Επιβιώνει ο ρατσισμός εν έτει 2020;

Επιβιώνει. Όχι απλά επιβιώνει, ακμάζει. Δυναμώνει. Καλλιεργείται. Μεταφέρεται από την μία άκρη της Γης στην άλλη, και έπειτα ξανά πίσω, προκαλώντας εχθροπραξίες, βιαιότητες, συνθήκες εκμετάλλευσης. Κεντροδεξιές κυβερνήσεις που ασπάζονται τον νεοφιλελευθερισμό και δηλώνουν υπέρμαχοι της ισοτιμίας και της ισότητας των ευκαιριών για κάθε άνθρωπο, καταλήγουν στο να αποσιωπούν, πολλές φορές να υποστηρίζουν ακροδεξιές πολιτικές, με την έμπρακτη στήριξη σε τμήματα Αρχών που δρουν αυθαίρετα και βίαια και με την κακομεταχείριση μεταναστών και προσφύγων, οι οποίοι, σε έναν κόσμο πλέον παγκοσμιοποιημένο με «ανοιχτά σύνορα», δεν θα μπορούσαν να μην υπάρχουν.

Η ταλαιπωρία, οι κακουχίες και ο φόβος της πιθανότητας να μην καταφέρουν να επιβιώσουν διαφαίνεται στη φωτογραφία, αφού μόλις κατάφεραν να επιζήσουν αυτού του ταξιδιού πατέρας και παιδί ξεσπούν σε λυγμούς εναγκαλισμένοι.

Στο παρόν άρθρο, ας συγκεντρωθούμε στην περίπτωση της Ελλάδας. Προσφυγική κατά το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού της, θα περίμενε κανείς ότι η χώρα μας θα παρουσίαζε μηδενικά ή ελάχιστα δείγματα ρατσιστικών περιστατικών, πολιτικών ή θεωριών, συνδυασμένο με τη διαδομένη φήμη για το φιλόξενο χαρακτήρα των ομοεθνών μας, η οποία πηγάζει από τη μεσογειακή και αρχαιοελληνική καταγωγή μας. Φυσικά, κάτι τέτοιο απέχει παρασάγγας από την πραγματικότητα.

Το πρώτο συλλογικό κύμα ρατσιστικής συμπεριφοράς που επεδείξαμε ως λαός υπήρξε προς τους κατατρεγμένους Αλβανούς, οι οποίοι έφυγαν μαζικά κακήν κακώς από την γείτονα μόλις κατέρρευσε το απολυταρχικό καθεστώς του Ένβερ Χότζα και του Ραμίζ Αλία. Παρότι σήμερα οι περισσότεροι από αυτούς, οι οποίοι πλέον ανήκουν στην 2η ή και στη 3η γενιά εκείνων των πρώτων προσφύγων, έχουν ενσωματωθεί από την ελληνική κοινωνία, δεν υπήρξαν όλα ρόδινα στην αρχή. Αντιμετωπίζονταν με καχυποψία, με την πεποίθηση ότι ήταν κομμουνιστές πράκτορες, ακόμα και οι Βορειοηπειρώτες, οι οποίοι συνήθως είχαν κάποιο δικό τους άτομο στην πατρίδα για να τους βοηθήσει να εγκατασταθούν στο νέο περιβάλλον. Δυσκολευόντουσαν, στη πλειοψηφία τους, να βρούνε κατοικία, και κυρίως να αποκτήσουν ένα σταθερό εισόδημα από κάποια δουλειά, ενώ, αν είχαν την δυνατότητα να στείλουν τα παιδιά τους σχολείο, εκείνα υπέφεραν πολλές φορές από την διάκριση την οποία υφίσταντο από καθηγητές και μαθητές, η οποία πήγαζε και από την φανερή και λογικότατη αδυναμία εκείνων να ανταπεξέλθουν σε ένα ξενόγλωσσο εκπαιδευτικό περιβάλλον. Τέλος, ο αθεϊσμός που είχαν ασπαστεί οι περισσότεροι από αυτούς, κατά διαταγή του Χότζα, δημιουργούσε και περιστατικά θρησκευτικού ρατσισμού.

Δυστυχώς, το δεύτερο μεγάλο ξέσπασμα ρατσιστικών φωνών στην Ελλάδα υπήρξε και υπάρχει πολύ πιο ζοφερό από το πρώτο. Από την έκρηξη του εμφυλίου πολέμου στη Συρία πριν μία δεκαετία και γενικότερα την δημιουργία μίας πολύ έκρυθμης και επικίνδυνης κατάστασης στις χώρες της Μέσης Ανατολής, ορδές ανθρώπων έχουν μεταβεί από την Τουρκία προς την χώρα μας, προκειμένου να καταφέρουν να περάσουν μέσω ξηράς προς την κεντρική Ευρώπη, σε μία περιπέτεια ζωής και θανάτου με στόχο την αναζήτηση μίας αξιοπρεπής διαβίωσης για αυτούς και τις οικογένειές τους. Ειδικά τα τελευταία χρόνια (2015 και έπειτα), το προσφυγικό και μεταναστευτικό ρεύμα, σε γενικές γραμμές, έχει αυξηθεί κατά κόρον, παράλληλα με το κλείσιμο των συνόρων από τα περισσότερα έθνη-κράτη της Ευρωπαϊκής Κομισιόν. Η ελληνική επικράτεια και δη τα νησιά του Αιγαίου, χάρη στο πολύ άξιο ανθρώπινο κεφάλαιο που χαρακτηριστικά διαθέτουν, έστησαν μικρές δομές για τους πρόσφυγες και τους έστειλαν με ασφάλεια στην ενδοχώρα, στη πλειονότητα των περιπτώσεων. Η μεταναστευτική πολιτική της συμμαχικής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ήταν άξια θαυμασμού, ιδιαίτερα στην κατασκευή καταυλυσμών (με την ύπαρξη κάποιων ερωτηματικών), αλλά ο τεράστιος αριθμός των εισαγόμενων, σε συνδυασμό με τον εγκλεισμό επ’ αορίστου στην Ελλάδα και στις προσφυγικές δομές της, προκάλεσαν την ανάπτυξη και έξαρση ρατσιστικών συναισθημάτων.

