*Της Ειρήνης Πετρά, φοιτήτρια του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο)
Εκείνο το φθινόπωρο, πήγα σ’ ένα καφέ που είναι δίπλα από το σπασμένο πεζοδρόμιο και κοντά στο εγκαταλελειμμένο ατελιέ με τον καθρέφτη και τα πεταμένα πορτοκαλί και γαλάζια καρεκλοπόδαρα στην είσοδο. Στέκομαι απέξω, κοιτάω στη δεξιά μεριά του μαγαζιού, βλέπω στο κόκκινο παράθυρο ένα σκυμμένο κεφάλι και καπνό να διαχέεται σαν κορδέλα που ξετυλίγεται από το ρολό της, ατίθασα και πολύχρωμα. Παρά τη θολούρα του καπνού, είδα πιο καθαρά από κάθε άλλη φορά. Ανοίγω την πόρτα και κάθομαι απέναντι σε εκείνον. Δεν μπορώ να σταματήσω να τον κοιτάω, διαβάζει ένα κυπαρισσί βιβλίο, τώρα κοιτάω το βιβλίο για να μπορέσω να φανταστώ κάτι γι’ αυτόν. Σήκωσε το βλέμμα του και με κοιτάει, έχει καταλάβει πως τον κοιτάω εδώ και δεκαπέντε λεπτά. Φοράει μαύρο σακάκι, κάθεται σταυροπόδι και τώρα κοιτάω τα μαύρα μοκασίνια του, γιατί με κοιτάει στα μάτια και όπως πάντα όταν με κοιτάνε κατάματα, εγώ κοιτάω το πάτωμα. Έχω γίνει ίδιος με το παράθυρο, κοιτάω τον πάτο του ποτηριού μου και φαντάζομαι εκείνον να μου μιλάει για τα αμύγδαλα που έκλεψε, ακριβώς όπως έχει κλέψει την καρδιά μου.
Τον ρώτησα αν μπορεί να μου δώσει ένα τσιγάρο και απολογήθηκα για την επίμονη ματιά μου. Εκείνος μου ζήτησε να κάτσω στο τραπέζι να κάνουμε ένα τσιγάρο μαζί. Παρήγγειλε και για τους δύο μας κρασί, δίπλα μας καθόντουσαν δύο γυναίκες που επικοινωνούσαν με τη νοηματική. Δεν ακούστηκαν καμιά στιγμή οι φωνές τους. Κοιτούσαμε και παρατηρούσαμε την επικοινωνία τους, δηλαδή και η επικοινωνία μεταξύ μας αυτή ήταν, αφού δεν συζητήσαμε σχεδόν τίποτα, παρά μόνο του μίλησα για τους ανθρώπους που είναι ανάσες, σαν αυτόν. Το μείζον ενδιαφέρον μας ήταν να παρατηρούμε τι κάνουν οι άλλοι γύρω μας. Ίσως επειδή είχαμε συνηθίσει να ασχολούμαστε με εμάς μόνο μόνοι μας. Όσο καιρό είμασταν μαζί, ποτέ δεν έμαθα τι έκανε πριν και ποιος ήταν, όπως ούτε αυτός για μένα. Απλώς μετά άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα το τζάμι που ήταν γεμάτο υγρασία. Σαν όλα ως τότε να είχαν γίνει για να μην πεθάνω από ασφυξία.
