Ίδια μέρα με τρία χρόνια διαφορά, σαν σήμερα, έφυγαν δυο κορυφαίες μορφές της προπολεμικής ελληνικής ποίησης. Η Μαρία Πολυδούρη πέθανε στις 29 Απριλίου του 1930 και ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης το 1933. Δυο μορφές που ταξίδεψαν όσο λίγοι στα μονοπάτια του έρωτα (ιδιαίτερα η Πολυδούρη) και αποδεικνύουν το πόσο μοναδικά διαφορετικούς ποιητές έχει γεννήσει αυτός ο μικρός βράχος στην άκρη της Μεσογείου. Δυο πρόσωπα που αγαπήθηκαν, αγάπησαν και η πραγματική τους αναγνώριση, αυτή που τους άξιζε, επήλθε από το ελληνικό κοινό μετά το θάνατο τους. Εκείνη, μόλις 28 ετών, χτυπημένη από τη φυματίωση,άφησε την τελευταία της ανάσα και πήγε να συναντήσει τον έναν και μοναδικό της έρωτα, τον Κώστα Καρυωτάκη. Ο Καβάφης, ύστερα από μια ζωή γεμάτη με πάθη που γλαφυρά ζωγράφισε με τους στίχους του, κατέληξε στην Αθήνα και εν τέλει ο καρκίνος του λάρυγγα τον νίκησε σε ηλικία 70 ετών (σήμερα θα λέγαμε σχετικά νωρίς-δεδομένου πως πλέον τα 80+ θεωρούνται μια μεγάλη ηλικία).
Για κάποιο περίεργο λόγο, ίσως η τύχη ή η μοίρα, αυτοί οι δυο άνθρωποι έφυγαν από τη ζωή την ίδια μέρα. Δεν έχει σημασία ούτε ο χρόνος, ούτε η ηλικία, ούτε ο τρόπος ή ο τόπος από όπου χαιρέτησαν τον κόσμο από ψηλά. Σημασία έχει πως, μετά από 90 σχεδόν χρόνια, οι στίχοι τους αγγίζουν τις ευαίσθητες χορδές όλων μας. Μπορούν να σε αγκαλιάσουν γλυκά, θυμίζοντας σου εικόνες και άλλες αναμνήσεις του ωραιότερου συναισθήματος που υπάρχει, του Έρωτα.
Για την Πολυδούρη (οι κυρίες προηγούνται), ο έρωτας και η ποίηση βρίσκονταν στα μάτια και στα χείλη του Κώστα Καρυωτάκη. Δυστυχώς, όμως, η σύντομη ζωή της ποιήτριας από την Καλαμάτα δεν της επέτρεψε να μας δώσει κι άλλα έργα της. Το βάπτισμα του πυρός ήρθε σε ηλικία μόλις 14 ετών, με το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας», το οποίο αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού (επηρεασμένο από τα μανιάτικα μοιρολόγια). Από μικρή ηλικία ήταν ένα πνεύμα ανήσυχο, με ιδιαίτερη αδυναμία στο γυναικείο ζήτημα. Στα 18 της έχασε και τους 2 γονείς της μέσα σε 40 μέρες, συνεπώς από νεαρή πορεύτηκε μόνη της στη ζωή της. Αν και θα ζούσε μόνο ακόμα 10 χρόνια, όλη η αυτή η δεκαετία θα ήταν καθοριστική. 7 μήνες πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, τον Ιανουάριο του 1922, θα γνωρίσει τον Καρυωτάκη. 26 ετών εκείνος και αυτή 20. Θα ερωτευτούν σφόδρα ο ένας τον άλλο στην ταραγμένη Ελλάδα του 20’. Είναι η εποχή της συνεχούς πολιτικής αστάθειας, των εθνικών περιπετειών και πολέμων, με το θάνατο και τον έρωτα να κατακλύζουν τους στίχους της. Ο Καρυωτάκης τότε μόλις που είχε εκδώσει 2 ποιητικές του συλλογές και εκείνη κάποια πρωτόλεια ποιήματα. Το καλοκαίρι του 1922, ο Καρυωτάκης ανακαλύπτει ότι πάσχει από σύφιλη, αθεράπευτη νόσος τότε και κοινωνικό στίγμα.Ζητάει από τη Μαρία να χωρίσουν. Εκείνη αρνείται και του προτείνει να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά. Ο Κώστας διαφωνεί και χωρίζουν, με τη Μαρία να αμφιβάλει για την ειλικρίνεια του. Η ομορφιά και τα πλούτη του δικηγόρου, Αριστοτέλη Γεωργίου, που γνώρισε το 1924 και τον αρραβωνιάστηκε δεν μπόρεσαν να σβήσουν την φλόγα της για τον Καρυωτάκη. Τον αγαπούσε βαθιά και αληθινά. Προσπάθησε να ξεφύγει, να μην τον σκέφτεται, με τους στίχους της να μας δίνουν μια πλήρη εικόνα όλων όσων ένιωθε μέσα της για αυτόν. Όπως έχει αναφέρει και ο Κώστας Στεργιόπουλος (καθηγητής του Ε.Κ.Π.Α.):
«Η Μαρία Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία (…) Γι’ αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ’ ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του εσωτερικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα με όλες τις γενικεύσεις και τις υπερβολές που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση».
