Τηρώντας όλα τα μέτρα υγειονομικής προστασίας, τα θέατρα ανοίγουν και πάλι τις αυλαίες τους, μετά από αρκετούς μήνες διακοπής των παραστάσεων. Οι συνθήκες πρωτοφανείς σε σχέση με κάθε άλλη χρονιά, καθώς οι μάσκες αποτέλεσαν απαραίτητο «συνοδό» θεατών και προσωπικού (πλην των ηθοποιών επί σκηνής) καθ΄ όλη τη διάρκεια του θεάματος, θερμομέτρηση των πρώτων προηγήθηκε της εισόδου τους στον χώρο του θεάτρου, ενώ τηρήθηκαν και οι αποστάσεις του ενάμιση μέτρου, αλλά και η πληρότητα περιορίστηκε στο 30% (!). Έχοντας μάλιστα ήδη παρακολουθήσει δύο θεατρικά έργα υπό τα νέα υγειονομικά πρωτόκολλα, μπορώ να πω ότι πράγματι τα μέτρα εφαρμόζονται με ιδιαίτερη υπευθυνότητα και προσοχή από όλους.
Στο επίκεντρο της προσοχής των θεατρικών δρωμένων βρίσκεται αυτή την περίοδο το δραματοποιημένο μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή, «Το Τρίτο Στεφάνι». Οι ήρωες του βιβλίου, που αγαπήθηκε όσο λίγα από το κοινό, ζωντανεύουν στη σκηνή του θεάτρου «Παλλάς» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη και μία παραγωγή υπερθέαμα, διάρκειας δυόμισι ωρών. Η Μαρία Καβογιάννη συναντά τη Μαρία Κίτσου και μαζί με άλλους 18 συντελεστές καταφέρνουν να αποδώσουν άρτια το κλίμα και το συναίσθημα του βιβλίου, συγκλονίζοντας με τις ερμηνείες τους ως Εκάβη και Νίνα αντίστοιχα.

Κορμό ολόκληρης της πλοκής συνιστούν δύο μικροαστές, γυναίκες της γειτονιάς, απλές και λαϊκές, η Νίνα και η Εκάβη. Μέσα από τον διάλογό τους αναδεικνύονται οι ιστορίες της ζωής τους γεμάτες πάθη, έρωτες, φτώχεια, μιζέρια, κακουχίες, χαρές, πόνο και δυστυχία με φόντο την Ελλάδα του Μεσοπολέμου και ύστερα της Κατοχής. Στην πραγματικότητα «Το Τρίτο Στεφάνι» γράφεται ως εσωτερικός μονόλογος της κυρίαρχης ηρωίδας, Νίνας, και παίρνει τον τίτλο του από τα τρία στεφάνια της, δηλαδή τους τρεις γάμους της. Άλλωστε, χαρακτηριστική φράση που ολοκληρώνεται σχεδόν με αυτήν το μυθιστόρημα είναι η εξής: «Μ’ αν, ο μη γένοιτο, πάθει και αυτός τίποτα [ο τρίτος της άντρας] κι επιτρέψουν οι παπάδες, όπως άκουσα και τέταρτο γάμο, ειμα’ ικανή να πάρω και τέταρτο άντρα». Μεγάλο, όμως, μέρος της αφήγησης είναι η εγκιβωτισμένη ιστορία της Εκάβης, καλύτερης φίλης της Νίνας, αλλά και γυναίκας που έμελλε να γίνει η πεθερά της στον τρίτο της γάμο.

