Του Άγγελου Μαγνήσαλη, φοιτητή του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης (Ε.Κ.Π.Α.)
Δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που αισθάνονται αμηχανία μπροστά σε ένα έργο αφηρημένης Τέχνης. Η αμηχανία, πολλές φορές, δίνει τη θέση της στην αποδοκιμασία, την αδιαφορία, την υποτίμηση ή ακόμη τον θυμό, την οργή ή το αίσθημα της εξαπάτησης. Δεν είναι, πάλι, λίγοι αυτοί που αντιδρούν λέγοντας: «Και εγώ θα μπορούσα να το έχω κάνει αυτό!». Όσοι σκέφτονται έτσι φαντάζει, ενδεχομένως, εύκολο να δικαιωθούν, ιδιαίτερα όταν αυτό που έχουν μπροστά τους αποτελεί μια τυχαία(;) σύνθεση χρωμάτων ή απλά(;) γεωμετρικά σχήματα. Είναι, όμως, τα πράγματα τόσο απλά ή μήπως χρειάζεται να σκεφτούμε κάπως διαφορετικά;

Αξιολογώντας κανείς ένα έργο Τέχνης, έχοντας ως βασικά (ή μοναδικά) κριτήρια τις απαιτήσεις του από άποψη τεχνικής και σε συνδυασμό με την επιτυχία του καλλιτέχνη ως προς τη ρεαλιστική και ακριβή απεικόνιση ενός αντικειμένου, τοπίου ή προσώπου είναι πιθανόν λογικό να θεωρήσει πως η Τέχνη ακολούθησε μια θετικά εξελισσόμενη πορεία που κορυφώνεται, κατά τους αιώνες μετά την Αναγέννηση και έπειτα -αργά αλλά σταθερά- αρχίζει να εκφυλίζεται. «Μα, πώς να τολμήσω να συγκρίνω τις λεπτομέρειες και την τελειότητα ενός πίνακα του Ραφαήλ με αυτά τα τετράγωνα; Κοίτα πώς έχει αποτυπώσει την έκφραση, τον φωτισμό, τις πτυχώσεις των ρούχων! Είναι σαν φωτογραφία!», θα έλεγε κάποιος που γνωρίζει έστω τα βασικά. Οφείλουμε, όμως, να αναρωτηθούμε αν τα κίνητρα, οι στόχοι, οι προθέσεις, η θεματολογία, οι συγκυρίες, οι ιδέες, οι επιρροές μένουν ίδιες στο πέρασμα τόσων αιώνων ή μήπως η Τέχνη ως προϊόν της εποχής της προχωρά, εξελίσσεται, μεταμορφώνεται. Έχουμε ανάγκη στον 20ό και στον 21ο αιώνα λεπτομερείς και ανατριχιαστικά ακριβείς αποτυπώσεις της πραγματικότητας ή οι καιροί επιτάσσουν κάτι άλλο; Η Τέχνη, ας μη ξεχνάμε, εκτός από παιδί της εποχής της είναι και δύναμη που διαμορφώνει και παράγει η ίδια ιδέες και αντιδράσεις και ωθεί τον κόσμο προς τα εμπρός (ή προς τα πάνω). Βέβαια, θα πείτε, ότι υπάρχουν και κάποια όρια και πως δε δέχεστε ως έργο Τέχνης έναν μονόχρωμο πίνακα ή μια αναποδογυρισμένη καρέκλα. Σεβαστό, δε μας το έχει διδάξει και κανείς άλλωστε, τα ελληνικά σχολεία αρκούνται στην αναφορά κάποιου Πικάσο! Αλλά πρώτα, ας προβληματιστούμε γύρω από το τι έχει φέρει στο προσκήνιο αυτές τις ευθείες γραμμές, τα μπερδεμένα χρώματα, τα ακαταλαβίστικα σχέδια και τα αψυχολόγητα γλυπτά. Τι κρύβεται από πίσω;

Από καθαρά ιστορικής άποψης μια προφανής απάντηση είναι ότι, ως επί το πλείστον, με την εμφάνιση της φωτογραφίας οι καλλιτέχνες απομακρύνθηκαν από τη ρεαλιστική απεικόνιση και άρχισαν σταδιακά να παρουσιάζουν μεν αντικείμενα, πρόσωπα και στιγμιότυπα, αλλά με ένα τρόπο αποδομητικό και αφαιρετικό. Μετέφεραν τη σημασία από το υψηλό στο καθημερινό, το εως τότε δηλαδή απαξιωμένο και ασήμαντο, ως ικανό να αποτελέσει θέμα του έργου Τέχνης, πάντα όμως με έναν παράξενο ή εναλλακτικό τρόπο.