Θα διαγνωστεί πως πάσχει από φυματίωση και το 1928, στο νοσοκομείο Σωτηρία, θα μάθει πως αυτοκτόνησε ο Καρυωτάκης. Μόνη της πια θα συνεχίσει τη μάχη με τη φυματίωση, με τον Κώστα να ζει μέσα της και στους στίχους της, μέχρι να τον συναντήσει. Στην κλινική θα γνωρίσει και τον νεαρό Γιάννη Ρίτσο, 7 χρόνια μικρότερός της, με τον οποίο θα ανταλλάξουν διάφορες σοσιαλιστικές απόψεις.
Τρία χρόνια μετά θα πεθάνει και ο Καβάφης.
«Εἶμαι Κωνσταντινουπολίτης τὴν καταγωγήν, ἀλλὰ ἐγεννήθηκα στὴν Ἀλεξάνδρεια — σ’ ἕνα σπίτι τῆς ὁδοῦ Σερίφ· μικρὸς πολὺ ἔφυγα, καὶ ἀρκετὸ μέρος τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας τὸ πέρασα στὴν Ἀγγλία. Κατόπιν ἐπισκέφθην τὴν χώραν αὐτὴν μεγάλος, ἀλλὰ γιὰ μικρὸν χρονικὸν διάστημα. Διέμεινα καὶ στὴ Γαλλία. Στὴν ἐφηβικήν μου ἡλικίαν κατοίκησα ὑπὲρ τὰ δύο ἔτη στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὴν Ἑλλάδα εἶναι πολλὰ χρόνια ποὺ δὲν ἐπῆγα. Ἡ τελευταία μου ἐργασία ἦταν ὑπαλλήλου εἰς ἕνα κυβερνητικὸν γραφεῖον ἐξαρτώμενον ἀπὸ τὸ ὑπουργεῖον τῶν Δημοσίων Ἔργων τῆς Αἰγύπτου. Ξέρω Ἀγγλικά, Γαλλικὰ καὶ ὁλίγα Ἰταλικά.»
Μοντέρνος και βυζαντινός, μεσογειακός αλλά και παγκόσμιος, ένα είναι σίγουρο πως ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης είναι ένας από τους ελάχιστους ποιητές που αποτελούν από μόνοι τους μια ολόκληρη ποιητική Σχολή. Με το δικό του μοναδικό τρόπο ταξίδευε, με 2 κουπιά ειρωνείας, στα πελάγη της Φιλοσοφίας, της Ιστορίας, του Έρωτα και των Αισθήσεων. Πάντα υπό τη συνοδεία των κεριών του, στους στίχους του θα βρει μια αποκαλυπτική διέξοδο να εκφράσει όλα όσα το συντηρητικό περιβάλλον της εποχής του δεν μπορεί να συλλάβει. Η αγάπη του για έναν νεαρό, όταν η οικογένεια του διέμενε στην Κωνσταντινούπολη, η πίεση να συνεχίσει την οικογενειακή επιχείρηση του πατέρα του, πολλές εικόνες και εκφάνσεις της εποχής του αγκαλιάζονται μαζί με την ιδιαίτερη γλώσσα του (μείγμα καθαρεύουσας-δημοτικής, με ιδιωματικά στοιχεία της Κωνσταντινούπολης).
