121 χρόνια ζωής, ένα χρόνο πριν την αυγή του 20ου αιώνα και των σαρωτικών δεκαετιών που έφερε, ιδρύθηκε η Μπαρτσελόνα. Μια ομάδα ατόφια, όπως όλες οι μεγάλες φανέλες του παγκόσμιο ποδοσφαίρου που πέρασε χίλια μύρια κύματα, πολέμους, κρίσεις πάσης φύσεως και μέχρι και σήμερα βρίσκεται στα αστέρια της Ευρώπης. Αναρωτηθήκατε ποτέ ποιος έκανε την αρχή; Ποια ήταν τα χέρια στα οποία πλάστηκαν οι αξίες και τα ιδανικά που διέπουν πάνω από έναν αιώνα την καταλανική ομάδα; Ούτε Ισπανός, ούτε Καταλανός, αλλά ένας 22χρονος Ελβετός, ο Ζοάν Γκαμπέρ, ήταν ο ιδρυτής της Μπαρτσελόνα. Ας δούμε την περιπετειώδη ζωή του «πατέρα» της Μπαρτσελόνα…
Εγκατέλειψε τα παγωμένα βουνά της γενέτειράς του για την πολυπολιτισμική και ανοιχτή σε όλο τον κόσμο πόλη της Βαρκελώνης. Γεννημένος το 1877, ο Ζοάν ήταν ένας μεγάλος λάτρης των αθλημάτων. Ένας sportsman που εξασκούνταν σε όλα τα αθλήματα με ιδιαίτερη αγάπη για το ποδόσφαιρο, που τότε αποτελούσε περισσότερο αγγλική υπόθεση και έκανε τα πρώτα του δειλά βήματα εκτός των βρετανικών νήσων. Σύχναζε στα λίγα γυμναστήρια της Βαρκελώνης, εκεί όπου γνώρισε και άλλους αντίστοιχους τρελαμένους με τον αθλητισμό, ιδιαίτερους και εκκεντρικούς χαρακτήρες. Σε αυτούς, και συγκεκριμένα 11 άτομα, θα προτείνει να ιδρύσουν μια ομάδα. Μια κρύα μέρα στις 29 Νοεμβρίου του 1899, 12 ιδρυτές (οι μισοί Καταλανοί και άλλοι μισοί ξένοι) θα ιδρύσουν την Μπαρτσελόνα. Μια ομάδα με το όνομα της πόλης και όπως αποδείχθηκε αργότερα, με βαθιά καταλανική ψυχή. Πρώτος της Πρόεδρος διορίζεται ο Ελβετός Βάλτερ Βιλντ, εφόσον ο Γκαμπέρ δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις της νομοθεσίας για να γίνει Πρόεδρος γιατί ήταν κάτω των 23 ετών. Δεν τον πολυενδιέφερε βέβαια αυτό. Όνειρο του ήταν ο σύλλογος να πάει όσο πιο ψηλά γίνεται.
Ήταν η ψυχή του κλαμπ και επιθυμούσε από αρχηγός της, όταν αποσυρθεί να ενταχθεί στο Δ.Σ. της και όχι απαραίτητα να είναι πρόεδρός της. Βέβαια, εκείνος βρισκόταν πάντα παρών. Στα οικονομικά προβλήματα συγκέντρωνε χρήματα, έκλεινε μεταγραφές και κάπως έτσι η Μπάρτσα κατόρθωσε την πρώτη εικοσαετία του 20ου αιώνα να έχει μια δυνατή και ανταγωνιστική ομάδα και να προσελκύει πολύ κόσμο στο γήπεδό της. Θέσεις αρκετές όμως δεν υπήρχαν, γι’ αυτό και οι θεατές έφταναν μέχρι και την τελευταία σειρά των εξεδρών, όπου οι πισινοί τους ήταν εκτεθειμένοι στον αέρα! Από το καταλανικό «culs» που σημαίνει πισινός (σε μια πιο ευγενική μετάφραση) οι φίλαθλοι της ομάδας πήραν το όνομα τους «Culés».
