*Του Ανδρέα-Γεώργιου Σκίννερ, 3ετή φοιτητή στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο)
«Τον Οκτώβρη του 1940, η Ελλάδα κατενίκησε έναν θεωρητικά ισχυρότερο αντίπαλο, ένα αλαζονικό, ολοκληρωτικό καθεστώς, με επεκτατικές διαθέσεις που θάφτηκαν στα χιόνια της Πίνδου. Και το πέτυχε τούτο διότι ο ελληνικός λαός ήταν ενωμένος, συνειδητοποιημένος και έτοιμος να πολεμήσει και να νικήσει. Γιατί οι Ένοπλες Δυνάμεις επίσης ήταν έτοιμες να κάνουν το καθήκον τους και γιατί η πολιτική ηγεσία είπε το «ΟΧΙ» ευρισκόμενη σε πλήρη σύμπλευση με το λαϊκό αίσθημα αλλά και είχε φροντίσει εγκαίρως για την προς πόλεμο προπαρασκευή του στρατεύματος, μία πραγματικότητα που ίσως ακούγεται σαν ιστορική λεπτομέρεια, είχε όμως καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της αναμέτρησης.» -Νίκος Παναγιωτόπουλος, 28/10/2021
Αυτό είναι ένα απόσπασμα των δηλώσεων του Υπουργού Εθνικής Αμύνης, Νίκου Παναγιωτόπουλου, ανήμερα των εορτασμών της επετείου της 28ης Οκτωβρίου. Σε αυτές διαφαίνεται μία πάγια, απ’ ό,τι φαίνεται, θέση της δεξιάς, όσον αφορά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η θέση της εθνικής ενότητας, όχι μόνο ως υπαρκτής, αλλά και ως κομβικής για τη Νίκη των Ελλήνων. Βέβαια, η θέση αυτή είναι πολλά προβληματική· καταρχάς, ποια νίκη; Μολονότι οι ένοπλες δυνάμεις πράγματι νίκησαν πολλές πρώτες μάχες στην Πίνδο, εν τέλει κατέρρευσαν υπό την πίεση του άξονα (ο διαχωρισμός Ιταλικής και Γερμανικής επέμβασης στην ελληνική ιστοριογραφία υπάρχει μόνο για να διατηρηθεί ο ιστορικός μύθος της ελληνικής νίκης).
Επόμενο πρόβλημα είναι η ταύτιση ενόπλων δυνάμεων, πολιτικής ηγεσίας και ελληνικού λαού. Βεβαίως, αυτή η ταύτιση συνιστά θεμελιώδες στοιχείο της φιλελεύθερης αντίληψης περί του Κράτους, ότι αυτό και η ηγεσία του υφίστανται με τη συναίνεση του Λαού, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και θεμελιώδες στοιχείο της αντίστοιχης φασιστικής αντίληψης: ο Λαός υπάρχει για το Κράτος, ο λαός υπάρχει μόνο στο Κράτος, και τελικά το Κράτος είναι ο Λαός, ενώ η ηγεσία του Κράτους, ο Ντούτσε, ο Φύρερ, ο Αρχηγός, είναι αδιαμφισβήτητη. Και στις δύο αντιλήψεις, βεβαίως, ο στρατός είναι ο τρόπος με τον οποίο το κράτος και η πολιτική ηγεσία επιβάλλονται στον λαό αλλά και υποχρεώνουν τη συμμετοχή και συγκατάθεσή του.
Μάλιστα, εμπειρικά αποδεικνύεται ότι αυτή η ταύτιση δε συνέβαλε σε καμία Νίκη των Ελλήνων. Όχι μόνο έχασαν οι ένοπλες δυνάμεις υπό την πολιτική ηγεσία, αλλά ο λαός ως ένοπλη δύναμη, ασύνδετος από οποιοδήποτε κράτος και μάλιστα ενάντια σε αυτό, η ελληνική Αντίσταση, κατάφερε τελικά και κράτησε τον εαυτό του ζωντανό και όρθιο, ώστε τελικά με την κατάρρευση του Άξονα να καταφέρει να τον νικήσει.
