Της Παναγιώτας Μητσοπούλου, πρώην συντάκτριάς μας
Κουρασμένο και υπερφορτωμένο απόγευμα. Ήμουν στο μετρό, νομίζω είχαν περάσει αρκετές μέρες, δεν θυμάμαι πόσες, που είχα να σε δω. Γιατί η ζωή είναι τόσο απαιτητική. Γιατί οι υποχρεώσεις μπαίνουν πάνω από τα θέλω. Γιατί ο χρόνος ποτέ δεν είναι αρκετός. Γιατί στερούμε από τον εαυτό μας πράγματα πιστεύοντας ότι θα πετύχουμε άλλα, και τελικά χάνουμε σε όλα. Μια από εκείνες τις μέρες που η απουσία μας -θα πω ψέματα αν πω πως μου έλειπες μόνο εσύ, μου έλειπε αυτό που είμαι μαζί σου- με κατάτρωγε αργά και βασανιστικά, η μνήμη με γέλασε και σε ένιωσα για λίγο δίπλα μου. Εκείνη την ώρα της ημέρας που εραστές και μη, ερωτευμένοι και απογοητευόμενοι, τρέχουν βιαστικά να προλάβουν μια στιγμή, έστω κι αν ποτέ δεν είναι αρκετή, ένα φιλί, μια αγκαλιά. Ανάμεσα σε εκείνους, σε ένιωσα. Η μνήμη των αισθήσεων μου έφερε την γεύση της μυρωδιάς σου, γύρισα να προλάβω, είπα δεν γίνεται να είναι εκείνος. Μάταια σε έπλασα, δεν ήσουν εκεί. Με πρόδωσε η καρδιά, γιατί σου παραδόθηκε χωρίς εξηγήσεις και ανταλλάγματα. Με πρόδωσε και η μνήμη, η τελευταία αίσθηση της παρουσίας σου. Και έτσι αγκαλιά με την λήθη, σε ένα γεμάτο μετρό από άδειους ανθρώπους, προσπάθησα να σε φέρω κοντά μου.
Κάποιος εμπρός μου
Κάποιος εμπρός μου
φορούσε το άρωμα σου
γύρισα
πουθενά εσύ.
Κάποιος εμπρός μου
καπηλεύοντας την μυρωδιά σου
μου θύμησε την γεύση του εσυ.
Εκλάμψεις μνήμης,
μα η λήθη πάντα υπερισχύει.
(θα σε ξεχνάω περισσότερο, για να πεθαίνω λιγότερο)
…
Κάποιος εμπρός μου
μού έδωσε
για λίγο
νόημα και πνοή.