Κάθε μορφή ”Καλής Τέχνης”, της Τέχνης που υπηρετεί το κάλλος και στοχεύει στην αισθητική απόλαυση, απαρτίζεται από περιόδους και γενιές. Η κινηματογραφία, η λεγόμενη ”Έβδομη Τέχνη”, δε θα μπορούσε παρά να τηρεί ταπεινά την παραπάνω σύμβαση, ούσα ένας τροχός της αμάξης, ένα μέρος του όλου.
Όσον αφορά την ελληνική κινηματογραφία και την πορεία της, αυτή δεν είναι διόλου αμελητέα. Από τη γέννησή της, δηλαδή από το 1914 με τη «Γκόλφω» των Κωνσταντίνου Μπαχατώρη και Σπυρίδωνα Περεσιάδη, έως το 2020 και τα «Μήλα» των Χρήστου Νίκου και Σταύρου Ράπτη, η ίδια, παρόλα τα -αναπόφευκτα- σκαμπανεβάσματά της, αφενός έδωσε ζωή σε έργα που η Ιστορία τα έκρινε ως αριστουργήματα, αφετέρου ανέθρεψε καλλιτέχνες που την τίμησαν με τέτοιον τρόπο, ώστε τα ονόματά τους χαράχτηκαν ανεξίτηλα πάνω της.
Ωστόσο, επειδή είναι αδύνατον να εξετάσω με σαφήνεια καθόλη τη διαδρομή που ακολούθησε η ”Έβδομη Τέχνη” στη χώρα μας, στο παρόν άρθρο θα επικεντρωθώ μόνο στην πρώτη από τις τρεις περιόδους της σύγχρονης ιστορίας της, εκείνης του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, που ξεκινάει με τον τερματισμό του εμφύλιου πολέμου και φτάνει ως τα τέλη της δεκαετίας του ’60, περίοδος μάλιστα που περιλαμβάνει και τη φημισμένη Χρυσή Εποχή (1955-1967). Για τους τύπους, οι υπόλοιπες δύο φάσεις απαρτίζονται από τον νέο ελληνικό κινηματογράφο (δεκαετίες ’70 και ’80) και τον σύγχρονο (από το ’90 ως σήμερα).
Με την αύξηση των κινηματογραφικών παραγωγών κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τέθηκαν οι στέρεες βάσεις του οικοδομήματος που σήμερα ονομάζεται «παλιός ελληνικός κινηματογράφος». Πιο συγκεκριμένα, η εποχή αυτή σηματοδότησε την ίδρυση κινηματογραφικών εταιρειών αλλά και την εμφάνιση νεαρών τότε σκηνοθετών (όπως οι Νίκος Τσιφόρος, Μιχάλης Κακογιάννης και Νίκος Κούνδουρος) και ηθοποιών (Ορέστης Μακρής, Βασίλης Λογοθετίδης, Έλλη Λαμπέτη, Αλίκη Βουγιουκλάκη κ.ά.), καλλιτεχνών που έμελλε να κυριαρχήσουν στη κινηματογραφική σκηνή τα χρόνια που θα ακολουθούσαν.
Τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της κινηματογραφικής γενιάς είναι το ομοιογενές σενάριο, η παρουσίαση αστικών ηθογραφιών και η περιγραφή λαϊκών, καθημερινών ιστοριών μέσα από την προβολή αυθεντικών χώρων. Σε αυτό συνέβαλε η τεράστια επιρροή που άσκησε στον ελληνικό χώρο ο γειτονικός ιταλικός νεορεαλισμός, επίδραση, ωστόσο, που δε στάθηκε ικανή ώστε να δημιουργηθεί μια αντίστοιχη εγχώρια σχολή. Ξεχωριστή παράγραφο οφείλουμε να αφιερώσουμε στη Χρυσή Εποχή που κατέφθασε και παράλληλα εντάσσεται χρονικά στην περίοδο που εξετάζουμε.