Αυτό που σοκάρισε όταν το μυθιστόρημα πρωτοεκδόθηκε το 1963 και στάθηκε και το πρωτοποριακό του στοιχείο, είναι ότι στηρίζεται ολόκληρο σ’ ένα συνεχή μονόλογο δύο γυναικών που η γλώσσα τους και τα ήθη τους ανήκουν στην μικροαστική τάξη. «Ποτέ πριν στην νεοελληνική λογοτεχνία ένα έργο δεν χρησιμοποίησε σε αυτή την έκταση και σε αυτό το βαθμό την προφορικότητα της αφήγησης και το καθημερινό ιδιόλεκτο αυτής της τάξης .[…] Ο Ταχτσής, όντας ο ίδιος στη ζωή του ένας χείμαρρος λόγου και ελευθεριότητας, υιοθέτησε και στο βιβλίο του τον τρόπο αυτό. Ένα συνεχές μουρμούρισμα διατρέχει όλο το κείμενο, το ίδιο αυτό μουρμούρισμα που ο συγγραφέας ήξερε καλά από την οικογένειά του και τα συγγενικά του πρόσωπα. Είναι οι ευχές, οι κατάρες, οι αφορισμοί, που όλοι ακούμε στις οικογένειές μας σε οποιαδήποτε τάξη και αν ανήκουμε» (Μένης Κουμανταρέας, στο επίμετρο της νέας έκδοσης των εκδόσεων «Γαβριηλίδης»).
Το εν λόγω έργο αναφοράς του σπουδαίου μεταπολεμικού Έλληνα πεζογράφου αντιπροσωπεύει μία ωδή στη Ζωή και μια κατάθεση μνήμης ολόκληρης της σύγχρονης ιστορίας της χώρας μας, χωρίς διάθεση διδακτική, αλλά μ᾽ ένα σπάνιο χιούμορ που αναδεικνύει καίρια όλα εκείνα για τα οποία αξίζει να παλεύει κανείς στη ζωή. «Η ζωή είναι στρόβιλος. Ευτυχία είναι να αγαπάς το στρόβιλο»(απόσπασμα από το βιβλίο). Τα πρόσωπα αυτού του δράματος, οι «ατσάλινοι» άνθρωποι μιας άλλης εποχής, σχεδόν σαν Παπαδιαμαντικοί ήρωες, υποφέρουν, απελπίζονται, κλαίνε γοερά, ματώνουν, αλλά ποτέ δε χάνουν πραγματικά την πίστη τους σε όσα καλύτερα μπορούν να έρθουν. Σηκώνονται, αγωνίζονται, προσπαθούν να ξεχάσουν τα δεινά τους, αλλά ταυτόχρονα δεν απεμπολούν πως όλα μπορούν να γίνουν και χειρότερα. Γελάνε δυνατά και λαγαρά μπροστά σε κάθε δυσκολία, και μας δείχνουν το δρόμο. Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, το «Τρίτο Στεφάνι» , που τόσο ανθίσταται στην ηθογράφηση και τόσο αναδεικνύει τον ρεαλισμό, δεν είναι παρά μια υπόθεση ανθρώπων που δεν παύουν ποτέ να διεκδικούν το Αύριο.

Στο θέατρο «Παλλάς», λοιπόν, ένας εικοσαμελής θίασος ηθοποιών μπαίνει στη δίνη της νέας, πρωτότυπης μουσικής του Μίνου Μάτσα, φέρνοντας επί σκηνής ήχους και εικόνες μιας ολόκληρης εποχής. Ωστόσο, τα συναισθήματα, όντας διαχρονικά, παραμένουν αναλλοίωτα, δυνατά και ικανά να γκρεμίσουν έναν ολόκληρο κόσμο και να τον χτίσουν πάλι από την αρχή, όσα χρόνια και αν περάσουν.
Ονομάζομαι Ανθή Καψάλη και είμαι απόφοιτος του Λεοντείου Λυκείου Νέας Σμύρνης. Το φθινόπωρο του 2019 ξεκίνησα να φοιτώ στο Τμήμα Βιολογίας της Σχολής Θετικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Εκτός από θέματα που αφορούν το αντικείμενο σπουδών μου, έχω ιδιαίτερη αδυναμία στο Θέατρο, τα ταξίδια και τη Λογοτεχνία. Η αγάπη μου για το γράψιμο και την ανάγνωση βιβλίων και άρθρων υπήρξε ανέκαθεν μεγάλη. Ενισχύθηκε, ωστόσο, με την είσοδό μου στο Πανεπιστήμιο.
Μείζων στόχος μου μέσα από τη συμμετοχή μου στην Εφημερίδα «Φοιτητικός Κόσμος» συνιστά η κοινοποίηση των προβλημάτων και των ανησυχιών που μοιραζόμαστε ως φοιτητές, καθώς και η προβολή ενδιαφερουσών πρωτοβουλιών και ιδεών. Τέλος, μετά τον στείρο τρόπο γραφής που χρειάστηκε να υιοθετήσουμε στο Λύκειο για την έκθεση των Πανελληνίων εξετάσεων, με τη συμμετοχή στην εφημερίδα μου δίνεται πλέον η ευκαιρία ελεύθερης έκφρασης, ανάδειξης προσωπικού ύφους γραφής και δημοσιοποίησης απόψεων πάνω σε ζητήματα που μας αφορούν σχετικά με ποικίλες θεματολογίες.