Είναι, όμως, ορθό κατά την ανάλυση της Ιστορίας να είναι κανείς ξεκάθαρος: δεν ισχυρίζομαι πως το κράτος και η πολιτική ηγεσία ευθύνονται για την ήττα του πολέμου, ούτε πως η απουσία αυτών ευθύνεται για τη νίκη της Αντίστασης (μάλιστα γαρ είχε ιδρυθεί υποκατάστατη κρατική οντότητα κατά την Αντίσταση). Το μόνο που δηλώνω είναι το εξής: ότι η πολιτική ηγεσία της Ελλάδος δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τη Νίκη των Ελλήνων.
Γιατί εκεί εδράζεται το τελευταίο και μεγαλύτερο πρόβλημα της δεξιάς θέσης: ποια ενότητα, ενότητα με ποιον; Η πολιτική ηγεσία των ημερών ήταν μία δικτατορία, εγκαθιδρυμένη από τον Ιωάννη Μεταξά, χωρίς κανένα λαϊκό έρεισμα, παρά μόνο ορισμένες χιτλερικής εμπνεύσεως κατασκευές, όπως την ΕΟΝ· χειρότερο, ίσως, για τον δικτάτορα είναι η πραγματικότητα του απωλεσθέντος λαϊκού ερείσματός του. Για την ακρίβεια, ο Μεταξάς είχε στις πρώτες του εκλογές την εκλογική στήριξη του 15% των ψηφισάντων, την οποία έχασε σχεδόν αμέσως. Εκτός συνασπισμού τα ποσοστά δεν ξεπέρασαν ποτέ ξανά το ⅓ του ποσοστού αυτού. Μάλιστα, στις τελευταίες εκλογές πριν το πραξικόπημά του τον ψήφισαν μόλις 50 χιλιάδες Ελλήνων. Οπότε ενότητα, τουλάχιστον λαού-πολιτικής ηγεσίας, δεν υπήρξε.
Όταν ο λαός ουν πολέμησε, δεν το έκανε χάριν πολιτικής ηγεσίας, αλλά με το ίδιο κίνητρο που έκανε και την Αντίσταση: τη γνήσια, πατριωτική αγάπη για τη λαϊκή ελευθερία. Κι εδώ είναι που αποδεικνύεται η σαθρότητα της δεξιάς θέσης: «αλαζονικό, ολοκληρωτικό καθεστώς, με επεκτατικές διαθέσεις που θάφτηκαν στα χιόνια της Πίνδου» ήταν όχι μόνο το καθεστώς του Μουσολίνι, ή αυτό του Χίτλερ, αλλά και το καθεστώς του Μεταξά. Και οι ομοιότητες πράγματι σοκάρουν κάποιον που ακούει «Μεταξάς» και γνωρίζει μόνο το «όχι». Και γαρ δεν είναι περίεργο που διδάσκονται τόσα λίγα για τον πρωθυπουργό που τάχα είπε το «όχι»;
Αλλά δε θα μπορούσαν να διδαχθούν ότι το «όχι» το είπε ένας φασίστας δικτάτορας. Ο ιστορικός αναθεωρητισμός επιβάλλει την ανάγνωση του Β’ Παγκοσμίου ως έναν αγώνα ενάντια στον φασισμό, πώς θα δικαιολογηθεί η συμμαχία με το φασιστικό καθεστώς στην Ελλάδα; Είναι, δε, ο ίδιος αναθεωρητισμός που μετατρέπει τον κομμουνισμό σε «κόκκινο φασισμό», αλλά και τώρα προσπαθεί να πείσει ότι ο Μεταξάς δεν ήταν φασίστας, επειδή υπήρχαν κάποιες μικροδιαφορές.