Με την προβολή των έργων Η κάλπικη λίρα και Στέλλα το 1955, εισερχόμαστε με κάθε επισημότητα στη Χρυσή Εποχή της ελληνικής κινηματογραφίας. Από τότε και ως το 1967, οπότε και καταλύθηκε για ακόμη μια φορά το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας, ο κινηματογράφος μας γνώρισε τις πιο ένδοξες στιγμές της ιστορίας του. Και πώς να μην είναι χρυσή αυτή η εποχή, όταν τη δεκαετία του ’60 η Ελλάδα έφτασε να παράγει τις περισσότερες κατά κεφαλήν ταινίες παγκοσμίως; Η κατακόρυφη αύξηση των προβαλλόμενων ταινιών και ο υγιής ανταγωνισμός μεταξύ των κινηματογραφικών εταιρειών παραγωγής συντέλεσε στο γεγονός οι ελληνικές ταινίες να λαμβάνουν όχι μόνο εθνική, αλλά και ευρωπαϊκή, ή και παγκόσμια αναγνώριση, αφού πολλές από αυτές διεκδίκησαν με αξιώσεις -ενώ κάποιες άλλες μάλιστα κατέκτησαν- διεθνή βραβεία, όπως τον Χρυσό Φοίνικα και τη Χρυσή Σφαίρα. Σε αντίθεση με την προηγούμενη δεκαετία, η οποία περιελάμβανε ένα ευρύ φάσμα ειδών, κατά τη Χρυσή Εποχή κυριάρχησε αυτό της κωμωδίας, ενώ αξιοσημείωτη ήταν η άνοδος του μιούζικαλ. Εντούτοις, το επιστέγασμα της κινηματογραφικής άνθησης δε θα μπορούσε παρά να συνίσταται στην δημιουργία και την καθιέρωση της Εβδομάδας Ελληνικού Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη, του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου δηλαδή, με σημερινούς όρους.
Όλοι οι προαναφερθέντες, ιδιαίτερα βαρυσήμαντοι σταθμοί της ελληνικής Έβδομης Τέχνης, περικλείονται στο εσωτερικό της γενιάς του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Προϊόντα αυτής της γενιάς είναι, επίσης, οι ταινίες που θα αναλυθούν παρακάτω.
Πικρό Ψωμί (1951)
Τι και αν οι περισσότεροι χαρακτηρίζουν την εν λόγω ταινία ως την πρώτη νεορεαλιστική της χώρας, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της, Γρηγόρης Γρηγορίου, είχε άλλη άποψη. Κατά γράμμα, δήλωνε πως «αν ο χαρακτηρισμός ενός έργου τέχνης γίνεται από ειδικούς μικροβιολόγους που είναι εντεταλμένοι να καταγράφουν στα κιτάπια τους τις ταινίες και να τους κολλάνε ετικέτες, τότε φυσικά το Πικρό ψωμί ανήκει στην κατηγορία του νεορεαλισμού και θα ήμουν ο τελευταίος που θα αρνιόταν έναν τέτοιο χαρακτηρισμό. Αν, όμως, ένα κινηματογραφικό έργο, καθορίζεται κυρίως από την πρόθεση που έχει εκείνος που το φτιάχνει, τότε οπωσδήποτε το Πικρό ψωμί δεν είναι ταινία νεορεαλιστική, γιατί όταν το γύριζα μόνο τον ιταλικό νεορεαλισμό δεν είχα πρότυπο. Έχω πει και αλλού πως τόσο η νοοτροπία όσο και η αισθητική μου ταίριαζαν περισσότερο με το γαλλικό κινηματογράφο του Μεσοπολέμου και ιδιαίτερα με τις ταινίες του Ρενουάρ και του Καρνέ, και οι δικές τους εικόνες λειτουργούσαν υποσυνείδητα σε όλο το γύρισμα της ταινίας».
Σε έναν πιο συγκεκριμένο σχολιασμό της ταινίας, αυτή χωροχρονικά τοποθετείται στην μεταπολεμική Ελλάδα. Αναδύονται κοινωνικοί προβληματισμοί της εποχής, όπως η φτώχεια και το ζήτημα της παιδικής εργασίας. Η τραγικότητα της ταινίας έμελλε να ξεπεράσει τα όρια του έργου και να μεταφερθεί σε πραγματικά πλαίσια, αφού κατά τα γυρίσματά της, ένας εκ των πρωταγωνιστών, ο Στράτος Φλώρος που υποδυόταν τον Γιάγκο, αισθάνθηκε αδιαθεσία και ξαφνικά έπεσε σε κώμα. Όταν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, διαγνώστηκε πως έπασχε από φυματιώδη μηνιγγίτιδα, ενώ δύο μέρες αργότερα κατέληξε, σε ηλικία μόλις 18 χρόνων. Το «Πικρό Ψωμί» αποτέλεσε την πρώτη και την τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση.
