ρίχνοντας φως στο άδοξο τέλος των διερευνητικών επαφών επί κυβερνήσεως ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Το τέλος με τους χάρτες του Γεωργίου Παπανδρέου με τους οποίους οι Τούρκοι προσέρχονταν και έθεταν ως πρόταση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η τότε κυβέρνηση ορθώς αποχώρησε από τις διερευνητικές επαφές. Έχοντας πλέον γνώση του τέλους του 60ού γύρου, είναι αναγκαία η αντίληψη των μερικών συνθηκών, θέσεων και καταστάσεων με τις οποίες η ελληνική κυβέρνηση θα εισέλθει στο διπλωματικό ρινγκ:
1. Στο άρθρο του Πρωθυπουργού που δημοσιεύθηκε στον Διεθνή Τύπο ο χαρακτηρισμός των δεσμευθεισών περιοχών από την τουρκική NAVTEX ως «περιοχές που διεκδικεί τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία» επικαλύπτει τις περιοχές αυτές με χρώμα γκρίζο.
2. Ταυτόχρονα, υπό αυτή την ερμηνεία τα κυριαρχικά δικαιώματα της «ipso facto» και «ab initio» υπάρχουσας υφαλοκρηπίδας που απορρέουν από τις διεθνείς συνθήκες για το Δίκαιο της Θάλασσας φαντάζουν μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις.
3. Τη νομική ορθότητα της ερμηνείας στηρίζουν και εξέχοντες διεθνολόγοι, μέχρι πρότινος διδάσκοντες στα ελληνικά πανεπιστήμια, νυν πολιτευόμενοι με το κυβερνών κόμμα.
4. Η ελληνική κυβέρνηση και κατ’ επέκταση η κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας οφείλει στα πλαίσια μιας ενιαίας εξωτερικής πολιτικής να αποφασίσει εντός της το τι συνιστά παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων. Τέτοιου είδους ροπές και δείγματα αναποφασιστικότητας καθόλου δεν κολακεύουν την εξωτερική πολιτική ενός σοβαρού ευρωπαϊκού κράτους, ανήκοντος εις την Δύσιν.
5. Τη θέση αυτή στηρίζει και η αξιωματική αντιπολίτευση και οι συνιστώσες της. Η αντίδραση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα στο άρθρο του Πρωθυπουργού επικεντρώθηκε αποκλειστικά και μόνον στο ζήτημα της μυστικής διπλωματίας και την αποφυγή ενημέρωσης του ιδίου αλλά και των Ελλήνων πολιτών. Ουδεμία αναφορά για τα υπόλοιπα προβληματικά σημεία του εν λόγω άρθρου. Ουδεμία αναφορά για τις μείζονες διαφορές πίσω από τις οποίες κρύβονται και οι ελάσσονες. Ουδεμία αναφορά στο ζήτημα της οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η αιγιαλίτιδα ζώνη, η οποία αποτελεί εθνική κυριαρχία. Μην ξεχνάμε ότι η επέκταση της στα δώδεκα ναυτικά μίλια συνιστά μονομερές κυριαρχικό δικαίωμα.

Εκτός των παραπάνω «αυτογκόλ» από τα αποδυτήρια πριν την είσοδο στον αγωνιστικό χώρο της διαπραγματευτικής τραπέζης, η ελληνική κυβέρνηση πρωτίστως οφείλει να γνωρίζει το εξής: Οι διαπραγματεύσεις πρέπει να γίνονται όταν υπάρχει χώρος και δυνατότητα για επίτευξη συμφωνίας. Μια έντιμη συμφωνία πρέπει να αποτελεί προϊόν αμοιβαίων υποχωρήσεων από τις οποίες απορρέουν αμοιβαία οφέλη. Στην προκειμένη περίπτωση, η Ελλάδα τι έχει να κερδίσει από την Τουρκία; Υπάρχει πιθανότητα υποχώρησης της στο επίπεδο που να μη βλάπτονται τα εθνικά μας συμφέροντα και να επωφεληθεί η Ελλάδα; Είναι πρωτίστως ζήτημα κόκκινων γραμμών και εθνικής στρατηγικής. Μια συμφωνία ή μια απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης -τη δικαιοδοσία του οποίου δεν αναγνωρίζει η Τουρκία- κατά πόσο θα γίνει σεβαστή από την απέναντι πλευρά;
Σε όλες τις περιπτώσεις η ελληνική κυβέρνηση, αν φτάσει στο σημείο της επίτευξης Συμφωνίας ή της απόφασης του διεθνούς δικαιοδοτικού οργάνου, θα το προωθήσει επικοινωνιακά μέσω της μιντιακής της αυτοκρατορίας ως αναβάθμιση της θέσης της Ελλάδας στο διεθνές σύστημα, ως έντιμη συμφωνία που κατορθώνει να ηρεμήσει το νεο-οθωμανικό «τέρας». Έχουμε ξαναδεί παρόμοιο έργο στο παρελθόν. Όλοι όμως γνωρίζουμε την καρποφορία των πολιτικών κατευνασμού απέναντι στις επιθετικές πολιτικές παράνομων διεκδικήσεων. Σε τέτοιες περιστάσεις εκπληρώνεται ο σκοπός της μελέτης της ιστορίας.