ΙΣΤΟΡΙΑ 1: 1990 – 1993
Συνεχίζεται η αναφορά στην ιστορία της Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων Αθήνας, δηλαδή στην ιστορία της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς των δικηγόρων. Έχουν προηγηθεί δύο σημειώματα: 1) Η ιστορία της Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων Αθήνας – μέρος 1ο Προϊστορία 1 : Τα πέτρινα και ηρωικά χρόνια (1984 – 1987) και 2) Η ιστορία της Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων Αθήνας, μέρος 1ο, Προϊστορία 2 : Από την αγνότητα στον οπορτουνισμό (1987 – 1990).
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΦΡΟΝΙΑ ΜΙΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΑΡΧΗ
Η τριετία 1987-1990 ήταν μια τριετία ανατρεπτικών εξελίξεων στην κεντρική πολιτική σκηνή της χώρας, με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ να καταρρέει μέσα από τη σκανδαλολογία, αφού πρώτα είχε καταρρεύσει, ιδίως την δεύτερη τετραετία της, κάθε ελπίδα σοσιαλδημοκρατικής μεταρρύθμισης και είχε υπερισχύσει πια ο νεοφιλελευθερισμός στην κυβερνητική πολιτική, και την επίσημη Αριστερά να αισθάνεται ότι επιτέλους ήρθε η ώρα να διαδραματίσει τον υπεύθυνο θεσμικό της πολιτικό ρόλο να συμμετάσχει στην άσκηση της εξουσίας. Η στροφή της προς “τον ρεαλισμό” τροφοδοτούνταν και από την επικείμενη κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης που για πρώτη φορά μετά το 1917 στερούσε και τυπικά κάθε πεδίο αναφοράς σε κοινωνία σοσιαλιστικής προοπτικής και έκανε τους αναθεωρητές να κορδώνονται δικαιωμένοι απέναντι στους ορθόδοξους φιλοσοβιετικούς. Συνδυαζόταν με τη φθορά του ΠΑΣΟΚ και την ισχυροποίηση της ΝΔ στη χώρα μας, που το 1986 είχε καταφέρει για πρώτη φορά στη μεταπολίτευση να πάρει και τους τρεις μεγάλους Δήμους, ενώ στο ζήτημα των ΜΜΕ που είχε αναδειχθεί και με το σκάνδαλο Κοσκωτά, η αστική τάξη απαντούσε με ιδιωτική ραδιοφωνία και τηλεόραση, που στα τέλη της δεκαετίας 1980 έμπαιναν στο προσκήνιο.
Στα συνδικαλιστικά δρώμενα του Δικηγορικού Συλλόγου, παρά το γεγονός ότι οι εκλογές του 1987 είχαν φέρει και πάλι έναν αριστερό Πρόεδρο στο τιμόνι, είναι μια τριετία αδράνειας, απογοήτευσης, ανάθεσης φρούδων, όπως αποδείχθηκε, ελπίδων στην κεντρική συνδικαλιστική διαχείριση. Ούτε μία συνέλευση δεν μπόρεσε να συγκληθεί, πολύ δε περισσότερο να γίνει οποιαδήποτε κινητοποίηση. Και καμία κατάκτηση. Αποκορύφωμα όλων αυτών ήταν η παραίτηση του Φώτη Κουβέλη από την Προεδρία του Δ.Σ.Α. τον Ιούλιο 1989, προκειμένου να αναλάβει την θέση του Υπουργού Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Τζαννετάκη (ΝΔ-Συνασπισμός), στο οποίο Υπουργείο Γενικός Γραμματέας ανέλαβε ο έως τότε Σύμβουλος Αντώνης Ρουπακιώτης. Είναι γεγονός ότι υπό την ιδιότητα τουλάχιστον του Υπουργού Δικαιοσύνης τροποποίησε τον Δικηγορικό Κώδικα και καθιέρωσε την απλή αναλογική στις αρχαιρεσίες των δικηγορικών συλλόγων, (ν. 1868/1989) γεγονός που ομολογουμένως επέφερε καταλυτικές εξελίξεις στην απελευθέρωση της συνδικαλιστικής έκφρασης και την δυνατότητα εκπροσώπησης ανεξάρτητων παρατάξεων. Την θέση του παραιτηθέντος Προέδρου του Δ.Σ.Α. ανέλαβε, σύμφωνα με τον Κώδικα περί Δικηγόρων, ο προερχόμενος από την παράταξη Ζαφειρόπουλου Α΄ Αντιπρόεδρος Σωτήρης Πολύδωρας, αφού ο χρόνος που υπολειπόταν για λήξη της θητείας του προέδρου ήταν λιγότερος του έτους, και έτσι δεν χρειάστηκε να διεξαχθούν επαναληπτικές αρχαιρεσίες.