Την κατάσταση αυτή θέλησε να εκμεταλλευτεί η Νέα Δημοκρατία, η οποία, δίνοντας μεγάλη βαρύτητα στο «ξεσκαρτάρισμα» προσφύγων και παροχής ασύλου κατά την προεκλογική εκστρατεία, κέρδισε το δεξιό και ακροδεξιό κοινό κατά κράτος, λαμβάνοντας την απόλυτη πλειοψηφία στις εκλογές του καλοκαιριού του 2019. Και τήρησε το πρόγραμμά της για το προσφυγικό ζήτημα, με έναν αστερίσκο: το άσυλο δεν δίνεται πλέον παρά μόνο κατά θέληση των αρμόδιων, ενώ το ελληνικό λιμενικό, αντί να τηρεί τις υποσχέσεις του περί επαναπροώθησης των κατατρεγμένων στην Τουρκία (έστω), παίζουν την ζωή τους κορώνα-γράμματα, τοποθετώντας τους σε λέμβους από τα οποία αφαιρούν την μηχανή και τα σωσίβια. Αποστολές θανάτου, με λίγα λόγια. Ταυτόχρονα, με το τεταμένο κλίμα που υπάρχει στα νησιά, ο Υπουργός Μεταναστατευτικής Πολιτικής Νότης Μηταράκης, αποφάσισε την μεταφορά των νησιωτών προσφύγων στην Αθήνα. Αμέ, μόνο που ξέχασε κάτι βασικό. Τις ήδη γεμάτες προσφυγικές δομές στην πρωτεύουσα, τις οποίες αποφάσισε να «αδειάσει» για να κάνει χώρο στους νεοφερμένους. Ως αποτέλεσμα, εδώ και 2 βδομάδες, αν κάνεις έναν γύρο τις Αθήνας, θα δεις εκατοντάδες οικογένειες κατατρεγμένων ανθρώπων, οι οποίοι αγωνιούν για το άμεσο μέλλον τους.

Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν τελειώνει στον προσφυγικό ρατσισμό. Οι καταγγελίες της ΚΕΕΡΦΑ (Κίνηση Ενωμένη Ενάντιας στον Ρατσισμό και την Φασιστική Απειλή) τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί επικίνδυνα, δημιουργώντας προβληματισμούς για την εικόνα της ελληνικής κοινωνίας. Τα συμβάντα συνήθως αφορούν επιθέσεις τύπου bullying σε αλλοδαπούς μαθητές ή φοιτητές, στις οποίες μάλιστα πολλές φορές έχουν λάβει μέρος και γονείς! Παράλληλα με αυτήν την ανησυχητική καθημερινότητα, ο πολιτικός ρατσισμός (φασισμός) επίσης κρατεί πολύ καλά: μέσα σε έναν χρόνο θητείας της κυβέρνησης Μητσοτάκη, οι αστυνομικές αρχές έχουν προχωρήσει σε χιλιάδες προσαγωγές, κρατήσεις και συλλήψεις νεαρών ατόμων, των οποίων το μοναδικό «αμάρτημα» φαίνεται πως ήταν η ιδεολογική ή συμμετοχική σύνδεσή τους με την Αριστερά (βλ. πορείες).

Πόσο ακόμα πρέπει να στηλιτευτεί το «επιτελικό κράτος» ώστε να πάψει να προάγει μισαλλόδοξες πολιτικές; Ακόμα πιο βασικό, πόσες θεμελιώδεις αλλαγές χρειάζεται να γίνουν στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, ώστε να αυξηθεί η κοινωνική αλληλεγγύη και να μειωθεί ο εθνικισμός;

+ posts

Παύλος Γιαννόπουλος... Αμέ, έχω και εγώ ένα όνομα. Ένα όνομα και ένα επίθετο, ανάμεσα σε τόσα άλλα στον κόσμο ετούτο. Ένας απλός φοιτητής του Καποδιστριακού, συγκεκριμένα στο τμήμα των Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης, διαβάζοντας και γράφοντας συνεχώς, προσπαθώντας να αφυπνίσω συνειδήσεις προπαγανδίζοντας (αν υπάρχει τέτοια φράση), ώστε στον βαθμό που και εγώ μπορώ να δώσω το θετικό μου στίγμα σε μία Γη που βράζει. Σε κοινωνίες και άτομα που χρήζουν εν συναίσθησης και εν συνείδησης.
ΦΚ λέγεται το project που μπορεί να πετύχει και να μετουσιώσει τα παραπάνω. Mία φοιτητική ιστοσελίδα που χαρακτηρίζεται από μία ανιδιοτέλεια και μία αντικειμενική υποκειμενικότητα που στους καιρούς μας απουσιάζουν.