Της Παναγιώτας Μητσοπούλου, πρώην συντάκτριάς μας
Κυριακή, ξυπνήματα και ξεκινήματα, σκέψεις και απογοητεύσεις, φόβοι και ανασφάλειες, δάκρυα και προβληματισμοί, τέλη που έπρεπε να έχουν δοθεί καιρό, σχέσεις και υποσχέσεις, αποστάσεις και μηνύματα παρουσιών, σεντόνια και ξεθωριασμένα αρώματα, ύλες και εξεταστικές.
Ο ήλιος πάλι βγήκε όμως, το δάκρυ στέγνωσε, οι φόβοι είναι ελεγχόμενοι, αυτοί οι μικροί δαίμονες ταϊστήκαν καλά και ήρθε η ώρα να πέσουν σε χειμερία νάρκη, έστω για λίγο, μέχρι να θεριεύσουν πάλι.
Σήμερα λοιπόν θέλω να σας πω μια ιστορία.
Μια φορά και έναν καιρό, γεννήθηκε σε μια ασφυκτικά καταπιεσμένη εποχή η Ανθή, μια παράξενη και αλλόκοτη κάμπια – ιδανικά μείνετε έως το τέλος. Η φύση την έπλασε έτσι που δεν έμοιαζε με τις άλλες κάμπιες και καμία από εκείνες δεν την έκαναν παρέα. Μάλιστα, δεν την αποκαλούσαν καν με το όνομά της, αλλά την προσφωνούσαν κοροϊδευτικά “Ξερανθή”. Και κείνη μαράζωνε μέρα με την μέρα, δεν πίστευε στον εαυτό της, φοβόταν τους κάκτους αλλά και τις μαργαρίτες, δεν τολμούσε να συμμετέχει στις δραστηριότητες των συνομήλικών της και προτιμούσε να κάθεται μόνη και να σκέφτεται. Να βασανίζει το μυαλουδάκι της με το πόσο αποτυχημένη είναι, πόσο αδικημένη είναι από την φύση που δεν της έδωσε τίποτα καλό. Όλες οι άλλες κάμπιες περίμεναν και ανυπομονούσαν για την άνοιξη, την εποχή που θα μεταμορφώνονταν και θα γίνονταν όμορφες πεταλούδες, μα εκείνη προσδοκούσε τον χειμώνα, που θα πέθαινε και μετά την ανάστασή της, σε κάτι άλλο, καλύτερο από αυτό που ήταν σήμερα. Έτσι νόμιζε.
Μια μέρα βρίσκονταν λέει πάνω από μια ολοκάθαρη λίμνη, που καθρέφτιζε τον κόσμο γύρω της, και αυτή παρατηρούσε τον εαυτό της με απέχθεια, να απελπίζεται που οι εποχές περνούσαν αλλά η αλλαγή, η θανάτωση, η εξιλέωση και η ανάσταση δεν έρχονταν. Αιωνιότητα της φαίνονταν ο χρόνος που περνούσε χωρίς να της παίρνει αλλά και χωρίς να της δίνει τίποτα. Θύμωνε και μάζευε το κορμί της, έτοιμο να επιτεθεί στο γαλήνιο καθρέφτη από νερό που κείτονταν μπροστά της και τσουπ, χτυπά και βυθίζεται .
Την ώρα εκείνη μια ζεστή ακτίνα φωτός και οι κραυγές των άλλων καμπιών την ξυπνούν. Η Ξερανθή πετάγεται τρομαγμένη και βγαίνει να δει τι συμβαίνει. Οι κάμπιες είχαν μεταμορφωθεί σε πεταλούδες και εκείνη είχε γίνει η πιο όμορφη πεταλούδα απ’ όλες, η πιο λαμπερή, η πιο δυνατή. Με το που εμφανίζεται από το φυλλαράκι όπου την είχε πάρει ο ύπνος, όλοι της φωνάζουν Ανθή. «Ανθή, έλα να δεις πώς μεταμορφώθηκες».
Κοιτά το πρόσωπό της στην ίδια λίμνη με του ονείρου και συνειδητοποιεί ότι η αιωνιότητα ήταν απλά μια εποχή .
Είμαστε όλοι μια εποχή πιο κοντά στην μεταμόρφωσή μας, στην αναγέννησή μας.
Είμαστε όλοι πολύ κοντά, όταν αποφασίζουμε να γυρίσουμε πίσω.
Αυτό που μας φαντάζει τώρα βουνό, αύριο θα είναι ένα μικρό λοφάκι.
Και να θυμάστε: επιτυχημένος δεν είναι αυτός που πέτυχε με την πρώτη, αλλά αυτός που χρειάστηκε να αποτύχει πρώτα χιλιάδες φορές.
Καλή Κυριακή αγαπημένοι μου, και καλή αρχή σε εξετάσεις, εξεταστικές και Πανελλαδικές.