«-Ξέρετε τι σημαίνει χίμαιρα…»
«-Βεβαίως. Κάτι το ασύλληπτο, το ανέφικτο.» (Σελίδα 57)
Η «Μεγάλη Χίμαιρα» είναι ένα από τα κορυφαία αριστουργήματα ενός από τους σημαντικότερους πεζογράφους της γενιάς του ’30, Μ.Καραγάτση. Ο Μ.Καραγάτσης, κατά κόσμον Δημήτρης Ροδόπουλος, έγραψε το κείμενο σε μία πρώιμη νουβέλα το 1936, δίνοντάς του τον τίτλο «Χίμαιρα», ενώ στην ολοκληρωμένη αναθεωρημένη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα, εκδόθηκε το 1953. Το συγκεκριμένο έργο μαζί με τα μυθιστορήματα «Γιούγκερμαν» και «Συνταγματάρχης Λάπκιν», εντάχθηκαν από τον ίδιο τον συγγραφέα στην Τριλογία «Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο»’, στα οποία οι τρεις διαφορετικοί ξένοι πρωταγωνιστές αποτυγχάνουν να προσαρμοστούν στη νέα τους πατρίδα και ηττώνται κάτω από τον ελληνικό ήλιο.
Στη «Μεγάλη Χίμαιρα», άξονας όλης της ιστορίας είναι μια μορφή υψηλής δραματικής σαγήνης, η Νορμανδή ελληνολάτρις (κατά τη διόρθωση: με «ι» το θηλυκό στα αρχαία) Μαρίνα Μπαρέ, μια δυναμική γυναίκα, στιγματισμένη από το τραυματικό της παρελθόν. Όλα ξεκινούν όταν η Μαρίνα ερωτεύεται, παντρεύεται και ακολουθεί τον Γιάννη Ρεΐζη, καπετάνιο και πλοιοκτήτη του βαποριού «Χίμαιρα», στη Σύρα (Σύρο), στο πατρικό του σπίτι στον οικισμό της Επισκοπής. Εκεί θα βρεθεί αντιμέτωπη με την χήρα απαιτητική πεθερά της, τον βαθιά καλλιεργημένο, αλλά ναρκισσιστικά απόμακρο αδελφό του άντρα της, Μηνά, και τα πρωτόγνωρα για αυτή δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας κατά την τρίτη περίπου δεκαετία του 20ου αιώνα. Η περίοδος που ο Φοίβος Απόλλωνας (=φωτεινή περίοδος της ζωής της) συντροφεύει τη Μαρίνα στη διανοητική της αναζήτηση συμπίπτει με την ανακάλυψη της ελληνικής φύσης, ενός κόσμου δηλαδή εντελώς αντιθετικού με τα όσα γνώριζε στον Βορρά. Ωστόσο, όταν επέρχεται η οικονομική κατάρρευση της οικογένειας, η οποία είναι συνυφασμένη και με την ψυχική και ηθική κατάπτωση της ηρωίδας, όλα εισέρχονται στον αιματηρό κύκλο του έρωτα και του θανάτου.
Όπως γίνεται αντιληπτό από την υπόθεση, το εν λόγω μυθιστόρημα περιλαμβάνει πλήθος ηθογραφικών αναφορών, οι οποίες αναδύονται μέσω γλαφυρών περιγραφών και ολοζώντανων αφηγήσεων, μεταφέροντας τον αναγνώστη στη Σύρο της εποχής εκείνης. Ενδεικτικά μερικές από αυτές αποτελούν οι εξής: οι κοινωνικές τάξεις του νησιού με την αριστοκρατία να δεσπόζει, οι παραδόσεις μίας τυπικής εύπορης ελληνικής οικογένειας, οι λεπτομέρειες για τη ναυτική ζωή της Σύρου, των πλοιοκτητών και των ναυτών της, αλλά και των οικογένειών τους που μένουν πίσω στο νησί, αγωνιώντας και περιμένοντας τους άντρες που βγάζουν το μεροκάματό τους στη θάλασσα.