Αλλά φυσικά όλη αυτή η μετατροπή της Αριστεράς σε Δεξιά και η πολιτική κινητικότητα που είχε τεράστιους κραδασμούς στο σύνολο της Αριστεράς δεν μπορούσε να μην έχει τις επιπτώσεις της και στον δικηγορικό χώρο. Ένα μέρος της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς των δικηγόρων που στις προηγούμενες εκλογές είχε υποστηρίξει το ψηφοδέλτιο Κουβέλη, με προεξάρχουσα την Τασία Χριστοδουλοπούλου, ξεκίνησε από το φθινόπωρο 1989 διεργασίες για την συγκρότηση μιας ανεξάρτητης παράταξης στον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, συνειδητοποιώντας τα σφάλματα της προηγούμενης πολιτικής τους επιλογής. Κοντά της, παλιά στελέχη της Β΄ Πανελλαδικής (Φώτης Πάλλας, Φώφη Αλεβίζου κ.α.), ανένταχτοι και ανένταχτες της Αριστεράς (Ιωάννα Κούρτοβικ, Ζωή Μήλιου κ.α.), αλλά και δικηγόροι από το ΚΚΕ Εσωτερικού που δικαιωνόταν πλέον απέναντι στην ΕΑΡ (Αλέκα Ζορμπαλά, Μανώλης Κοκκινάκης, Χρήστος Τόλιος, Σωτήρης Κατσαμπάνης κ.α.). Στο περίβλημα του πυρήνα αυτού, αρκετοί δικηγόροι με αναφορά στον χώρο της Αριστεράς και της οικολογίας, το παλιό αριστερό ΠΑΣΟΚ (Μπακιρτζή), τον ελευθεριακό, τον δικαιωματικό χώρο (Βάσω Καραίνδρου). Ένα από τα πρώτα χρονικά κείμενο που σώζεται είναι ένα κάλεσμα για δημόσια συζήτηση των παραπάνω και άλλων της 24.1.1990 «Για μια εναλλακτική παρέμβαση στον Δ.Σ.Α.». Σταδιακά προστέθηκε και μια νέα γενιά απόφοιτων της Νομικής, (Κώστας Παπαδάκης, Δημήτρης. Σαραφιανός, Δημήτρης Μπελαντής, Κατερίνα Παπαντωνίου κλπ.), προερχόμενη κυρίως από τις Αριστερές Συσπειρώσεις Φοιτητών που έμπαιναν και αυτοί στο προσκήνιο, αλλά και αποχωρήσαντες από το ΚΚΕ εξαιτίας της τότε πολιτικής του (Γιώργος Παριανός, Ελένη Σφήκα, Στάθης Χατζόπουλος κ.α.). Μετά από διαδοχικές συνεδριάσεις, άλλοτε σε ιδιωτικά δικηγορικά γραφεία και άλλοτε «στα κλεφτά» στα γραφεία του ΔΣΑ, αποφασίστηκε η συγκρότηση παράταξης με τον τίτλο «Εναλλακτική Παρέμβαση Δικηγόρων Αθήνας» και η συμμετοχή της στις εκλογές του ΔΣΑ στις 25-27/2/1990 χωρίς υποψήφιο Πρόεδρο, ως ένδειξη έκφρασης της αντίθεσής της στον προεδροκεντρικό συνδικαλισμό και, όπως έγραφε μια από τις πρώτες προκηρύξεις της:
«Η Εναλλακτική Παρέμβαση συμμετέχει στις εκλογές για να θυμίσει ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν εκφράζονται από τις οικουμενικές ενότητες και συμβιβασμούς και απορρίπτουν την συναίνεση της λιτότητας και της καταστολής, ότι ο ΔΣΑ, εκτός από ΝΠΔΔ και χώρο ανάδειξης φερέλπιδων πολιτευτών αποτελεί, ή θα έπρεπε να αποτελούσε, αν οι κυρίαρχες δικηγορικές παρατάξεις δεν το είχαν ξεχάσει, και συνδικαλιστικό όργανο των δικηγόρων, ότι ο συνδικαλισμός δεν είναι το μέσον για πολιτικά παιχνίδια, αλλά ο δρόμος για την προσέγγιση και επίλυση των προβλημάτων μας και για το ζωντάνεμα του κοινωνικού μας χώρου μέσα από συλλογικές, αντιπροσωπευτικές διαδικασίες, στην θέση των υπερεξουσιών του Προέδρου και των μεθοδεύσεων κορυφής. Ότι η υποκριτική αυταρέσκεια του πρώτου επιστημονικού συλλόγου της χώρας ανέχεται την ύπαρξη δύο κατηγοριών δικηγόρων στο απόγειο της εκμετάλλευσης της μιας από την άλλη (δικηγόροι-εργοδότες και δικηγόροι-συνεργάτες). Ότι ως νομικοί, αλλά και σαν ευαισθητοποιημένοι πολίτες, δεν μένουμε αδιάφοροι απέναντι στα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, το σωφρονιστικό σύστημα και τα κυκλώματα των φυλακών, την αυθαιρεσία των μηχανισμών της εξουσίας”.
