Είναι από αυτές τις άβολες στιγμές που έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με το πληκτρολόγιο. Από την μια στεναχώρια που ένας άνθρωπος-κεφάλαιο φεύγει από τη ζωή -ευτυχώς προλάβαμε αρκετούς εν ζωή να μας δίνουν λίγη από τη σοφία τους σε κάποια συνέντευξή τους ή σε κάποια δημόσια τοποθέτησή τους- και από την άλλη αυτή η μεγάλη αμηχανία. Η μεγάλη αμηχανία να μιλήσεις για ιερά τέρατα του Πολιτισμού μας που φεύγουν από την θνητή τους υπόσταση. Σε ποιον; Μα στη δική μας γενιά, που η συντριπτική της πλειονότητα έχει άλλα δήθεν «είδωλα» που κατοικοεδρεύουν στην φθηνή διασκέδαση και στα social media. Ποτέ όμως δεν είναι αργά να μαθαίνουμε για τους ανθρώπους που συνέβαλαν τα μέγιστα στον Πολιτισμό μας και τον διαμόρφωσαν όπως τον ξέρουμε.
Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν και η Ειρήνη Παπά. Η Καρυάτιδα του ελληνικού Θεάτρου.
Έφυγε σε ηλικία 96 ετών, πλήρης ημερών, χτυπημένη από το Αλτσχάιμερ, το οποίο την ανάγκασε να αποσυρθεί. Μια γυναίκα διεθνούς ακτινοβολίας αντίστοιχη της Μελίνας Μερκούρη, της Μαρία Κάλλας και πάνω από όλα μια φλογερή προσωπικότητα και αγωνίστρια, σε μια χώρα που ακόμα και σήμερα οι φεμινιστικοί αγώνες έχουν πολλά χιλιόμετρα μπροστά τους, για να καταπολέμησουν τον βαθύ συντηρητισμό της κοινωνίας. Δυο μάτια που έκλειναν μέσα τους όλη την Ελλάδα, ένα βάδισμα αέναο, αρχαϊκής κόρης και ένα μεγάλο υποκριτικό ταλέντο που την οδήγησε να συμμετέχει σε κορυφαίες ταινίες και παραστάσεις. Αν και η καρδιά της ανήκε στην θυμέλη του αρχαίου Θεάτρου, η μορφή της και οι ερμηνείες της έμειναν αλησμόνητες και στην μεγάλη οθόνη του Κινηματογράφου.
Για να αποκτήσετε μια ακόμη καλύτερη εικόνα για την ίδια και τη συναρπαστική της ζωή, διαλέξαμε ένα απόσπασμα από το εξαιρετικό άρθρο της κα. Νόρας Ράλλη που αφηγείται τη ζωή της γνωστής ηθοποιού. Δεν χρειάζεται τίποτα να προσθέσουμε σε αυτό που περιγράφει με τέτοια ακρίβεια την γυναίκα, την αγωνίστρια, την ηθοποιό και την οικουμενική Ελληνίδα Ειρήνη Παπά:
«Πολλοί «έφυγαν» τις τελευταίες ημέρες. Πολλοί και σπουδαίοι. Το πένθος και ο αποχαιρετισμός πάνε χέρι-χέρι με τη νοσταλγία, το παράδειγμα και την ομορφιά. Το έχουν αυτό κάποιοι άνθρωποι: ομορφαίνουν τον κόσμο ακόμα και μετά το φευγιό τους. Αρκεί να παρατηρήσεις στην οθόνη ή στις φωτογραφίες το βαθύ βλέμμα της Ειρήνης Παπά. Μπορεί η ίδια να «έφυγε» από κοντά μας χθες το πρωί, στα 96 της χρόνια, ωστόσο εμείς θα την κοιτάζουμε πάντα στα μάτια.