Εκτός αυτών, το έργο δομείται πάνω σε μία σειρά αντιθετικών ζευγών, όπως το αρσενικό και το θηλυκό, το ορθόδοξο και το καθολικό, το οικείο και το αλλότριο, το ελληνικό και το ξένο, το ανατολικό και το δυτικό, το αρχαίο και το σύγχρονο. Στην ουσία, δύο αντιθετικοί κόσμοι αναμετρώνται συνεχώς, καθώς η οικογένεια, που κατάγεται από τη σκλαβωμένη Κάσο, αναδεικνύει μία διαφορετική κοινωνική νοοτροπία από την προχωρημένη και απελευθερωμένη γαλλική. Εν τέλει, νικά ο εκ προοιμίου κυρίαρχος ελληνικός κόσμος. Στην πραγματικότητα, όμως, «το κείμενο παρακολουθεί την άνοδο και την πτώση της Μαρίνας και μαζί όλης της οικογένειας Ρεΐζη, από τη στιγμή που η παρουσία της αλλοεθνούς και αλλόθρησκης πρωταγωνίστριας γίνεται η λυδία λίθος για τη μοίρα της τελευταίας» (Μαίρη Μικέ στην εισαγωγή της 48ης έκδοσης του βιβλίου).
Ουσιαστικά, το βιβλίο αποτελεί ύμνο στη γυναικεία ψυχοσύνθεση της νεαρής Γαλλίδας, καθώς και στο δίπολο έρωτας-θάνατος, το οποίο συναντάται στην πλειοψηφία των έργων του Καραγάτση. «Το πάθος συνταυτίζει τον έρωτα με τον θάνατο» (Σελίδα 258). «Ο ερωτισμός, δηλαδή, που φαίνεται ότι άρχει σε ολόκληρη τη δημιουργία του συγγραφέα, είναι αντίρροπο και αντίβαρο της πανίσχυρης ενόρμησης του θανάτου, που είναι εξίσου υπαρκτή και συνήθως επικρατέστερη.»’(Θανάσης Χ. Τζούλης, Ψυχανάλυση και λογοτεχνία). Η καταστροφή μα και η λύτρωση, ως συνακόλουθα του Έρωτα, καθιστούν το κείμενο επίκαιρο και ανεξίτηλο στο χρόνο.
Οι αριστοτεχνικά γραμμένες σελίδες της «Μεγάλης Χίμαιρας» δανείζονται πολλά από τις αρχαίες τραγωδίες που τόσο εύστοχα μνημονεύονται σε αυτές. Η κεντρική ηρωίδα αντλεί στοιχεία από τις δύο τραγικές ηρωίδες του Ευριπίδη, Μήδεια και Φαίδρα, ως προς τον ψυχισμό, το τετράπτυχο Ύβρις-Άτις-Νέμεσις-Τίσις, αλλά και την τελική τιμωρία ή κάθαρσις που θα τις λυτρώσει από την ιλιάδα των αχαλίνωτων -αλλά και τόσο ανθρώπινων- παθών τους. Παραταύτα, η ίδια αυτή προσωπικότητα της Μαρίνας δεν απαρνιέται και στοιχεία της νορμανδικής της καταγωγής, όπως την ομοιότητά της με την Έμμα Μποβαρύ του Φλωμπέρ. Η Φαίδρα, τυφλωμένη από πόθο για τον Ιππόλυτο, τον εκδικείται και τον καταστρέφει, τιμωρώντας στη συνέχεια και τον εαυτό της. Η Μήδεια σκορπά την καταστροφή οργισμένη για την ερωτική προδοσία, δολοφονώντας ακόμα και τα παιδιά της, λίγο πριν διαφύγει κυνηγημένη πάνω στο άρμα του ήλιου. Η Έμμα Μποβαρύ, αναζητώντας το πάθος και την περιπέτεια, προδίδει την συμβατική συζυγική ζωή και παραδίνεται σε δύο εραστές, ξεκινώντας την πορεία προς το τραγικό φινάλε. Η Μαρίνα, κυριαρχημένη από τις επιθυμίες και το ριζικό της, επιδιώκοντας ταυτόχρονα ασυμβατότητες, πράττει όσα όλες οι αρχετυπικές ηρωίδες μαζί. Η Μαρίνα της Σύρου και η Μαρίνα της μικρής γαλλικής επαρχιακής πόλης Ρουέν. Θα δοκιμάσει να χορτάσει την ακόρεστη δίψα της, χωρίς να υποψιαστεί πριν το τέλος, πως ό,τι αναζήτησε, ίσως βρισκόταν αλλού. Όταν το συνειδητοποιήσει, θα παραδεχτεί πως κυνήγησε το ανέφικτο, μια χίμαιρα, που της ξέφυγε μέσα από τα δάχτυλα σαν άμμος.