Με σήμα τα γνωστά μέχρι σήμερα ψηλά καπέλα και πάνω αριστερά το λογότυπο της Εναλλακτικής Παρέμβασης με μία σημαία να κυματίζει στον ιστό που σχημάτιζε η κάθετη γραμμή του «Η», η Εναλλακτική Παρέμβαση κατέβηκε στις εκλογές τυπώνοντας το πρώτο της φυλλάδιο. Με γλαφυρούς τίτλους στα κεφάλαιά του όπως: «ΘΑ ΣΕ ΚΑΤΑΓΓΕΙΛΩ ΠΟΝΗΡΕ ΠΟΛΙΤΕΥΤΗ», «ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΛΛΑΞΕΙ – ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΠΩΣ ΠΑΛΙΑ», «Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ», «ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΕΝΟΣ ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΘΕΝΤΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ» στιγματίζει τη συνδικαλιστική υποκρισία του ΔΣΑ και δίνει συνοπτικά το δικό της στίγμα.
Ενώ στο οπισθόφυλλο έγραφε:
«Η Αριστερή Εναλλακτική μας Παρέμβαση αντιτίθεται στο κλίμα της πολιτικής και οικουμενικής συναίνεσης που προωθεί το τρικομματικό σύστημα, δηλώνει ότι δεν έχει την οικουμενική πρόθεση να εκφράσει όλους τους δικηγόρους, θεωρεί ότι οι δικηγόροι δεν είναι κοινωνικά και ταξικά ομοιογενείς, αγωνίζεται για την αυτονομία του ΔΣΑ από το κράτος και τα κόμματα, αρνείται ο ΔΣΑ να αποτελέσει εφαλτήριο για την κοινωνική και πολιτική ανέλιξη των μελών του Δ.Σ., επικεντρώνει την παρέμβασή της στα προβλήματα των νέων, των γυναικών, των μαχόμενων και των συνεργατών δικηγόρων».
Αξίζει να μνημονευθεί ότι η προσθήκη της λέξης «Αριστερή» στον τίτλο της παράταξης δεν συνάντησε ομοφωνία, παρά το γεγονός ότι επιδιώχθηκε έντονα από μεγάλο μέρος των ιδρυτικών μελών της και το μόνο που πέτυχε ήταν η προσθήκη του προσδιορισμού αυτού στο οπισθόφυλλο.
Έτσι, με πλήρες ψηφοδέλτιο 24 υποψηφίων, από τους οποίους οι 13 γυναίκες και αρκετοί νέοι δικηγόροι (μεταξύ των οποίων όχι και ο γράφων, επειδή θεώρησε, όχι σωστά -όπως εκ των υστέρων αποδεικνύεται- ότι η υποψηφιότητά του περιόριζε τις δυνατότητες παρέμβασής του στην Ένωση Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων, για την οποία γίνεται αναφορά παρακάτω), η Εναλλακτική Παρέμβαση Δικηγόρων Αθήνας πήρε το πρώτο της εκλογικό βάπτισμα του πυρός.
