Του Μιχάλη Κοττάκη, πρώην συντάκτη μας
Τα μελήματα του χαρτοφυλακίου της Παιδείας κάθε χρόνο στα τέλη του Ιουλίου είναι συγκεκριμένα. Μερικά από αυτά συνίστανται στην έκδοση των βάσεων των σχολών, την δημοσίευση της εξεταστέας ύλης των πανελληνίων εξετάσεων του επόμενου σχολικού έτους και -το κυριότερο- μεταρρυθμίσεις με έναν πιο μεσοπρόθεσμο χαρακτήρα. Η αρμόδια Υπουργός, λοιπόν, αποφάσισε να παρέμβει στο καθεστώς των ιδιωτικών σχολείων. Στόχος είναι η δια του νέου νομοσχεδίου αλλαγή του καθεστώτος κρατικού παρεμβατισμού που επικρατεί στον χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης, σύμφωνα πάντα με τις επιταγές της ιδεολογίας του νεοφιλελευθερισμού από την οποία διέπεται και η παρούσα κυβέρνηση.

Σε γενικές γραμμές οι διατάξεις του νομοσχεδίου σκοπεύουν στην ενίσχυση των δυνατοτήτων των ιδιωτικών σχολείων. Αυτή αποτυπώνεται με την ενίσχυση της ευελιξίας των ιδρυμάτων αυτών στην παροχή πρόσθετων εκπαιδευτικών υπηρεσιών, στην συγκρότηση του ωρολογιακού τους προγράμματος και στην αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των υποδομών και του προσωπικού τους. Το νομοσχέδιο κατετέθη στη Βουλή προς συζήτηση στις 21 Ιουλίου, στις 24 υπερψηφίστηκε επί της αρχής από την Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων και οι συζητήσεις στο ελληνικό κοινοβούλιο συνεχίζουν μέχρι τις 30 του μηνός, οπότε και έχει χρονολογηθεί η ημερομηνία ψήφισής του στην Ολομέλεια της Βουλής. Οι συζητήσεις έχουν πραγματοποιηθεί έως τώρα με σχετικά χαμηλούς τόνους, ενώ υπήρξαν ολίγες στιγμές έντασης. Η επιχειρηματολογία της αντιπολίτευσης κινείται κυρίως γύρω από τα ζητήματα που ανεγείρει το νομοσχέδιο σχετικά με το εργασιακό καθεστώς των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών και τη μεροληψία στη βαθμολόγηση των μαθητών ιδιωτικών σχολείων. Αφήνονται δηλαδή και αιχμές για το προτεινόμενο σύστημα εποπτείας της λειτουργίας των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων.
Είναι όμως κάτι τέτοιο αρκετό, ή μήπως αποδεικνύει μια ένδειξη τύποις αντιπολίτευσης και μόνο στα επουσιώδη, και όχι στην πραγματική ουσία και στα καίρια ζητήματα που ανεγείρει το νομοσχέδιο; Σε καμία περίπτωση δεν μειώνεται όμως και η σημασία των εργασιακών δικαιωμάτων που αποτελούν αγωνιστικό κεκτημένο πολλών γενεών. Το νομοσχέδιο αυτό περί «Εκσυγχρονισμού της ιδιωτικής εκπαίδευσης» γεννά έναν βαθύτερο προβληματισμό για τον οποίο δεν έχει γίνει ιδιαίτερος λόγος εντός και εκτός των κοινοβουλευτικών θεσμών. Στην δεύτερη παράγραφο του άρθρου 3 αναγράφεται: «Επιπλέον του υποχρεωτικού ωρολογιακού προγράμματος[…] επιτρέπεται να παρέχουν πρόσθετες εκπαιδευτικές υπηρεσίες[…] όπως, ιδίως, ενισχυτική διδασκαλία, πρόσθετη διδακτική στήριξη, ενίσχυση της γλωσσομάθειας, καθώς και διδασκαλία επιπλέον γνωστικών αντικειμένων». Την ίδια ώρα, το άρθρο 16 παρ. 8 του Συντάγματος αναφέρει ότι «Νόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης άδειας για την ίδρυση και τη λειτουργία εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν στο κράτος, τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται σ’ αυτά[…]. Ο ν. 682/1977 είναι ο νόμος που εκπληρώνει τον σκοπό του άρθρου 16 παρ. 8 του Συντάγματος. Συγκεκριμένα, στο 17ο άρθρο του παραπάνω νόμου γίνεται λόγος για το καθεστώς των τίτλων σπουδών που παρέχουν τα ιδιωτικά σχολεία. Ειδικότερα, στις παραγράφους 1 και 2:
1. Οι παρεχόμενοι υπό των ιδιωτικών νηπιαγωγείων, δημοτικών σχολείων και γυμνασίων τίτλοι σπουδών είναι κατά πάντα ισότιμοι προς τους των αντίστοιχων των δημοσίων σχολείων.
2. Οι τίτλοι προαγωγής από τάξεων εις τάξιν των ιδιωτικών λυκείων καθίστανται ισότιμοι προς τους του δημοσίου μετά προηγουμένην επιτυχή κατατακτήριον εξέτασιν εις δημόσιον λύκειον κατά τας κειμένας διατάξεις. Των διατάξεων του προηγουμένου εδαφίου εξαιρούνται τα αναγνωριζόμενα ως ισότιμα προς τα δημόσια σχολεία.
Τα παραπάνω δεδομένα μας οδηγούν σε κάποια συμπεράσματα. Τα επιπλέον γνωστικά αντικείμενα, όπως αναγράφονται στο προς ψήφιση νομοσχέδιο, τα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται στην δημοσίως παρεχόμενη παιδεία καθιστούν άμεσα τους ιδιωτικούς τίτλους σπουδών υπερέχοντες των δημοσίων. Κάτι τέτοιο όμως διαφωνεί με τις προαναφερθείσες διατάξεις των παραγράφων του άρθρου 17 του ν. 682/1977. Με βάση αυτόν τον συλλογισμό, ένα από τα κίνητρα αυτού του νομοθετήματος της κυβέρνησης στοχεύει στο να δώσει αυτό το είδος χώρου στην ιδιωτική εκπαίδευση, στους πρώτους δύο βαθμούς της, ώστε να φτάνει στο επίπεδο της υπεροχής της έναντι των δημόσιων νηπιαγωγείων και σχολείων. Κατά πόσο συμφωνεί, όμως, με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 16 (Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους); Με λίγα λόγια, υπό αυτή τη συνθήκη, θεωρείται βασική αποστολή του κράτους η παιδεία, όταν νομοθετείται το προβάδισμα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στο χώρο της;