Οι ραγδαίες και ριζικές ανακατατάξεις που συντελούνται στις αρχές του 20ού αιώνα αλλάζουν τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα. Η μετανάστευση προς τις βιομηχανικές πόλεις, με τη φρενήρη και αγχώδη ζωή, οι νέες τεχνολογίες και οι εφευρέσεις, οι κοινωνικές ανακατατάξεις και οι πολεμικές συρράξεις είναι μόνο μερικές από αυτές τις σημαντικές αλλαγές. Οι Τέχνες και η Ζωγραφική συγκεκριμένα δε θα μπορούσαν να μην επηρεαστούν μέσα σε αυτό το νέο πλαίσιο. Δημιουργείται σταδιακά μια αίσθηση αδιεξόδου, μια αίσθηση «ότι έχουν γίνει όλα», ενώ γίνεται αντιληπτό ότι η εποχή της ρεαλιστικής αναπαράστασης φθάνει στο τέλος της, κανείς δε λέει πια «θα ζωγραφίσω ό,τι βλέπω». Η αναπαράσταση είχε φθάσει στα όριά της. Τα περιθώρια στενεύουν. Συντελείται, παράλληλα, μια ριζική στροφή προς τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων και ο ψυχισμός, το συναίσθημα γίνονται αντικείμενα προς απεικόνιση. Η Ζωγραφική μπαίνει σε πορεία διαρκούς ανανέωσης και πειραματισμού απορρίπτοντας παραδόσεις και συμβάσεις. Δημιουργείται, λοιπόν, η ανάγκη ενός διανοητικού πειράματος. Η μοντέρνα Τέχνη αποτελεί τη μορφοποίηση μιας ιδέας, η οποία όμως φθάνει στα άκρα της. Κυριαρχεί η αντίληψη ότι το να ακολουθηθεί πιστά η καλλιτεχνική παράδοση δεν ήταν μόνο άστοχο, αλλά κυρίως ανεύθυνο. Οι κοινωνίες έπρεπε να σπάσουν τα σύνορά τους και σε αυτό θα βοηθούσε η Τέχνη.

Αρχίζει να κυριαρχεί η αφαιρετικότητα της φόρμας. Εντάσσονται στα έργα μορφές, καμία από τις οποίες δε μπορεί να ταυτιστεί με αντικείμενα που μπορούμε να εντοπίσουμε γύρω μας στον φυσικό κόσμο. Βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η αναπαράσταση μη ορατών ή μη υπαρκτών μορφών, ήχων ή σκέψεων, που προέρχονται από τον κόσμο των αισθήσεων ή της φαντασίας. Έρχεται στο προσκήνιο το υποσυνείδητο, το οποίο και αποτυπώνεται. Η Τέχνη γίνεται ένα πολυδιάστατο βίωμα. Στο πλαίσιο αυτό αναδεικνύεται πλήθος ρευμάτων: Φωβισμός, Εξπρεσιονισμός, Κυβισμός, Φουτουρισμός, Ντανταϊσμός, Σουρεαλισμός κ.α. Συμπεραίνουμε, με λίγα λόγια, πως η σύγχρονη Τέχνη κάθε άλλο παρά μονοδιάστατη είναι και πως τα κίνητρα που οδηγούν σε αυτή διαφέρουν και ποικίλουν. Μέχρι και σήμερα τα ρεύματα, οι εκφάνσεις, οι απόπειρες είναι χιλιάδες. Η σύγχρονη Τέχνη επαναδιατυπώθηκε και αναπροσανατολίστηκε πολλές φορές.
Ένα από τα σημαντικότερα ρεύματα που αναπτύσσεται από τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα είναι η Αφαίρεση ή αλλιώς «Αφηρημένη Τέχνη» (άλλοι προτιμούν τον όρο «ανεικονική Τέχνη»). Έργα που εντάσσονται σε αυτό το ρεύμα χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη χρωματικών και γεωμετρικών συνθέσεων, οι οποίες δεν αναπαριστούν τίποτα το γνωστό, παρά ιδέες και φιλοσοφικές θεωρήσεις. Ως αφετηρία νοείται η πρόθεση του καλλιτέχνη να δημιουργήσει ο ίδιος τα πράγματα διαισθανόμενος την επιθυμία να παραγάγει κάτι όχι απαραίτητα καλαίσθητο και επινοητικό, αλλά αιώνιο και αληθινό.