Το πέτυχε η ίδια αυτό. Δεν ήταν η ιδιαίτερη ομορφιά της -που συνδύαζε στοιχεία της ελληνικής υπαίθρου με μια αρχέγονη, μυστικιστική, σχεδόν άυλη μα και τόσο γήινη ωραιότητα αυτής της πλευράς του χάρτη-, ήταν το πώς η ίδια την έκανε να αναδύεται στη μεγάλη οθόνη μέσα από όλη της την ύπαρξη. Η εντυπωσιακή της παρουσία, κάτι ανάμεσα σε Καρυάτιδα, Μπουμπουλίνα και Ηλέκτρα, αντιμετωπιζόταν ως κάτι πανανθρώπινα ελληνικό και ταυτόχρονα παγκόσμια τοπικό.

Όλα τα βίωσε η Ειρήνη Παπά: τη φτώχεια, την ελληνική επαρχία, τον πόλεμο, την Αντίσταση, τις δικτατορίες, τον θαυμασμό από γυναίκες και άνδρες, τη χειραφέτηση, την αποδοχή, τον αγώνα, την επιβράβευση, έως την τελική 15χρονη αποχή από τα πάντα. Τα τελευταία χρόνια η ίδια έμπαινε όλο και περισσότερο σε έναν δικό της κόσμο ξεχνώντας την προηγούμενη ζωή της. Όλο αυτό τον καιρό (μας) έλειπε πολύ. Ωστόσο, η ίδια ποτέ πριν δεν είχε δείξει να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το «τι θα πει ο κόσμος». Αντιστεκόταν σε όλα τα στερεότυπα σε εποχές που μόνο αυτά κυριαρχούσαν, επέλεξε την πορεία της και κέρδισε με την τόλμη και το αγέρωχο παράστημά της όλα όσα εν τέλει πρόσφερε σε μας.
Γεννημένη στις 3 Σεπτεμβρίου 1926 (αν και η ίδια διατεινόταν πως γεννήθηκε το 1929) ως Ρηνούλα Λελέκου στο Χιλιομόδι Κορινθίας, μεγάλωσε σε μια οικογένεια με τέσσερα κορίτσια. Η ίδια ήταν η τελευταία στη σειρά: αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που στάθηκε «τελευταία». Όλοι στην οικογένεια (μητέρα, πατέρας, θείοι) ήταν μορφωμένοι, δάσκαλοι. Η ίδια μάλιστα είχε να το λέει πως ο πατέρας της διαπαιδαγώγησε όλα τα κορίτσια του με τις ίδιες αξίες και κυρίως αυτή της ισότητας απέναντι σε όλους (κάτι πολύ πρωτοποριακό, ριζοσπαστικό σχεδόν, ειδικά για εκείνα τα χρόνια). «Ο πατέρας μου με έμαθε πως ο σεβασμός με υποτιμά, ενώ η αγάπη είναι αυτή που με εξυψώνει» έχει δηλώσει η ίδια. Από τους γονείς της ήρθε σε επαφή και με την αρχαία ελληνική γραμματεία: η γιαγιά και η μητέρα της τής τα διηγούνταν σαν παραμύθι, ο πατέρας της τη μύησε βαθύτερα στις αρχαίες τραγωδίες, ενώ ταυτόχρονα ήταν αποφασισμένος να σπουδάσει τα παιδιά του, καθώς η μόρφωση για τον ίδιο ήταν το υπέρτατο εφόδιο. Δεν δέχτηκε να γράψει τα κορίτσια στην ΕΟΝ (την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας του Μεταξά), εμφυσώντας ένα ελεύθερο, αριστερό πνεύμα στη μικρή Ρηνούλα.
Τα γυμνασιακά της χρόνια η Ειρήνη Παπά τα έζησε στην Αθήνα, στην οδό Ξενοκράτους, σε σχολεία που υπερίσχυε το «δεξιό» Κολωνάκι, με την ίδια να μεταμορφώνεται από επαρχιωτόπουλο σε μια ανυπόταχτη κοπέλα που όταν ενηλικιώθηκε εντάχθηκε στο ΚΚΕ (λίγο πριν τελειώσει ο Β’ Π.Π.) και αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. Τότε, βέβαια, οι γυναίκες ηθοποιοί αντιμετωπίζονταν ως υπόκοσμος. Έτσι η μητέρα της δεν το δέχτηκε, παρότι ήταν η ίδια που με τις θεατρικές της αφηγήσεις είχε κάνει την κόρη της να ονειρεύεται πως πρωταγωνιστεί σε αυτές. Οι συγκρούσεις ανάμεσά τους ήταν σφοδρές και εντάθηκαν, όταν το 1943 η μικρή (ανήλικη σχεδόν) Ειρήνη αποφάσισε να παντρευτεί. Ο γάμος της με τον, επίσης ηθοποιό, Άλκη Παπά μπορεί να κράτησε λίγο (μέχρι το 1947), ωστόσο όχι μόνο δεν υπήρξαν εντάσεις μεταξύ τους, όχι μόνο η ίδια κράτησε το επώνυμό του, αλλά ο σύζυγός της ήταν κι αυτός που την πρωτογνώρισε στον Αλέκο Σακελλάριο. Κι εκείνος εντυπωσιάστηκε μόλις την είδε.