Απαρέγκλιτος όρος για την συγκρότηση της παράταξης ήταν η εναλλαγή και η ανακλητότητα των εκπροσώπων της στο Δ.Σ. του Δ.Σ.Α., θέση πρωτοποριακή, ιδιαίτερα για το δικηγορικό σώμα, που υιοθετήθηκε, αφενός διότι εξισορροπούσε τους ανταγωνισμούς και τις αντιθέσεις ανάμεσα στις διάφορες τάσεις και προσωπικότητες που συγκροτούσαν τον συνδυασμό, αφετέρου γιατί αποτρέπει την προσωποποίηση των παρατάξεων, τον παραγοντισμό και την επαγγελματοποίηση του συνδικαλισμού, όπως και την απομόνωση – απόσπαση των εκπροσώπων από την βάση. Ήταν μια αρχή η οποία, ανεξάρτητα από τις πολιτικές διαφωνίες που κατά καιρούς ανέκυπταν τα επόμενα χρόνια στην παράταξη, ορισμένες από τις οποίες υπήρξαν όχι απλά σοβαρές, αλλά έως και διαλυτικές, τηρήθηκε απαρέγκλιτα από όλους, προς τιμήν τους, και εξακολουθεί να εφαρμόζεται με επιτυχία μέχρι σήμερα, ενώ το παράδειγμά της έχουν ακολουθήσει και πάρα πολλές άλλες αντίστοιχες πολιτικά παρατάξεις, στο σύνολο των μαζικών και συνδικαλιστικών χώρων. Και βέβαια, τηρήθηκε και την πρώτη φορά: Η Χριστοδουλοπούλου παραιτήθηκε ένα χρόνο μετά την εκλογή της και ανέλαβε ο Παριανός, παραιτήθηκε και εκείνος το 1992 και ανέλαβε ο Κοκκινάκης.
Στις εκλογές του Μάρτη 1990, τα συνολικά αποτελέσματα επεφύλασσαν την αποτύπωση της δεξιάς στροφής και της απογοήτευσης του σώματος, καθώς ο υποψήφιος της ΝΔ, Σωτήρης Πολύδωρας, κόντεψε να εκλεγεί από τον πρώτο γύρο (4.550 ψήφοι, ποσοστό 46%), πολύ μακριά από τον δεύτερο Τάκη Παππά (ΠΑΣΟΚ – ψήφοι 2.216, ποσοστό 22,4%), αλλά και τον Αντώνη Ρουπακιώτη (ΣΥΝ – ΚΚΕ) με 2.203 ψήφους και 21,3%. Για όλα τα αποτελέσματα βλ. ΝοΒ 1990 σελ. 376 επ. Παρά το γεγονός ότι η απελευθέρωση της απλής αναλογικής οδήγησε στην κάλπη άλλους δύο «ανταγωνιστικούς» συνδυασμούς, τον συνδυασμό του Βαγγέλη Κουρή, με τεράστια απήχηση στους μαχόμενους δικηγόρους αλλά και με μεγάλη ιστορία στον χώρο της Αριστεράς, και τον συνδυασμό (κάποιων) οικολόγων, η Εναλλακτική Παρέμβαση κατέγραψε 427 ψήφους, ποσοστό 4,2%, και πήρε με το σπαθί της την έδρα στο Δ.Σ. του Δ.Σ.Α. Η Τασία Χριστοδουλοπούλου ήρθε πρώτη με 176 σταυρούς, ενώ την δεύτερη και τρίτη θέση κατέλαβαν οι Γιώργος Παριανός και Μανώλης Κοκκινάκης αντίστοιχα. Στον δεύτερο γύρο ο Σωτήρης Πολύδωρας επικρατεί με άνεση (57,5%), ενώ έχει και απόλυτη πλειοψηφία στο Δ.Σ. (12 έδρες + ο ίδιος = 13/25). Αλλά, παρά τον πρωτοφανή και προφανή συσχετισμό της δεξιάς στο Δ.Σ. του Δ.Σ.Α., άλλος ήταν ο… «ξενοδόχος» την περίοδο 1990 – 1993, όπως παρακάτω θα φανεί.