Όμως, για να απαντήσουμε και στο άλλο ερώτημα: «Μας λέει κάτι όλο αυτό;» ή «Επιδρά όλη αυτή η προσπάθεια κάπως στον θεατή;». Η Τέχνη παύει να αναπαριστά η ίδια και αρχίζει να ρωτά τον θεατή «Εσύ, τι βλέπεις;». Σε έργα, όπως αυτά του Pollock, είναι αδύνατον να εντοπίσεις αναγνωρίσιμα σχήματα ή γνωστές γεωμετρικές μορφές. Εμφανίζονται γραμμές που δεν περιέχουν τίποτα και δε χωρίζουν τίποτα η μια από την άλλη, δεν υπάρχει μέσα ή έξω. Δεν έχεις από πού να πιαστείς, δεν έχεις πού να ξεκουράσεις το βλέμμα σου. Στέκεσαι απέναντι σε συσσωρευμένη ενέργεια. Η θέαση ενός έργου Τέχνης γίνεται μια πρόκληση.

Μια άλλη βασική αρχή της σύγχρονης Τέχνης είναι η απλή απεικόνιση της πολύπλοκης σκέψης. Σε εικαστικές δημιουργίες, όπως αυτές του Rothko, επιτυγχάνεται η εξάλειψη των εμποδίων μεταξύ καλλιτέχνη και ιδέας, αλλά και μεταξύ ιδέας και θεατή. Καταφέρνει η Τέχνη να απαλλαγεί από κάθε είδους συνειρμούς (ιστορικούς ή αφηγηματικούς) ή από τη γεωμετρία και κάνει την εμπειρία του παρατηρητή απόλυτη και αυθεντική. Σε αυτό το πλαίσιο, η Τέχνη λειτουργεί ως ένας καθρέφτης σε έναν απομονωμένο χώρο. Απέναντί του καλείσαι να ανακαλύψεις εσύ τον εαυτό σου, να προβάλεις εσύ τις σκέψεις και τις αντιδράσεις σου στο έργο και όχι το ανάποδο. Δεν κοιτάς τον πίνακα, γίνεσαι μέρος του. Ο καθένας μας, επομένως, έχει το ελεύθερο να αποδώσει διαφορετικά το κάθε έργο, να του προσδώσει άλλο νόημα και άλλες διαστάσεις. Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος. Δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη απόδοση που οφείλουμε να ανακαλύψουμε και να αντιληφθούμε. Η μοντέρνα Τέχνη δεν αυτοπροσδιορίζεται, δε δηλώνει «Είμαι αυτό!». Θέτει το μυαλό μας σε κατάσταση εγρήγορσης και σε διαρκή προβληματισμό. Οι διαδικασίες αυτές φυσικά δεν είναι αυτονόητες, ούτε απλές και βέβαια πολύς κόσμος εμπιστευόμενος το αυθόρμητο αρνητικό αντανακλαστικό του δε μπαίνει καν στη διαδικασία να πραγματευτεί εσωτερικά τέτοια έργα. Οι «περίεργοι» αυτοί πίνακες είναι αποτέλεσμα δουλειάς καλλιτεχνών, οι οποίοι έχουν αδιαμφισβήτητα τις ικανότητες να ζωγραφίσουν με εξαιρετική ακρίβεια και να αναπαραστήσουν ρεαλιστικές παραστάσεις με μοναδικό τρόπο, αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε.

Επιπλέον, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τη σπουδαιότητα και τη χρησιμότητα της αρχικής μας αδράνειας και αμηχανίας ενώπιον τέτοιων πινάκων. Δυστυχώς, στις μέρες μας, έχουμε συνηθίσει να ερχόμαστε αντιμέτωποι με προφανή πράγματα, εύκολα αναγνωρίσιμα και εύπεπτα. Με αυτό υπόψη, κατανοεί κανείς πόσο απαραίτητο είναι ο σύγχρονος άνθρωπος να αφιερωθεί στην κατανόηση ενός πράγματος εις βάθος, να σταθεί, να προβληματιστεί, να δυσκολευτεί. Πρέπει να προσπαθήσουμε να ξεφύγουμε από την ευκολία και την παθητικότητα της εποχής μας και να καλλιεργήσουμε τη φαντασία, την έμπνευση, την περιέργεια.