Η Μεγάλη Χίμαιρα μεταφέρθηκε με μεγάλη επιτυχία στο «σανίδι», σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου (εγγονός του Μ.Καραγάτση) και υπήρξε σταθμός του θεάτρου «Πορεία». Στα τέσσερα χρόνια που παίχτηκε την παρακολούθησαν πάνω από 100.000 θεατές και τιμήθηκε με όλα τα βασικά βραβεία κοινού από το περιοδικό «Αθηνόραμα», η Αλεξάνδρα Αϊδίνη έλαβε το βραβείο «Μελίνα Μερκούρη» για το ρόλο της Μαρίνας Μπαρέ και ο Δημήτρης Τάρλοου το βραβείο σκηνοθεσίας «Κάρολος Κουν» ( https://poreiatheatre.com/plays/h-megalh-ximaira/ ). Μάλιστα, την περίοδο της καραντίνας, η βιντεοσκοπημένη παράσταση από το αρχείο του θεάτρου «Πορεία» ήταν διαθέσιμη για το κοινό δωρεάν στην ιστοσελίδα του.
Στην ερώτηση γιατί ένας νέος στην ηλικία μας αξίζει να διαβάσει τη «Μεγάλη Χίμαιρα» εν έτει 2020, θα επικαλεστώ τη διαχρονικότητα των μηνυμάτων της, την επιστράτευση του παράδοξου ζευγαρώματος μύθων της Αρχαίας Ελλάδας -και όχι μόνο- με επιστήμες όπως η ψυχιατρική, η νευρολογία και η κοινωνική ανθρωπολογία, αλλά και τα γνωρίσματα της πεζογραφικής ιδιοφυΐας του συγγραφέα. Λυρικός, οραματικός, ίσως ένας μεταγενέστερος ηθογραφικός Παπαδιαμάντης και συνάμα ψυχογράφος με έντονες φροϋδικές επιρροές, ιστορικός και ψυχαναλυτής, άφησε ως παρακαταθήκη του ακόμα ένα μυθιστόρημα που μας χαράζει και μας ωριμάζει στο χρόνο.
Ονομάζομαι Ανθή Καψάλη και είμαι απόφοιτος του Λεοντείου Λυκείου Νέας Σμύρνης. Το φθινόπωρο του 2019 ξεκίνησα να φοιτώ στο Τμήμα Βιολογίας της Σχολής Θετικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Εκτός από θέματα που αφορούν το αντικείμενο σπουδών μου, έχω ιδιαίτερη αδυναμία στο Θέατρο, τα ταξίδια και τη Λογοτεχνία. Η αγάπη μου για το γράψιμο και την ανάγνωση βιβλίων και άρθρων υπήρξε ανέκαθεν μεγάλη. Ενισχύθηκε, ωστόσο, με την είσοδό μου στο Πανεπιστήμιο.
Μείζων στόχος μου μέσα από τη συμμετοχή μου στην Εφημερίδα «Φοιτητικός Κόσμος» συνιστά η κοινοποίηση των προβλημάτων και των ανησυχιών που μοιραζόμαστε ως φοιτητές, καθώς και η προβολή ενδιαφερουσών πρωτοβουλιών και ιδεών. Τέλος, μετά τον στείρο τρόπο γραφής που χρειάστηκε να υιοθετήσουμε στο Λύκειο για την έκθεση των Πανελληνίων εξετάσεων, με τη συμμετοχή στην εφημερίδα μου δίνεται πλέον η ευκαιρία ελεύθερης έκφρασης, ανάδειξης προσωπικού ύφους γραφής και δημοσιοποίησης απόψεων πάνω σε ζητήματα που μας αφορούν σχετικά με ποικίλες θεματολογίες.