Ένα μήνα σχεδόν μετά τις δικηγορικές εκλογές, τα αποτελέσματά τους επαναλαμβάνονται σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, καθώς στις βουλευτικές εκλογές του 1990 η Ν.Δ. του Κ. Μητσοτάκη, μετά από δύο πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις που δεν κατάφερε να πάρει την απόλυτη πλειοψηφία (Ιούλιος 1989, συγκρότηση κυβέρνησης Τζαννετάκη ΝΔ – ΣΥΝ, Νοέμβριος 1989, συγκρότηση τρικομματικής κυβέρνησης Ζολώτα ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝ), καταφέρνει επιτέλους, έστω και με μία ψήφο διαφορά (ψήφος Κατσίκη, βουλευτή της ΔΗΑΝΑ του Κ. Στεφανόπουλου) να αποκτήσει αυτοδυναμία (151 ψήφοι εμπιστοσύνης) και κοινοβουλευτική πλειοψηφία και να κυβερνήσει. Μια περίοδος έντονης ανατροπής κατακτήσεων σε μισθούς, συντάξεις, ασφάλιση, αλλά και σε ελευθερίες και δικαιώματα, καθώς και η πρώτη προσπάθεια ιδιωτικοποιήσεων επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα που αρχίζει να εξελίσσεται με έντονα ρεβανσιστικά στοιχεία και με την πολιτική πόλωση στο απόγειό της, καθώς οι Α. Παπανδρέου, Κουτσόγιωργας, Τσοβόλας, Αθανασόπουλος και άλλοι οδηγούνται σε δίκες στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά, το γιουγκοσλάβικο καλαμπόκι και άλλα. Μαζί αρχίζουν και μεγάλοι αγώνες (ΕΑΣ, απολυμένοι φορέων του Δημοσίου, ΔΕΗ κλπ.). Μέσα απ’ όλα αυτά, ο δικηγορικός χώρος αρχίζει να ανασυντάσσεται και η συνδικαλιστική του πρωτοπορία να βρίσκει ξανά το δρόμο του αγώνα μέσα από μαζικές διεργασίες και διαδικασίες.
Στα αξιοσημείωτα της περιόδου πριν και κυρίως μετά το 1990 είναι και η κινητικότητα για την επανίδρυση του Συλλόγου Ασκουμένων Δικηγόρων Αθηνών, που είχε ιδρυθεί στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και λειτούργησε μέχρι το 1986, με τελευταίο του πρόεδρο τον συνδικαλιστή του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Δημήτρη Μπάρδη, και έκτοτε είχε αδρανήσει. Μια νέα γενιά απόφοιτων συνδικαλιστών διαφόρων παρατάξεων της Νομικής Αθήνας και Κομοτηνής την περίοδο 1988-1989 (Δ. Βερβεσός, Ν. Κανελλόπουλος, Ν Γαλάνης, Χ. Μήλιος, Ε. Ευθυμιοπούλου, Κ. Παπαδάκης, Β. Τζούλης, Α. Βλάχος, Θ. Παυλόπουλος, Λ. Αντωνίου, η αείμνηστη Βάλια Τσουκοπούλου κλπ.), ξεκίνησαν επανειλημμένες προσπάθειες για τη συγκρότηση σωματείου με πλειοψηφούσα την άποψη (διαφωνούσαν οι δικηγόροι ΚΚΕ και ΣΥΝ) αυτό να περιλαμβάνει όχι μόνο τους ασκούμενους, αλλά και τους νέους δικηγόρους μέχρι την συμπλήρωση πενταετίας. Αιτία για την άποψη αυτή της διεύρυνσης του είδους των μελών του σωματείου υπήρξε αφενός η εκτίμηση ότι η σύντομη χρονική περίοδος της άσκησης οδηγεί σε αστραπιαία αποδρομή των μελών του και δεν επιτρέπει την ομαλή εξέλιξη στην συνδικαλιστική δραστηριότητα ενός Συλλόγου Ασκουμένων, αφού στερείται ικανής διάρκειας και αφετέρου ότι με δεδομένο πως κυρίαρχο κοινό πρόβλημα αποτελεί η κατοχύρωση των όρων αμοιβής και εργασίας του έμμισθου συνεργάτη σε συνδυασμό με το ότι και μετά τη λήξη της άσκησης οι περισσότεροι νέοι δικηγόροι διατηρούν την ιδιότητα αυτή τουλάχιστον για τα πρώτα χρόνια της δικηγορίας τους. Έτσι εκτιμήθηκε ότι ο νέος σύλλογος θα πρέπει να περιλαμβάνει και τους νέους δικηγόρους μέχρι την συμπλήρωση πενταετίας. Και παρά το γεγονός ότι η κατάληξη της απόφασης αυτής δεν ήταν χωρίς διαφωνίες, η ιστορία την δικαίωσε. Το 1990 ιδρύθηκε και δικαστικά η Ένωση Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων Αθηνών (εκπροσωπήθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών από την Ελένη Ευθυμιοπούλου), η οποία υπάρχει με εντελώς άλλα βέβαια χαρακτηριστικά, αλλά με την ίδια επωνυμία και χωρίς ποτέ να πάψει τυπικά τουλάχιστον να λειτουργεί, ακόμα και σήμερα. Η δραστηριοποίησή της τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας της ήταν ιδιαίτερα σημαντική, σε μια περίοδο μιας πλημμυρίδας ριζοσπαστικοποίησης του δικηγορικού σώματος αυτή τη φορά, με νέους συσχετισμούς και νέους αγώνες.