Ακόμη, όμως, και ένα αναποδογυρισμένο σκαμπό ή μια σύνθεση άσχετων μεταξύ τους αντικειμένων μπορεί να αξίζει; Όσον αφορά στις ακραίες περιπτώσεις που για τους περισσότερους δεν είναι τίποτα παραπάνω από υπερβολικές και προκλητικές ανοησίες, η απάντηση είναι πως εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο πειραματισμού και δοκιμής. Αυτά τα έργα Τέχνης βρίσκονται σε διαρκή διάλογο και αλληλεπίδραση με το κοινό. Μας προκαλούν να σκεφτούμε τι θα μπορούσαν να δηλώνουν, τι προσπαθούν να πουν, τι θέλουμε να μας πουν, παρακάμπτοντας ή ανατρέποντας τις αρχικές προθέσεις του δημιουργού. Είναι έργα ανοικτά στη διάδραση και στην κριτική. Στέκουν εκεί και περιμένουν να σε επηρεάσουν συνειδητά ή ασυνείδητα, γνωρίζοντας ότι στο τέλος μπορεί και να απορριφθούν.

Τελικά στο «και εγώ θα μπορούσα να το έχω κάνει» ποια μπορεί να είναι η απάντηση; Η πρώτη και προφανής είναι «δεν το έκανες!», που σημαίνει ότι μπορεί αυτό για το οποίο μιλάς να είναι από τεχνικής άποψης απλό, όμως προϋποθέτει μια πολυσύνθετη σύλληψη την οποία δεν έκανες, όμως μπορούμε να επεκταθούμε κάπως παραπάνω. Καταρχάς υπάρχουν πάρα πολλά έργα τα οποία όσο απλά ή εύκολα φαντάζουν, στην πραγματικότητα είναι εξαιρετικά απαιτητικά ακόμη και από τεχνικής άποψης. Ούτε οι απόλυτα ίσιες γραμμές, ούτε τα «ασυνάρτητα» σχέδια που εντοπίζουμε σε ορισμένους πίνακες είναι τόσο ασυνάρτητα που θα μπορούσαν να γίνουν από χέρι ερασιτέχνη με τέτοια ακρίβεια. Επίσης, όσον αφορά εικαστικές παρεμβάσεις στο πλαίσιο των οποίων απλώς τοποθετείται ένα αντικείμενο κάπου, συνήθως, η ουσία τους δεν είναι αυτή που φαίνεται. Αξίζει να αναζητήσει κανείς τις ιστορίες, τις εμπειρίες, τα κίνητρα πίσω από την κάθε δημιουργία. Κάθε τι δημιουργείται και συλλαμβάνεται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, οι οποίες καθορίζουν και τη φύση του.
Είναι φυσικό και αποδεκτό να προτιμά κάποιος την «κλασική» Τέχνη, τα έργα που αναδεικνύουν εμφανώς τις τεχνικές τους απαιτήσεις και που εύκολα δημιουργούν όμορφα συναισθήματα και συνειρμούς. Όμως, οφείλουμε να αναγνωρίζουμε ότι στις αρχές του 20ου αιώνα άρχισε μια νέα αφήγηση. Ένα νέο ταξίδι, με νέα κίνητρα, νέες ανάγκες, νέους στόχους, πολιτικούς, ιδεολογικούς, πνευματικούς. Τα έργα που δημιουργούνται στο διάστημα αυτό απαιτούν εξαιρετικές δεξιότητες, αλλά ενδεχομένως διαφορετικές από ό,τι τα προηγούμενα, όπως η έρευνα, η ριζοσπαστική και εναλλακτική σκέψη, τα νέα υλικά, η αναζήτηση. Σημασία, πλέον, έχει η σκέψη που παίρνει μορφή, όχι η μορφή αυτή καθεαυτή.
Ας δοκιμάσουμε να συμμετέχουμε σε αυτό που μας φαίνεται πρωτόγνωρο, ξένο, αλλόκοτο. Ας αφεθούμε, λοιπόν. Ας φθάσουμε τα όρια της σκέψης και του κόσμου μας.