Εκείνον τον χειμώνα, τα βράδια όταν ξάπλωνες, ένιωθες πως το αίμα σου πάγωνε. Από το στήθος μέχρι και την τελευταία πτυχή του μικρού νυχιού του ποδιού σου. Βασικά, σαν να μην είχες καν αίμα. Τις πιο απόλυτες εποχές είναι που σε πιάνει απελπισία. Δεν μπόρεσες να είσαι άλλο μαζί του. Δεν βίωσες τον έρωτα μαζί του αλλά μόνος σου, όταν αφηγούσουν τις στιγμές σας στον εαυτό σου. Αλλά χωρίς να συμπεριλαμβάνεται εκείνος. Είσαι ερωτευμένος μονάχα με τον εαυτό σου. Εκείνος στο κόκκινο παράθυρο ήταν η αντανάκλασή σου. Δεν μιλήσατε καθόλου, γιατί δεν ερωτεύτηκες κάποιον άλλο, αλλά έναν άλλο εσένα, οι γυναίκες δίπλα, δεν ακουστήκαν ποτέ, αλλά μιλήσαν, και φιλήθηκαν. Εσύ τις κοίταγες, γιατί αν έβλεπες μπροστά σου θα έβλεπες τον καθρέφτη με τον άλλο εσένα. Η αλήθεια είναι πως κάποιοι άνθρωποι είναι ανάσα, αλλά οι περισσότεροι πνιγμός. Η αλήθεια είναι πως θα ταιριάζατε παρά πολύ, αλλά εσένα σε γεμίζει τόσο η δική σου ύπαρξη που δε θα τον χρειαζόσουν τώρα που είναι χειμώνας. Εκείνος θα είχε την τάση να σε απορροφά τόσο, που από ανάσα θα γινόταν πνιγμός. Τις πιο απόλυτες εποχές, δεν θες τίποτα άλλο παρά να πνιγείς στον ωκεανό της ύπαρξής σου. Θα πιείς τσάι στο μπαλκόνι σου με μια κουβέρτα στους ώμους σου. Πνιγμένος από τον έρωτά σου για σένα.
Σ’ εκείνο το ψηλό κτίριο, στην ταράτσα, θυμίσου που πήγες να σκοντάψεις, ποιος σε κράτησε; Εκείνος ο χειμώνας δεν ήταν τόσο δύσκολος, που και που τον θυμόσουν, σε έπαιρνε τηλέφωνα, δεν απαντούσες πάντα. Ταραγμένα συνειδητοποίησες μέσα από σκέψεις, πετώντας τα λευκά σεντόνια στον αέρα, ότι εκείνος δεν ήταν ποτέ εκεί, ούτε υπήρξε. Ήσουν μόνος σου με μια ακατανίκητη ανάγκη να δημιουργήσεις τέλειες στιγμές. Κάνεις δεν μπορούσε να σου προσφέρει την προδιαγεγραμμένη τέλεια στιγμή, παρά μόνο ο νέος εαυτός σου.
Εκείνη την άνοιξη ξεκίνησαν να περπατούν, ο αέρας τους χτυπούσε στο πρόσωπο. Τα μαλλιά τους μπερδεύτηκαν από αισθήσεις. Ένιωθαν ότι πετούσαν, τα σώματά τους υπερίπτωνταν και τα πόδια τους ξεχύνονταν πολύχρωμα και πλατιά. Φτάνουν σ’ένα άνοιγμα, όπου σ‘ οδηγεί σε μια διαυγή θέα γεμάτο πράσινο. Κουράζονται και κάθονται σ’ ένα παγκάκι. Με αυτόν τον άνθρωπο, ένιωθε την ελευθερία να μιλάει πολύ, έντονα αλλά και αργόσυρτα, λόγια που θύμιζαν τον καπνό που σου καίει τα σωθικά και, παρόλα αυτά, είναι αναγκαιότητα να εισπνεύσεις. Δεν είχε έτοιμες απαντήσεις, τα ερωτήματά του, «τι σημαίνει για σένα…;» τον έβαζαν σε σκέψη δευτερολέπτων που σε ζωντανή συνομιλία είναι αρκετά, ώστε να τον δει να κοιτάει όλο προσήλωση απέναντι, τον κορμό του δέντρου, ψάχνοντας γραμμένη έστω μισή σκέψη του.