Η ΕΑΝΔΑ συσπείρωσε γρήγορα γύρω της το μάχιμο ριζοσπαστικό δυναμικό των νέων δικηγόρων και το εξέφρασε με επιτυχία σε Γενικές Συνελεύσεις, στο 12ο Δικηγορικό Συνέδριο και σε αρκετές κινητοποιήσεις για την κατοχύρωση των αποδοχών των ασκουμένων και δικηγόρων-συνεργατών στο Δ.Σ. του ΔΣΑ. Έχοντας έναν αναμφισβήτητο αριστερό συσχετισμό στην πλειοψηφία του Δ.Σ. της, πέτυχε στις 25.2.1992 την ιστορική νίκη να οδηγήσει το Δ.Σ. του Δ.Σ.Α. στην πρώτη του απόφαση, με την οποία καθορίστηκαν ελάχιστα μηνιαία όρια αμοιβών των ασκουμένων και συνεργατών δικηγόρων στα ποσά των 80.000 και 60.000 δραχμών αντίστοιχα, που τότε αντιστοιχούσαν στο 70% των αποδοχών του έμμισθου δικηγόρου στο Δημόσιο του ν. 1093/1980, αλλά και με τη ρητή υποχρέωση του δικηγόρου- εργοδότη, πέραν του μισθού να παρέχει την υποδομή του γραφείου του για την άσκηση ιδίας δικηγορίας από τους συνεργάτες του εκτός του ωραρίου εργασίας τους. Ήταν η πρώτη φορά που το δικηγορικό σώμα αναγνώριζε την ύπαρξη δύο κατηγοριών δικηγόρων και αναγκαζόταν, έστω και χωρίς πληρότητα, να διατυπώσει κανόνες υποχρεώσεων των εργοδοτών προς τους συνεργάτες, που πάντως δεν στερούνταν ούτε νομικών ούτε πειθαρχικών συνεπειών σε περίπτωση παραβίασής τους.
Παράλληλα, μια περίοδος κορυφαίων απεργιακών κινητοποιήσεων του δικηγορικού σώματος ξεκινούσε από το 1991 και μετά, που άφησε πολύ πίσω της την «απεργία των 100 ημερών» του 1985-1986, καθώς έγραψε πολλαπλάσιους αριθμούς ημερών απεργίας, αρχικά την περίοδο 1991-1992 για την αντίθεσή της στο νομοσχέδιο για την απελευθέρωση των επαγγελματικών μισθώσεων (άρθρο 4 ν. 1953/1991) που δημιουργούσε σοβαρό κίνδυνο επαγγελματικής στέγης και στους δικηγόρους, στην συνέχεια την περίοδο 1992-1993 για το ασφαλιστικό Σιούφα, (ν. 2084/1992) που αύξανε υπέρμετρα τις εισφορές, καταργούσε την κλιμάκωση για τους δικηγόρους μέχρι πενταετίας να καταβάλουν τα μισά ποσά, χώριζε τους ασφαλισμένους σε προ και μετά την 1/1/1993, και έβαζε χέρι στην περιουσία του Ταμείου Νομικών χωρίς να εξασφαλίζει αξιοπρεπείς συντάξεις και υποχρεωτικό όριο εξόδου για τους δικηγόρους, αλλά και για τα διάφορα αυταρχικά νομοθετήματα περιορισμού δικονομικών δικαιωμάτων στην Πολιτική και Ποινική Δικονομία. Εδώ ξεχωρίζει ο ν. 1941/1991, ο νόμος που ανάμεσα σε άλλα περιόριζε τον αριθμό των μαρτύρων υπεράσπισης και διάφορα ένδικα βοηθήματα, αλλά και υποχρέωνε όλα τα ποινικά δικαστήρια να επιβάλλουν επί τόπου πρόστιμα στους διαδίκους για κάθε αίτημά τους που απορρίπτονταν από το δικαστήριο, οδηγώντας στο κορυφαίο κλισέ των ερωτήσεων των προέδρων στα δικαστήρια «κ. Συνήγορε υποβάλετε ευχή η αίτημα ;», νόμος κατά του οποίου η Εναλλακτική Παρέμβαση είχε διοργανώσει και αυτοτελή εκδήλωση στον Δ.Σ.Α. στις 10.6.1991. Αλλά και άλλες διάφορες αυταρχικές κυβερνητικές πολιτικές, όπως η προσπάθεια περιορισμού των αναβολών λόγω κωλύματος συνηγόρου με τροποποίηση του Κ.Ποιν.Δ. 349, η εξαίρεση της αποχής των συνηγόρων ως λόγου αναβολής δίκης και η απαξιωτική εγκύκλιος του τότε ΕισΑΠ Σιούλα το 1992 για τους συνηγόρους.