Συμμετείχαν επίσης οι: Ελένη Ζαφειρίου, Ίντα Χριστινάκη, Μιχάλης Νικολόπουλος, Άλκης Παπάς, Νίκος Παντελίδης και Αλέκος Κουρής. Μπορείτε να παρακολουθήσετε δωρεάν την ταινία μέσω της πλατφόρμας του Youtube.
Η κάλπικη λίρα (1955)
Για την ποιότητα του συγκεκριμένου έργου υπό το σενάριο και τη σκηνοθεσία του Γιώργου Τζαβέλλα, αρκούν δύο από τα αναρίθμητα εγκώμια που τις έχουν πλέξει: το πρώτο είναι αυτό του Ζωρζ Σαντούλ, του πλέον αξιόπιστου και ευρυμαθούς ιστορικού του κινηματογράφου, ο οποίος την κατατάσσει ανάμεσα στις 1000 καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου όλων των εποχών. Το δεύτερο είναι της ΠΕΕΚ (Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου), όπου 30 χρόνια μετά την κυκλοφορία της ταινίας, την περιέλαβε στις 10 καλύτερες ελληνικές ταινίες, επίσης όλων των εποχών.
Όπως υπογραμμίστηκε και πιο πάνω, με την προβολή της Κάλπικης λίρας μεταβαίνουμε στη Χρυσή Εποχή του ελληνικού κινηματογράφου. Για να κυριολεκτούμε, αυτό δε συνέβη με το που τελείωσε η πρώτη προβολή της ταινίας, αλλά έπειτα από τα θετικά σχόλια και τις διακρίσεις που κατάφερε να αποσπάσει αρχικά από την εθνική κοινή γνώμη, και έπειτα από τη διεθνή. Το προμήνυμα για την επερχόμενη επιτυχία αποτέλεσε το ρεκόρ εισιτηρίων στην πρώτη της σεζόν (πάνω από 210.000). Έπειτα, ακολούθησαν βραβεύσεις από διάφορα φεστιβάλ, όπως της Βενετίας, του Μπάρι, της Μόσχας, ενώ ακόμα συμμετείχε επίσημα -χωρίς όμως να διακριθεί- σε αυτά των Καννών και Karlovy Vary.
Ο Γιώργος Τζαβέλλας πρωτοπορεί για τα ελληνικά δεδομένα και πλάθει μια ταινία με σπονδυλωτή άρθρωση, δηλαδή περικλείει εντός του φιλμ 4 μικρές ιστορίες οι οποίες συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, με το ενοποιητικό στοιχείο να αποτελεί ο τίτλος, δηλαδή… μία λίρα κάλπικη! Για την ορθότερη ενορχήστρωση χρησιμοποιείται ο Δημήτρης Μυράτ ως αφηγητής. Μάλιστα, η ταινία κλείνει με την εξής φράση του: «κάλπικη δεν είναι η λίρα σε αυτή την ιστορία… κάλπικο είναι, γενικά, το χρήμα…», φράση η οποία συμπυκνώνει το γενικότερο νόημα του έργου· η απρόσκοπτη επιθυμία οποιουδήποτε ανθρώπου να πλουτήσει, αναπόφευκτα τον οδηγεί σε μια ψεύτικη, σε μία κάλπικη ζωή.
Πρωταγωνιστούν οι: Βασίλης Λογοθετίδης, Ίλια Λιβυκού, Βαγγέλης Πρωτοπαππάς, Μίμης Φωτόπουλος, Σπεράντζα Βρανά, Ορέστης Μακρής, Λαυρέντης Διανέλλος, Μαρία Καλαμιώτου, Δημήτρης Χορν, Έλλη Λαμπέτη και Ζώρας Τσαπέλης. Από το 2003 η ταινία κυκλοφορεί σε μορφή DVD, από τις 15 Απριλίου του 2012 επαναπροβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες μέσω του κινηματογραφικού οργανισμού Καραγιάννη-Καρετζόπουλου, ενώ έχει διαρρεύσει και σε πειρατικές ιστοσελίδες.
