Της Αθανασίας Ρουσάλη, πρώην συντάκτριάς μας
Όπως κάθε μέρα, ξύπνησα όσο πιο νωρίς μπορούσα για να συνεχίσω το αέναο -στα μάτια μου- διάβασμα της εξεταστικής. Ένιωθα τα μάτια μου κουρασμένα, χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο. Ακόμα και μετά το νερό που έριξα στο πρόσωπό μου, η περίεργη αυτή κούραση δεν έλεγε να φύγει, λες και κάτι με τράβαγε προς τη γη. Κι όμως είχα κοιμηθεί αρκετές ώρες. Τι να πω… Δεν ήξερα τι φταίει.
Έτσι, χωρίς να το σκεφτώ πολύ, «μηχανικά» που λένε, πήγα στην κουζίνα να φτιάξω το πρωινό μου το οποίο θα μου έδινε την ενέργεια που επιζητούσα. Καθώς το ετοιμάζω, οι γείτονες από πάνω αποφάσισαν πως η Κυριακή είναι μια θαυμάσια μέρα της εβδομάδας για να χτυπάνε τοίχους και τρυπάνια και έτσι -μαζί με όλα τα άλλα- είχα και μια θεσπέσια μουσική υπόκρουση. Ετοιμάζω στα γρήγορα ένα τοστ και βάζω στη φωτιά να ψήνεται ο ελληνικός καφές.
Περιμένω, χαζεύω στο κινητό κάποια μηνύματα και όταν είναι έτοιμος, πάω στο γραφείο μου να ξεκινήσω το διάβασμα. Ανοίγω τον υπολογιστή, έρχομαι αντιμέτωπη με τις διαφάνειες που έχω να διαβάσω και παίρνω μια ανάσα. Ναι, ξέρω, υπερβολική αντίδραση, αλλά όταν κάθε μέρα κάνεις το ίδιο πράγμα στον ίδιο χώρο, χωρίς τις βόλτες που είχαμε παλιότερα ως διεξόδους όλοι οι φοιτητές ,τα πράγματα γίνονται πιο βαριά και νιώθεις κάτι φορές ότι σε πνίγουν.
Κοιτάω δίπλα. Ο καφές, ζεστός, ακόμα θόλωνε τον τοίχο από πίσω. Παίρνω την κούπα, μυρίζω το μοναδικό αυτό άρωμα του χαρμανιού, κλείνω τα μάτια και γεύομαι την πρώτη γουλιά. Με αυτή την κίνηση κατά έναν περίεργο, αλλά συνάμα φυσικό τρόπο, το μυαλό μου ταξίδεψε σε ένα από τα καλοκαίρια μου, σε εκείνο το νησί. Σε εκείνο το μικρό καφενείο πάνω στο δρόμο με αυτή την καταπράσινη κληματαριά που έδινε σε εκείνη την ζεστή μέρα μια απροσδιόριστη δροσιά. Εκεί που είχα παραγγείλει πάλι έναν ελληνικό μονό και καμάρωνα τη θάλασσα που απλωνόταν μπροστά μου – σαν γαλάζιο χάος.
Η σκέψη μου -αν και το σώμα μου παγιδευμένο σε ένα σημείο- κατάφερε να ξεφύγει και να μου θυμίσει εκείνη την απλή στιγμή που δεν έκανα κάτι ιδιαίτερο αλλά ένιωθα γαλήνη και αισιοδοξία. Αυτή η σκέψη εκείνη τη μέρα μου έδωσε αρκετή εσωτερική δύναμη και κουράγιο για να συνεχίσω ό,τι έκανα. Έτσι, κάθε μέρα προσπαθώ να ξεσκονίζω στο μυαλό μου και να ξετρυπώνω απλές καθημερινές στιγμές που έχω ζήσει σαν αυτή στην οποία τότε δεν είχα δώσει σημασία, αλλά τώρα αποτέλεσε το κίνητρό μου για να συνεχίσω. Όχι, δεν τα καταφέρνω συνεχώς, αλλά από τις όμορφες μας στιγμές πρέπει να πιαστούμε για να μην πέσουμε.
Ίσως, από εδώ και πέρα, όταν καταφέρουμε να ξαναζήσουμε υγιείς και ασφαλείς, εκτιμήσουμε τέτοια απλά, καθημερινά πράγματα και νιώσουμε αληθινά ευτυχισμένοι για τον καφέ που θα πιούμε, για τη βουτιά που θα κάνουμε, για το χαμόγελο που θα δημιουργήσουμε. Ίσως. Το εύχομαι.