Οι άνθρωποι που τα μαλλιά τους τα έχουν χωρίστρα στη μέση, αισθάνονται ανώτεροι από τους άλλους, ότι δεν ανήκουν εδώ, αλλά εκεί, έλεγε χαριτολογώντας. Όλα ως τότε ήταν κάπως θολά. Παρόλο που ήταν δυο βδομάδες μονάχα που ήταν μαζί, ένιωθε πως βρήκε απρόσμενα τα πάντα. «Θα φύγω» του είπε. Χαμογελώντας, τον ρώτησε τι εννοούσε. «Θα φύγω όσο πιο μακριά γίνεται». Εκείνος καταρρακωμένα, συνέχισε να ψάχνει απαντήσεις. Είχε ανάγκη να πετάξει, ήθελε να ακολουθήσει το δρόμο των αποδημητικών πουλιών, όπως χαρακτηριστικά είπε. Δεν καταλάβαινε πια τις έννοιες, μέρα, μήνας, εποχές. Πετούσε σ’ ένα μέρος μη εδαφικό. Δεν άντεχε άλλο. Ήθελε να απομονωθεί για να γίνει άρωμα, γεύση, χρώμα και μνήμη σε μια άλλη ψυχή. Όσο και αν τον ερωτεύτηκε, ήξερε πως δεν μπορούσε να μείνει άλλο μαζί του, γιατί αυτός ήταν αέρας, και εκείνος φωτιά, μέσα στη θάλασσα. Δεν ξέρω τι είναι χρόνος,αλλά μαζί σου πέρασα όλες τις διακυμάνσεις του, είπε λαχανιασμένα. Τον φίλησε πιο πολύ απο κάθε άλλη φορά, του έδωσε ένα χαρτί που μύριζε το άρωμα του και τον αποχαιρέτισε, “θα τα πούμε εκεί”.
Έφτασε ξανά καλοκαίρι. Έχω κοκκινίσει και τα πόδια μου καίγονται στην τσίγκινη καρέκλα. Πολλές φορές κοιτάω τον ήλιο και σκέφτομαι ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη τυραννία απ’ αυτήν. Θες να βυθιστείς στα σκοτάδια και αυτός ο ήλιος σε τυφλώνει, κατεύθυνοντας τη ματιά σου αλλού. Εκείνος έμαθα πως αυτοκτόνησε στο διαμέρισμά του, κρεμάστηκε και έπαθε ασφυξία. Η αλήθεια είναι ότι πρώτη φορά βγήκα από μένα και ερωτεύτηκα κάποιον άλλον. Αν εγώ, είμαι εγώ. Εκείνος τώρα όμως έγινε μυρωδιά, γεύση, πνοή και θύμιση σε μια ψυχή, όπως ήθελε. Δεν υπήρχε κάποιος να παίζει μουσική στο στενό, ήταν πολύ σκοτεινά και μόνο τα χρυσά μαλλιά του έλαμπαν. Έβαλε ένα τραγούδι να παίζει απ’ το κινητό του, το κινητό ήταν πεταμένο μέσα στην υφασμάτινη τσάντα. Στην πραγματικότητα η μουσική ήταν εναρμονισμένη με όλη την αύρα της απόσπασης. Χορεύαμε τόσο άτσαλα και ασυγχρόνιστα. Τα χέρια εδώ, ή πίσω; Πιο πάνω; Πιο πάνω. Μαζί μια αμήχανη χημεία, που εκτόξευε καταιγισμό χρωμάτων με μορφή ανάσας. Εκείνος, ήταν ασθματική ανάσα που δεν ανάσαινε, αλλά άγγιζε μιλώντας. Είχε στόμα για μάτια και μάτια για χέρια. Αγαπώ τις λέξεις που είναι ανάσες. Γι’ αυτό και τους ανθρώπους, γιατί είναι λέξεις πνιχτές. Ερωτεύτηκα μια φορά, τόσο ερωτικά-ανέραστα, αν έγινε και έτσι, δεν είμαι σίγουρος.
Εκείνος ήταν πνοή, όχι άνθρωπος. Τις πιο απόλυτες εποχές θέλω να πεθάνω, γιατί δεν αξίζω σ’ αυτή τη διάσταση, θέλω να πνιγώ απο τα ίδια μου τα χέρια, δεν θέλω να με ρουφήξει η εδαφικότητα, θέλω να πετάω, ιδανικά χωρίς να υπήρξα ποτέ, αν υπήρξα όντως. Μπορεί. Θέλω να είμαι μαζί του. Θα πάω εκεί.