Η ίδια ήδη φοιτούσε στη Σχολή του Εθνικού με δασκάλους τους Δημήτρη Γληνό, Σωκράτη Καραντινό, Δημήτρη Ροντήρη, Κατίνα Παξινού κ.ά. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, και ενώ είχε αποφασίσει να μην είναι σύζυγος κανενός παρά να διαβεί τη δική της, αυτόνομη πορεία, συμμετείχε σε παραστάσεις αρχαίου δράματος: η παρουσία της στις παραγωγές του Εθνικού Θεάτρου «Μήδεια» και «Ηλέκτρα» την έκαναν αμέσως γνωστή. Αλλά κι όταν ο Σακελλάριος της πρότεινε να συμμετάσχει το 1948 στην επιθεώρηση «Άνθρωποι… Άνθρωποι», δέχτηκε αμέσως.
Όλοι όσοι συμμετείχαν τότε σ’ εκείνη την παράσταση έκαναν καριέρα: Ορ. Μακρής, Χρ. Τσαγανέας, Μ. Φωτόπουλος, Σπ. Βρανά, Ντ. Ηλιόπουλος, Ν. Ρίζος, Σμ. Γιούλη. Ο Σακελλάριος ήταν που τη σύστησε και στον Φίνο. Η μεσογειακή ομορφιά της δεν τον άφησε ασυγκίνητο. Παρότι οι «Χαμένοι Άγγελοι» (1948) δεν έκαναν επιτυχία, ο Φίνος με την ταινία «Νεκρή Πολιτεία» του Φρίξου Ηλιάδη την έστειλε στις Κάννες (1951). Οι δωρικές γραμμές του προσώπου της, η κορμοστασιά της (αν και η ίδια πάντα παραπονιόταν για τον σωματότυπό της, θεωρώντας ακόμα και τα δάχτυλά της άκομψα!), η ξεχωριστή, βαθιά φωνή της και φυσικά το υποβλητικό της βλέμμα ξεχώρισαν στην Κρουαζέτ.
Ιταλοί παραγωγοί της πρότειναν ρόλους με τη δική της θετική ανταπόκριση και έτσι η κομμουνίστρια Ρηνούλα έγινε η κινηματογραφική πρωταγωνίστρια Ειρήνη Παπά. Ο Καζάν την πήγε στην Αμερική (ο ίδιος δεν τη σκηνοθέτησε ποτέ), ωστόσο δεν είχε φτάσει ακόμη η μεγάλη ώρα. Στην Ελλάδα υποδύθηκε την Μπουμπουλίνα και την κυρα-Φροσύνη δίχως ιδιαίτερη επιτυχία, ενώ είχαν ήδη ξεκινήσει τα σκανδαλοθηρικά περιοδικά να κάνουν λόγο για τη «Σταχτοπούτα» που ερωτεύτηκε ο Αγά Χαν και ο Μάρλον Μπράντο στη Ρώμη – η ίδια δεν τα παραδέχτηκε ποτέ. Μάλιστα, αργότερα σε συνεντεύξεις της έλεγε: «Ήμουν ένα τσακαλάκι. Ποτέ δεν ήμουν με αυτούς που τα έβρισκαν έτοιμα. Με αντιμετώπιζαν ως μια Σταχτοπούτα από μια φτωχή χώρα που θέλαν να την κάνουνε πριγκίπισσα. Με ρώτησαν εμένα; Τι να το κάνω το παραμύθι; Τα Πανεπιστήμια, οι σχολές, αυτά δεν πιάνουν τίποτα; Τι είμαστε εμείς δηλαδή;». Πρόκειται πραγματικά για την τοποθέτηση μιας χειραφετημένης