Με δεκάδες ανεπανάληπτα μαζικές συνελεύσεις στο Ρεξ και στο Σπόρτιγκ, που κάποιες από αυτές είχαν πλησιάσει τον αριθμό των 4.000 συμμετοχών, οι συνδικαλιστές της Εναλλακτικής Παρέμβασης και οι νέοι δικηγόροι ξεδίπλωσαν την αγωνιστικότητα και την ριζοσπαστικότητά τους, συναντώντας έως και αποθεωτική απήχηση από τους δικηγόρους, που με τεράστια βιοποριστική αυταπάρνηση ψήφιζαν αποχή, την υλοποιούσαν κάθε μέρα στα δικαστήρια και συμμετείχαν σε πορείες και κινητοποιήσεις. Μαζική και ηχηρή ήταν κάθε φορά η αποδοκιμασία όχι μόνο της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά και της φιλοκυβερνητικής ηγεσίας του Δ.Σ.Α. 160 ημέρες απεργίας καταγράφονται μόνο την περίοδο Σεπτεμβρίου 1992 – Μαρτίου 1993 στα αρχεία του Δ.Σ.Α. Έτσι, μετά την αποτροπή της απελευθέρωσης των επαγγελματικών μισθώσεων, που ήταν καρπός της απεργίας του 1991, η αποχή του 1992-1993, αν και δεν πετυχαίνει την πλήρη κατάργηση του νόμου 2084/1992 (που την είχε υποσχεθεί το ΠΑΣΟΚ όταν θα ξαναγινόταν κυβέρνηση, αλλά το… ξέχασε), τουλάχιστον κατορθώνει την διετή αναστολή του, τη διατήρηση της υποχρέωσης μειωμένης εισφοράς των δικηγόρων της πρώτης πενταετίας, τον συμψηφισμό των κρατήσεων γραμματίων προείσπραξης με τις ασφαλιστικές εισφορές, καθώς και την αναστολή εφαρμογής της αφαίμαξης των αποθεματικών του Ταμείου Νομικών για την δημιουργία του ΛΑΦΚΑ.
Και βέβαια, η αποχή αναδεικνύει νέες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, καθώς υπερτερεί πια το σώμα των νέων μαχόμενων και συνεργατών δικηγόρων και οι γυναίκες δικηγόροι, και συνδικαλιστές που εκφράζουν έναν ριζοσπαστικό λόγο, εντελώς διαφορετικό από τα κατεστημένα στερεότυπα του παρελθόντος. Παράλληλα, αναδεικνύει νέα πρόσωπα με ηγετικό ρόλο και καθολική καταξίωση, όπως ανάμεσα σε άλλους ο Τάκης Παππάς και η Τασία Χριστοδουλοπούλου. Η ώρα της αναδιάταξης των συνδικαλιστικών συσχετισμών και της ανατροπής της ήττας πλησιάζει ραγδαία. Και η νεοσύστατη Εναλλακτική Παρέμβαση Δικηγόρων Αθήνας είναι ένας από τους πρωταγωνιστές θετικά και αρνητικά. Το 1993 θα είναι για αυτήν το πρώτο μεγάλο της στοίχημα, μια χρονιά μεγάλου αγώνα αλλά και μεγάλης δοκιμασίας και διάσπασης.
Η συνέχεια στο επόμενο.
Αθήνα, 18/4/2022
Κώστας Παπαδάκης