Ο Ζοάν απολάμβανε το όραμά του που μεγάλωνε και το γέννημά του άρχισε να αποτελεί ένα σύμβολο που ούτε εκείνος δεν περίμενε. Ο αθλητισμός άλλαζε. Από ερασιτεχνικός γινόταν επαγγελματικός. Δεν υπήρχε πλέον η συνδρομή των παιχτών αλλά ο μισθός τους. Ο Γκαμπέρ που υπήρξε ιδεαλιστής φοβήθηκε για αυτή την αλλαγή, πως η Μπαρτσελόνα θα απωλέσει τις αξίες με τις οποίες ιδρύθηκε. Δεν του άρεσαν τα μεγάλα ποσά των μεταγραφών (που να ζούσε να δει τα εκατοντάδες εκατομμύρια που διακινούνται στο σύγχρονο ποδόσφαιρο!). Ήθελε πολύ να ζήσει στην αρχαία Ελλάδα, όπως κάθε αθλητής της εποχής εκείνης και να συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το «ευ αγωνίζεσθαι», η αίσθηση της ομάδας, του «ανήκειν» σε αυτή και το πάθος για κάθε αγώνα της ήταν μερικές από τις αξίες με τις οποίες πλάστηκε η Μπαρτσελόνα από τον Γκαμπέρ.
Τα πρώτα προβλήματα…
Καμία από αυτές τις αξίες δεν χάθηκε. Το αντίθετο, ο σύλλογος μεγάλωνε όλο και περισσότερο, οι φίλαθλοι αυξάνονταν και η Μπαρτσελόνα αποτέλεσε ένα σύμβολο αντίστασης απέναντι στην ισπανική διακυβέρνηση. Το 1925 ο αγγλικός στόλος αποβιβάζεται στην Βαρκελώνη. Τότε, στο γήπεδο των μπλαουγκράνα έγινε ένα φιλικό παιχνίδι μεταξύ των Άγγλων και της Εθνικής Ισπανίας. Στο βρετανικό εθνικό ύμνο οι Καταλανοί φίλαθλοι σηκώθηκαν και στο τέλος τους χειροκρότησαν. Στον ισπανικό; Γιοχαρίσματα, φωνές, βρισιές και ούτε ένας δεν σηκώθηκε. Η ισπανική κυβέρνηση της εποχής δεν το δέχτηκε αυτό. Το γήπεδο έκλεισε για 6 μήνες και ο πατέρας της Μπαρτσελόνα τιμωρήθηκε με διωγμό από την ομάδα και τη χώρα. Αυτό αποτέλεσε ένα τεράστιο χτύπημα για τον Γκαμπέρ που κατηγορήθηκε πως κυοφορεί τον καταλανικό εθνικισμό. Έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη, η οποία επιδεινώθηκε λίγα χρόνια μετά με το Κραχ του 1929, κατά τη διάρκεια του οποίου χρεοκόπησε. Είχε επιστρέψει στην Βαρκελώνη, αλλά οι απαγορεύσεις δεν του επέτρεπαν να έχει κάποιον ρόλο στην ομάδα. Βρέθηκε έξω από το σπίτι το οποίο ο ίδιος δημιούργησε. Θα απομονωθεί, με την κατάθλιψη να επιδεινώνει όλο και περισσότερο την κατάστασή του. Θα αυτοκτονήσει στις 30 Ιουλίου 1930. Ήταν 52 ετών.