γυναίκας, κάτι που ειδικά εκείνα τα χρόνια (όχι ότι σήμερα έχουν αλλάξει δραστικά τα πράγματα) απαιτούσε ιδιαίτερη τόλμη για να το στηρίξει μια γυναίκα, και μάλιστα ηθοποιός! «Αγάπη ήθελα», έλεγε, «μα ποτέ δεν αγαπήθηκα. Δυο φορές αγάπησα κι εγώ. Η αγάπη θέλει χρόνο. Δεν νιώθω πως έχω εμπνεύσει κανέναν. Είναι δύσκολο να είσαι γυναίκα»…
Πώς να δεχτούμε ότι η Ειρήνη Παπά δεν ενέπνευσε κανέναν; Το 1960 γίνεται ο εαυτός της, ως αντιστασιακή, στην υπερπαραγωγή «Τα κανόνια του Ναβαρόνε» και μαγεύει με το στιβαρό, αγέρωχο και αυστηρό (πλήρως γοητευτικό) βλέμμα της. Το πρώτο της βραβείο ερμηνείας το κερδίζει αμέσως μετά στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης («Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου» τότε) ως «Αντιγόνη» στην ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα. Για να έρθει επιτέλους η μεγάλη ώρα με τον Μιχάλη Κακογιάννη, που τη βάζει να συμπρωταγωνιστήσει στην κινηματογραφική μεταφορά της «Ηλέκτρας» δίπλα στην Αλέκα Κατσέλη (άλλο απίστευτο «κινηματογραφικό» βλέμμα) και τους Μάνο Κατράκη, Φοίβο Ραζή και Γιάννη Φέρτη. Η μουσική επένδυση της ταινίας από τον Μίκη Θεοδωράκη, τα κοστούμια και τα σκηνικά του Σπύρου Βασιλείου, η σκηνοθεσία και οι ερμηνείες μαγεύουν κριτικούς και κοινό διεθνώς. Η ταινία κερδίζει περισσότερες από 24 τιμητικές διακρίσεις και βραβεία (δύο από αυτά στις Κάννες) και μία υποψηφιότητα για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας. Ο Μιχάλης Κακογιάννης αμέσως της προσφέρει έναν ρόλο στον «Αλέξη Ζορμπά», με τον Άντονι Κουίν στον ομώνυμο ρόλο – μια ταινία καθοριστική και για τους δύο ηθοποιούς, που τελικά απέσπασε τρία Όσκαρ (Β’ Γυναικείου Ρόλου στη Λίλα Κέντροβα, Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης στον Βασίλη Φωτόπουλο και Φωτογραφίας στον Γουόλτερ Λασάλι) και φυσικά έκανε την Ελλάδα γνωστή στο διηνεκές εξαιτίας της μουσικής του Θεοδωράκη. Με τον Κακογιάννη συνεργάζεται ξανά το 1971, αυτή τη φορά στις «Τρωάδες», κρατώντας τον ρόλο της Ωραίας Ελένης, με την Κάθριν Χέπμπορν ως Εκάβη, τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ ως Ανδρομάχη και τη Ζενεβιέβ Μπιζό ως Κασσάνδρα.
