Της Ανδρομάχης Αρβανίτη, πρώην συντάκτριάς μας
Ζω στην Αθήνα. Η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας και η Ελλάδα είναι μία χώρα της ευρωπαϊκής ηπείρου. Η Ευρώπη,μαζί με τις ΗΠΑ, συγκαταλέγεται στη Δύση. Ζω λοιπόν στην «Δύση».

Κανείς δεν αμφισβητεί πως η σύγχρονη Δύση έχει υποταχθεί πλήρως στο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής, όπως επισημαίνει και ο Φουκουγιάμα στο βιβλίο του το «The End of History and the Last Man» (Το τέλος της Ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος), το μόνο σύστημα το οποίο, αφού ανταγωνίστηκε με το σύστημα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», επιβίωσε και είναι καθολικά αποδεκτό. Το συγκεκριμένο έχει διεισδύσει σε όλο το φάσμα της ανθρώπινης ζωής, συνεπώς και της δικής μου ζωής: στα ρούχα που φοράω, στη διαμόρφωση μιας καταναλωτικής μανίας που μου επιβάλλει να αγοράσω και άλλα, στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζω τη ζωή και θέτω στόχους και όνειρα, στην ιδέα των σπουδών και της δουλειάς που έχω από μικρή χαραγμένη στο μυαλό μου, στο αυτοκίνητο που σκοπεύω να αγοράσω (όχι μόνο όσον αφορά τον τρόπο παραγωγής του), αλλά και όσον αφορά την ιδέα ότι αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ενήλικης καθημερινότητάς μου. Με πιο επιστημονικούς όρους, αυτό που θέλω να υποδείξω, αλλά έχει ήδη υποδειχθεί εδώ και καιρό, είναι πως η βάση -το καπιταλιστικό σύστημα- διαμορφώνει πλήρως το εποικοδόμημα -κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής εν συντομία- με αποτέλεσμα, δίχως να το καταλαβαίνουμε να είμαστε δέσμιοι, να αποδεχόμαστε σιωπηλά και να αναπαράγουμε το επικρατούν σύστημα.
Οι ταμπέλες είναι αχρείαστες. Το μόνο που γνωρίζω είναι πως αντιτίθεμαι στις συνθήκες που με περιβάλλουν. Αντιτίθεμαι σε έναν κόσμο στον οποίο υπάρχουν άτομα δίχως στέγη, εργάτες με παραβιασμένα δικαιώματα, πρόσφυγες δίχως πρόνοια, πολίτες από τους οποίους είναι αναμενόμενο να ανταποκριθούν σε μία «μεγάλη» ζωή στο πλαίσιο ενός «μικρού» κράτους, σε έναν κόσμο που ζει από έναν άλλο κόσμο, εκμεταλλευόμενος το «φθηνό εργατικό δυναμικό» και προκαλώντας κοινωνικές αναταραχές, σε μέρη χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, για να εκμεταλλευτεί τους φυσικούς πόρους τους . Αντιτίθεμαι σε μία Δύση που εκμεταλλεύεται ό,τι δεν συγκαταλέγεται σε αυτή, αλλά και άτομα στο εσωτερικό της, που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στον τρόπο ζωής που τους έχει επιβάλλει.
Μπορώ να πω πως μιλάω από μία προνομιούχα θέση. Είμαι 20 χρονών, πήγα σχολείο και τώρα έχω την τύχη να σπουδάζω. Βγαίνω με τους φίλους μου για να διασκεδάσω, έχω μάθει ξένες γλώσσες, έχω κινητό, έχω πάει ταξίδια. Έχω εκμεταλλευτεί,λοιπόν, τα προνόμια αυτού του συστήματος με το οποίο δεν είμαι σύμφωνη. Δεν μεγάλωσα σε μία υπανάπτυκτη χώρα, δεν αναγκάστηκα να δουλέψω ως παιδί, είχα ηλεκτρισμό, νερό, φαγητό, οικογένεια και μόρφωση. Οπότε αν κάποτε κάπως επαναστατήσω, θα επαναστατήσω εκ του ασφαλούς.
Δεν θα είναι υπερβολή να πούμε πως, όσο και να θέλουμε, είναι αρκετά δύσκολο να απεμπολήσουμε ως πολίτες της Δύσης την ιδέα του καπιταλιστικού τρόπου ζωής από την καθημερινότητα μας και πρωτίστως από το μυαλό μας που ενυπάρχει ως «modus vivendi». Η αλήθεια είναι πως ύστερα από την μακροσκελή ενδοσκόπηση που παρέθεσα παραπάνω αφού σταματήσω να γράφω, δεν θα τα παρατήσω όλα για να ζήσω ως ιθαγενής σε ένα βουνό του Μεξικού. Και ίσως αυτό είναι το καλύτερο. Αναθεωρώντας την υφιστάμενη νόρμα και συνειδητοποιώντας τα ψεγάδια του κόσμου μας, αποκτούμε αυτομάτως τη δυνατότητα να κάνουμε κάτι για αυτό. Είμαστε πλέον σε θέση να ξυπνήσουμε από αυτόν τον βαθύ λήθαργο και αφού το κάνουμε, να ξυπνήσουμε και τον άλλο. Η ανατροπή όλων των προβλημάτων που μαστίζουν την υφήλιο μπορεί να είναι κάτι ουτοπικό, αλλά με την ευαισθητοποίηση ως όπλο, μας δίνεται η ευκαιρία να ωθήσουμε τον καθένα, με τον δικό του τρόπο, να παλέψει για τις αδικίες που θέλει να αναιρέσει.
«Ο άνθρωπος, για την ευτυχία του, χρειάζεται όχι μόνο την απόλαυση κάποιων πραγμάτων, αλλά και ελπίδα, προσπάθεια και αλλαγή».
Μπέρτραντ Ράσελ, 1872-1970, Βρετανός φιλόσοφος