Τα ήθη της εποχής θα θελήσουν να κουκουλώσουν την υπόθεση της αυτοκτονίας. Η αυτοκτονία συνιστούσε ένα μεγάλο ταμπού της περιόδου του Μεσοπολέμου. Ο πατέρας της Μπάρτσα, που πίστευε πως ήταν εντελώς μόνος του στον κόσμο, έσπειρε ένα βαρύ πένθος που σκέπασε την Βαρκελώνη. Έκανε μεγάλο λάθος. Την επόμενη μέρα σύσσωμη όλη η πόλη βρισκόταν στους δρόμους για να τιμήσει τον Γκαμπέρ στο τελευταίο του αντίο. Το φέρετρο του πέρασε από τους δρόμους όπου μικρά παιδιά έπαιζαν, παίζουν και θα παίζουν με τις φανέλες που δημιούργησε και φόρεσε ο ίδιος. Νέοι, γέροι, παιδιά και γυναίκες είχαν δημιουργήσει μια απέραντη λαοθάλασσα.
Οι Καταλανοί της Βαρκελώνης τιμούσαν ένα δικό τους «ξένο», έναν άνθρωπο που έπλασε μια νέα υπόσταση της καταλανικής ταυτότητας. Η αγάπη για την ομάδα, το «ευ αγωνίζεσθαι», ο αγώνας, η προσπάθεια και το πάθος ήταν οι αξίες που άφησε πίσω του ο Ζοάν Γκαμπέρ. Αξίες που γιγάντωσαν ένα δημιούργημα της νιότης του. Ήταν πολύ κρίμα που δεν πρόφτασε να θαυμάσει το παιδί του να μεγαλώνει, να γράφει χρυσές σελίδες στην ποδοσφαιρική ιστορία και εκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη σε κάθε γκολ και νίκη να πανηγυρίζουν, να το αγαπούν και να γίνονται κι εκείνοι «Culés». Μπορεί να έφυγε πικραμένος και μόνος του, αλλά ο Ζοάν Γκαμπέρ ζει ακόμα και σήμερα μέσα από κάθε παιδί που αγαπά την Μπαρτσελόνα. Ζει ακόμα μέσα από τις αξίες που κρύβονται πίσω από τις κόκκινες και μπλε ρίγες της φανέλας. Γιατί όπως κάθε πατέρας άφησε πίσω το δημιούργημά του, «Μes que un club». Κάτι παραπάνω από ένα κλαμπ. Την Μπαρτσελόνα.
Ονομάζομαι Βαγγέλης Βαλαβάνης. Συντάκτης, από τα ιδρυτικά μέλη του Φοιτητικού Κόσμου. Είμαι φοιτητής του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου. Αν και ερωτευμένος βαθιά με την Ιστορία και το Ιστορικό-Αρχαιολογικό, ο αέρας των Πανελληνίων με έστειλε στο εξωτικό και γυναικοκρατούμενο Πάντειο. Ιστορία, η πρώτη αγάπη. Πολιτικές Επιστήμες η δεύτερη. Η συγγραφή όμως, μια και μοναδική. Ίσως ο μοναδικός τρόπος να μπορώ να είμαι κοντά και στις δυο μου αγάπες. Να εκφράζομαι, να προβληματίζομαι, να αναδεικνύω τα κακώς κείμενα της εποχής μου, να δέχομαι και να ασκώ κριτική, να…να…να… Να ταξιδεύω και να αναπνέω.
Γιατί αυτό είναι η συγγραφή. Μια ανάσα μες στην σκόνη του κόσμου. Μια πράξη βαθιά πολιτική και συναισθηματική. Γιατί η γραφή ήταν, είναι και θα είναι ένα από τα μεγαλύτερα δημιουργήματα του Ανθρώπου. Ο τρόπος του να αποτυπώσει την ψυχή του, το αέναο πάθος του για τη ζωή και να ακολουθεί το βαθύ του χτυποκάρδι. Ένα ταξίδι για να τον ανακαλύψουμε και να τον κάνουμε καλύτερο. Και αυτός εδώ στον Φ.Κ. είναι και ο δικός μας στόχος. Γράψτε. Προβληματιστείτε. Ανακαλύψτε και Ονειρευτείτε για τον δικό σας. Για έναν κόσμο που μας αξίζει. Για τον δικό μας κόσμο. Τον Φοιτητικό Κόσμο.