Μόνο τυχαία δεν ήταν η συνύπαρξή της με τα ηχηρά αυτά ονόματα. Είχε προηγηθεί (1968) το θρυλικό «Ζ» του Β. Βασιλικού σε σκηνοθεσία Κ. Γαβρά που κέρδισε το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, με την ίδια να στέκει δίπλα στους Ιβ Μοντάν και Ζαν-Λουί Τρεντινιάν. Ο Φελίνι τη θαύμαζε, οι Ιταλοί την αποκαλούσαν «Ρωμαία», ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες όταν η ίδια έπαιξε την άσπλαχνη γιαγιά της «Ερέντιρα» στην ταινία που βασίστηκε στο βιβλίο του διαπίστωνε πόσο μπορεί να μεταμορφώνεται μέσα στον ρόλο, ο σκηνοθέτης Μανουέλ ντε Ολιβέιρα έλεγε πως «είναι μια μεγαλοπρεπής φιγούρα που ενσαρκώνει τη γυναικεία ψυχή στη βαθύτερη έκφρασή της. Είναι η εικόνα της Ελλάδας όλων των εποχών, μητέρα ενός ποταμού, πηγή ολόκληρου του δυτικού πολιτισμού», αριστοκράτες και πασίγνωστοι ηθοποιοί διεκδικούσαν την αγάπη της, καλλιτέχνες από τον Βαγγέλη Παπαθανασίου (με τις περίφημες «Ωδές»), την Οντρεϊ Χέπμπορν, τον Ομάρ Σαρίφ μέχρι και τη Γιόκο Όνο και τον Τζον Μάλκοβιτς συνεργάστηκαν μαζί της. Το 2002 ανακηρύχτηκε «Γυναίκα της Ευρώπης» (2002), παρασημοφορήθηκε από τον ΠτΔ με το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος, αργότερα (2009) τιμήθηκε με τον Χρυσό Λέοντα της Μπιενάλε Θεάτρου Βενετίας και πόσα ακόμη…
Η ίδια ένα όνειρο είχε. Να δημιουργήσει μια σχολή θεάτρου. Και την ξεκίνησε στην Πειραιώς (52), όταν με δικά της έξοδα φρόντισε να αναπλάσει έναν χώρο 7,5 στρεμμάτων, αναστηλώνοντας κτιριακά συγκροτήματα μοναδικής αρχιτεκτονικής. Ο λόγος για το περίφημο «Σχολείον της Αθήνας», που φέροντας πια και το δικό της όνομα στεγάζει από το 2014 θερινές παραστάσεις, πρόβες και δράσεις του Εθνικού Θεάτρου.
Αυτό κρατάμε από εκείνη, τους ρόλους της κι αυτό που τόνιζε πάντα:
«Δεν ήθελα ποτέ να παίζω ρόλους αισθησιακούς, της μοιραίας γυναίκας. Ήθελα να παίζω τον εαυτό μου. Την ανεξάρτητη αγωνίστρια».
Ονομάζομαι Βαγγέλης Βαλαβάνης. Συντάκτης, από τα ιδρυτικά μέλη του Φοιτητικού Κόσμου. Είμαι φοιτητής του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου. Αν και ερωτευμένος βαθιά με την Ιστορία και το Ιστορικό-Αρχαιολογικό, ο αέρας των Πανελληνίων με έστειλε στο εξωτικό και γυναικοκρατούμενο Πάντειο. Ιστορία, η πρώτη αγάπη. Πολιτικές Επιστήμες η δεύτερη. Η συγγραφή όμως, μια και μοναδική. Ίσως ο μοναδικός τρόπος να μπορώ να είμαι κοντά και στις δυο μου αγάπες. Να εκφράζομαι, να προβληματίζομαι, να αναδεικνύω τα κακώς κείμενα της εποχής μου, να δέχομαι και να ασκώ κριτική, να…να…να… Να ταξιδεύω και να αναπνέω.
Γιατί αυτό είναι η συγγραφή. Μια ανάσα μες στην σκόνη του κόσμου. Μια πράξη βαθιά πολιτική και συναισθηματική. Γιατί η γραφή ήταν, είναι και θα είναι ένα από τα μεγαλύτερα δημιουργήματα του Ανθρώπου. Ο τρόπος του να αποτυπώσει την ψυχή του, το αέναο πάθος του για τη ζωή και να ακολουθεί το βαθύ του χτυποκάρδι. Ένα ταξίδι για να τον ανακαλύψουμε και να τον κάνουμε καλύτερο. Και αυτός εδώ στον Φ.Κ. είναι και ο δικός μας στόχος. Γράψτε. Προβληματιστείτε. Ανακαλύψτε και Ονειρευτείτε για τον δικό σας. Για έναν κόσμο που μας αξίζει. Για τον δικό μας κόσμο. Τον Φοιτητικό Κόσμο.