Την περίοδο του κορωνοϊού που διανύουμε θυσιάζεται -δικαιολογημένα- στον βωμό της δημόσιας υγείας, όσο ποτέ άλλοτε από την εποχή της μεταπολίτευσης, το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά μας στην ελευθερία της κίνησης. Ωστόσο, το «Μένουμε Σπίτι», στο οποίο με δυσφορία υπακούει ο μέσος κοινωνός, συνιστά αναπόδραστα «προσωπικό μότο» για διόλου αμελητέο μέρος του πληθυσμού και πριν το 2020, πριν την καραντίνα. Για τα άτομα με αναπηρία η απομόνωση σε τέσσερις τείχους αποτελεί ανυπόφορη μεν, απτή δε πραγματικότητα, προκειμένου να προστατευθούν από ένα πολιτειακό και κοινωνικό γίγνεσθαι που στα μάτια τους προσιδιάζει σε αληθινή ζούγκλα.
Στην «Πολιτεία» ο Πλάτωνας προτείνει τη θανάτωση των ασθενικών βρεφών σε βάραθρο της κλασικής Αθήνας, κατά τη μεσαιωνική αντίληψη ο ανάπηρος πληρώνει ορισμένες αμαρτίες, ενώ η θεωρία περί καθαρότητας της Άριας φυλής επιβάλλει τη στείρωση και την ευθανασία των αναπήρων της Ναζιστικής Γερμανίας. Οι πρακτικές αυτές, οι οποίες δε δύνανται σαφώς να ευδοκιμήσουν στον εικοστό πρώτο αιώνα, έχουν υποκατασταθεί, τουλάχιστον στην Ελλάδα, από στάσεις κρατικής αναλγησίας, που μπορεί να μην οδηγούν στον βιολογικό θάνατο, αλλά σίγουρα στον παραγκωνισμό και τη συνακόλουθη συναισθηματική σήψη των αναπήρων. Είναι χαρακτηριστικό πως περισσότερο από το 10% του ελληνικού πληθυσμού συνίσταται σε αναπήρους εκ των οποίων τουλάχιστον το 50% διατρέχει σοβαρό κίνδυνο φτώχιας και κοινωνικού αποκλεισμού (κατά προσέγγιση στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής σε συνεργασία με τη Eurostat).
Θα τολμήσω να πω πως η Ελλάδα παραβιάζει κατάφωρα τη Διεθνή Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, που κυρώθηκε από την Ολομέλεια της Βουλής το 2012. Η ελληνική πολιτεία δεν εναρμονίζεται, δηλαδή, με τις κατευθυντήριες γραμμές της σύμβασης, οι οποίες έγκεινται στον σεβασμό της έμφυτης αξιοπρέπειας και αυτονομίας, στην ουσιαστική συμμετοχή και ένταξη στην κοινωνία, στην προσβασιμότητα και συνολικά στην αποδοχή των ατόμων με αναπηρία ως μέρος της ανθρώπινης ποικιλομορφίας.
Αντ’ αυτού, τα άτομα με αναπηρία αδυνατούν να μετακινηθούν, απόρροια της έλλειψης υποδομών, και να συναλλαχθούν αξιοπρεπώς με τις δημόσιες υπηρεσίες, ενώ συνάμα τα μέσα μαζικής μεταφοράς φαντάζουν για εκείνους απαγορευμένος χώρος. Τα ειδικά σχολεία και τα ιδρύματα προωθούν ένα σύστημα γκετοποίησης, καθώς κατ’ ουσίαν αποκλείεται κάθε δυνατότητα επαφής και επικοινωνίας με μη αναπήρους. Τα ίδια τα μέλη του κοινωνικού συνόλου λησμονούν και αυτή την υπαρκτή μορφή ρατσισμού, που χρονίζει και αυτοσυντηρείται, με αποτέλεσμα να προβαίνουν σε ενέργειες ασυδοσίας που καταπατούν τα δικαιώματα των αναπήρων, όπως το παρκάρισμα σε θέσεις αποκλειστικά για αναπήρους, σε ράμπες και σε πεζοδρόμια.
Η αδράνεια της ελληνικής πολιτείας είναι τόσο απογοητευτική όσο και αναμενόμενη. Στην εποχή της εμπορευματοποίησης των πάντων, μονάδα μέτρησης της ανθρώπινης αξίας είναι η δυνατότητα και ικανότητα παραγωγής. Με άλλα λόγια, είσαι ό,τι προσφέρεις, ό,τι παράγεις. Τα άτομα με αναπηρία, όντας ελάχιστα ενταγμένα στη διαδικασία της παραγωγής και στην αγορά εργασίας (και αυτό λόγω της ανεπαρκούς πολιτειακής μέριμνας), αντιμετωπίζονται ως άτομα ελάσσονος αξίας.
Το σκεπτικό αυτό είναι το λιγότερο αφελές και οξύμωρο αν αναλογιστούμε πως μπορεί να απωθήσει έναν σύγχρονο Μπετόβεν από το να συνθέσει αξιομνημόνευτα μουσικά έργα, έναν ΣτήβενΧώκινγκ από το να αναπτύξει τις επιστημονικές του θεωρίες, έναν Τέρι Φοξ από το να τρέξει στον Μαραθώνιο, έναν Παύλο Μάμαλο από το να ανέβει στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου. Ακόμη βέβαια και κανείς σαν τους παραπάνω να μην υπάρχει στην εποχή μας, καμία σημασία δεν έχει και δε μεταβάλλει την κρίση περί αναγκαιότητας της κρατικής πρόνοιας, διότι ο άνθρωπος δεν είναι μετρήσιμο μέγεθος ούτε μέσο για την επίτευξη οικονομικών σκοπών. Ο άνθρωπος είναι αυτοσκοπός.
Ο άνθρωπος είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση (Αντρέ Μπρετόν).
Στη ζωή, λοιπόν, και όχι στην επιβίωση των αναπήρων χρειάζεται να αποσκοπεί η πολιτειακή βοήθεια. Η κηδεμόνευση, η διατροφή, η συντήρηση σαφώς και δεν επαρκούν. Η εξυπηρέτηση για την αυτοεξυπηρέτηση και η ουσιαστική παροχή ευκαιριών δραστηριοποίησης του αναπήρου αποτελούν μονόδρομο. Διαφορετικά, ο ανάπηρος θα εξακολουθεί να «μένει σπίτι» και ο εξανδραποδισμός του θα διαιωνιστεί.
ΥΓ: Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, στο παρόν άρθρο η χρήση του όρου «ανάπηρος» αντί του χιλιοειπωμένου «άτομα με ειδικές ανάγκες και ικανότητες» είναι σκόπιμη. Δεν αποκλίνει από το politicalcorrect, αντίθετα το προωθεί, διότι αφενός τα ίδια τα άτομα με αναπηρία προτιμούν την εν λόγω έννοια, αφετέρου «η ανικανότητα-βλάβη είναι μια σωματική κατάσταση, η αναπηρία όμως είναι μια κοινωνική νόσος» (MichaelOliver).