Συνοικία το όνειρο (1961)
Φέτος, η ταινία κλείνει 60 χρόνια ζωής. Για τον Αλέκο Αλεξανδράκη όμως, τον σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή της, έπαψε να «υπάρχει» από τη στιγμή που υπέστη λογοκρισία. Η ανατριχιαστικά πιστή αποτύπωση της φτωχογειτονιάς του Ασύρματου, μιας παραγκούπολης μεταξύ του λόφου Φιλοπάππου και των Άνω Πετραλώνων, προκάλεσε οξείες αντιδράσεις στην τότε εξουσία. Ειδικότερα, η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή, σε μια περίοδο όπου επιχειρούσε να τονώσει την ελληνική οικονομία παρουσιάζοντας τη χώρα ως ελκυστική στους ξένους επενδυτές, δημιουργούσε συνεχώς πολλά εμπόδια τόσο στα γυρίσματά της όσο και στην προβολή της, απαγορεύοντάς την, με την αιτιολογία ότι «δυσφημούσε την εικόνα της ευημερούσας Ελλάδας». Χρειάστηκε η προσωπική παρέμβαση της δημοσιογράφου Ελένης Βλάχου στον τότε πρωθυπουργό, ώστε να μπορέσει επιτέλους να προβληθεί η ταινία, με τις προσταγές πρώτον, η ταινία να μην προβληθεί σε «εθνικά ευαίσθητες περιοχές», δεύτερον, σε όποιες προβληθεί, να μην προβληθεί με την πρωταρχική της μορφή, καθώς θα πρέπει να κοπούν σκηνές, και τρίτον, οι σκηνές που θα κοπούν, να καούν! Όπως ήταν αναμενόμενο, η ταινία απέτυχε σε όλους τους τομείς και ιδιαίτερα στον οικονομικό, τόσο που ο Αλεξανδράκης αναγκάστηκε να πουλήσει τα δικαιώματά της στους αδελφούς Κουρουνιώτη, λόγω χρεών. Εντούτοις, κατάφερε να αποσπάσει από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1961 δύο βραβεία· της Φωτογραφίας και του Β’ ανδρικού ρόλου.
Οι Τάσος Λειβαδίτης και Κώστας Κοτζιάς, ως σεναριογράφοι, φωτίζουν με άκρως ρεαλιστικό τρόπο μια υπαρκτή μεν, σπάνια προβαλλόμενη σε κάμερες δε, μορφή ζωής. Η φιγούρα του Ρίκου ενσωματώνει τον περιθωριοποιημένο από τις δυσχέρειες που του κληροδότησε ο εμφύλιος πόλεμος Έλληνα, ο οποίος ζει σε κάποια από τις πολλές φτωχογειτονιές της πρωτεύουσας και προσπαθεί -με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο- να τα βγάλει πέρα. Παρ’ όλες τις αντίξοες συνθήκες, ο χαρακτήρας δεν παύει να ονειρεύεται και να ελπίζει σε μέρες καλύτερες. Ωστόσο, ξεπροβάλλουν ηθικά ζητήματα τα οποία συγκρούονται μετωπικά με αυτές του τις φιλοδοξίες.
Τη μουσική και το τραγούδι του έργου ανέλαβαν οι αείμνηστοι Μίκης Θεοδωράκης και Γρηγόρης Μπιθικώτσης αντίστοιχα. Πέρα από τον Αλέκο Αλεξανδράκη, πρωταγωνίστησαν οι: Αλίκη Γεωργούλη, Μάνος Κατράκης, Θανάσης Μυλωνάς, Αλέκα Παΐζη, Σαπφώ Νοταρά, Ηλέκτρα Καλαμίδου, Γιώργος Τζώρτζης, Αλέκος Πέτσος, Βάσος Ανδρονίδης, Αθανασία Μουστακά, Αλέκα Παΐζη και Εύα Ευαγγελίδου. Από τις 9 Ιουνίου 2011 η ταινία ξεκίνησε να επαναπροβάλλεται στα Άνω Πετράλωνα, στην αίθουσα Ζέφυρος, σε διανομή New Star. Ωστόσο, είναι δυνατόν να την παρακολουθήσετε και από την πλατφόρμα του Youtube.
Βοηθητικές πηγές:
Ζήτα μου να γράψω για τον εαυτό μου· δεν έχω χειρότερο. Προτιμώ να με γνωρίσεις διαβάζοντας τα γραπτά μου, κατανοώντας την οπτική και την ψυχοσύνθεσή μου.
Ωστόσο, για τα διαδικαστικά της υπόθεσης, δηλώνω λάτρης κάθε μορφής τέχνης, ειδικά όταν αυτή απεικονίζεται με ρεαλιστικό τρόπο. Ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής, φοιτητής, αρθρογράφος, podcaster και ποιητής. Δε με απασχολεί αν στο τέλος συμφωνήσουμε, με ενδιαφέρει ως το τέλος να συζητήσουμε.
Παράλειψή μου, να συστηθώ. Ανδρέας Μαντζεβελάκης, από τα ανατολικά τής πρωτεύουσάς μας.