Ποιες είναι, όμως, αυτές οι διαφορές; Ο Μεταξάς ηγήθηκε ενός εθνικιστικού, μιλιταριστικού καθεστώτος· αυτά είναι τα πιο θεμελιώδη χαρακτηριστικά του φασιστικού καθεστώτος. Ο Μεταξάς βάδισε στα κορπορατιστικά χνάρια του Μουσολίνι, απαγορεύοντας τις απεργίες και κυνηγώντας κομμουνιστές. Ο Μεταξάς έβλεπε το διεθνές κεφάλαιο ως καταπιεστή του ντόπιου, τα ξένα έθνη ως καταπιεστές του ελληνικού και, τελικά, ονειρευόταν τη θεμελίωση ενός Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού, μίας Τρίτης Ρώμης, ενός Τρίτου Ράιχ. Γιατί πράγματι και τον Χίτλερ ακολούθησε στενότερα στην προσπάθεια δημιουργίας ολοκληρωτικού τίνος καθεστώτος. Ποιες, λοιπόν, οι μικροδιαφορές; Ίσως ότι, αντίθετα με τα παραδοσιακά φασιστικά καθεστώτα, που χτίστηκαν στις πλάτες μικροαστικών κινημάτων, ο Μεταξάς δεν είχε κανένα λαϊκό έρεισμα.
Κόντρα στις αναθεωρητικές τάσεις της ελληνικής και ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας, είναι καθήκον κάθε ευσυνείδητου δημοκράτη να δηλώνει ότι ναι, ο Μεταξάς ήταν φασίστας. Οπότε, ποια ενότητα; Ενότητα με ποιον; Με τον φασίστα; Σαφώς και όχι. Η σαθρότητα της δεξιάς θέσης είναι η εξής: ο ελληνικός λαός, ενωμένος με την πολιτική του ηγεσία πολέμησε τον φασισμό, ενώ η πολιτική του ηγεσία ήταν φασιστική. Άρα ή δεν ήταν ενωμένος ο λαός ή δεν πολέμησε τον φασισμό. Για αυτό τόσος αναθεωρητισμός: γιατί είναι ξεκάθαρο ότι ο λαός πολέμησε τον φασισμό, συνεπώς ο λαός δεν ήταν ενωμένος με την πολιτική του ηγεσία, δεν ήταν ενωμένος με την τάξη που αυτή πρέσβευε.
Την ίδια τάξη πρεσβεύει η σημερινή πολιτική του ηγεσία. Για αυτό, άλλωστε, η σημερινή του πολιτική ηγεσία προσπαθεί με τόσο πείσμα να ξεπλύνει, να οικειοποιηθεί και να κανονικοποιήσει το Μεταξικό καθεστώς. Όμως, κανονικοποιώντας το καθεστώς κανονικοποιεί κανείς και αυτά που πρέσβευε, κανονικοποιεί τον φασισμό. Και ποιος θα προσπαθούσε να κανονικοποιήσει τον φασισμό; Κι όμως, και ο Υπουργός Υγείας Πλεύρης κάποτε αγαλίαζε με την ιδέα της κανονικοποίησης αυτής, ενώ όπως φαίνεται στις δηλώσεις του ΥΠΕΘΑ Παναγιωτόπουλου, αυτό επιχειρεί κι εκείνος. Τον παρουσιάζει ως «πολιτική ηγεσία σε ενότητα με τον λαό, που άκουσε τον λαό, που ευτυχώς ήταν προετοιμασμένη για τον πόλεμο». Τη στιγμή που αγοράζει Ραφάλ και Μπελχάρα, όταν πεθαίνουν δεκάδες χιλιάδες από τον κορωνοϊό.
Είναι αυτονόητος ο κίνδυνος του φασισμού. Σαφώς ουν είναι αυτονόητος και ο κίνδυνος της κανονικοποίησής του. Οπότε, όσοι τον επιχειρούν, σαφώς είναι επικίνδυνοι. Ποιος γαρ θα προσπαθούσε να κανονικοποιήσει τον φασισμό; Ο Μεταξάς ήταν φασίστας. Ο λαός πολέμησε τον φασισμό. Ο λαός πολέμησε τον Μεταξά. Ο λαός δεν ήταν ενωμένος με τον Μεταξά. Ο λαός δε θα είναι ενωμένος με τους Μεταξάδες του σήμερα.
Μόνος γαρ φασίστας κανονικὸν εἶναι τὸν φασισμὸν ἐπιθυμεῖ.