Λόγω των οικονομικών και νομικών γνώσεων του υπήρξε για χρόνια δημόσιος υπάλληλος στην γενέτειρα του την Αλεξάνδρεια, της οποία έγινε σύμβολο. Μπορούμε να πούμε πως ζούσε μια διπλή ζωή, αυτή του απλού και φιλήσυχου υπαλλήλου και εκείνη του ποιητή που, σχετικά αργά, έγινε γνωστός και αργότερα παγκόσμιος. Αυτή η διπλή ζωή-ίσως-να εξηγεί την απεριόριστη μελαγχολία και σοβαρότητα του βλέμματος του στις φωτογραφίες του.
Συνολικά έγραψε 296 ποιήματα (154 Αναγνωρισμένα, 75 Κρυμμένα, 37 Αποκηρυγμένα και 30 Ατελή), ενώ για τους πολιτικούς προβληματισμούς του μπορούμε να πάρουμε μια γεύση και από 2 άρθρα του, «Τα Ελγίνεια Μάρμαρα» και «Νεώτερα περί των Ελγίνειων Μαρμάρων» που δημοσιεύτηκαν τον Απρίλιο του 1891 (Με την 1η ευκαιρία θα προσπαθήσουμε να τα δημοσιεύσουμε). Σε αυτά κατακεραυνώνει, με το ιδιαίτερο ύφος και ειρωνεία του, την βρετανική αλαζονεία και την ανήθικη κλοπή του Έλγιν.
Σας παραθέτουμε 2 αγαπημένα μας ποιήματα των 2 αυτών εξαιρετικών δημιουργών και ελπίζουμε κι εσείς να εξερευνήσετε και ταξιδέψετε με τους στίχους τους.
Μετά σοῦ τὸ πᾶν, νομίζω, προσηνὲς μὲ μειδιᾶ,
στὸν καθρέπτη τῶν ΄ματιῶν σου τὴν χαρὰν ἀντανακλᾶ.
Στάσου φῶς μου καὶ ἀκόμη δεν σὲ εἶπα τὰ μισὰ
ἀπ΄ἐκεῖνα ποὺ πιέζουν τὴν ἐρῶσαν μου καρδιὰ
καὶ στὰ χείλη μου ὁρμοῦνε μὲ μιὰ μόνη σου ΄ματιὰ.
Μὴ μὲ ὁμιλεῖς ἂν θέλης, μὴ μὲ πεῖς γοητευτικὰ
λόγια ἀγάπης καὶ λατρείας. Φθάνει νἆσαι ἐδῶ κοντά,
νὰ σὲ λέγω πὼς σὲ θέλω, νὰ σʼἐγγίζω, τὴν δροσιὰ
τοῦ πρωϊοῦ ποὺ ἀναπνέεις νʼ ἀναπνέω, κι ἂν καὶ αὐτὰ
ὑπερβολικὰ τὰ βρίσκῃς νὰ σὲ βλέπω μοναχά!
Κ.Π.Καβάφης, «Έπος Καρδιάς» (1886)
Δέν τραγουδῶ, παρά γιατί μ’ ἀγάπησες
στά περασμένα χρόνια.
Καί σέ ἥλιο, σέ καλοκαιριοῦ προμάντεμα
καί σέ βροχή, σέ χιόνια,
δέν τραγουδῶ παρά γιατί μ’ ἀγάπησες.
Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου
μιά νύχτα καί μέ φίλησες στό στόμα,
μόνο γι’ αὐτό εἶμαι ὡραία σάν κρίνο ὁλάνοιχτο
κι ἔχω ἕνα ρῖγος στήν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου.
Μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν
μέ τήν ψυχή στό βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα τό ὑπέρτατο
τῆς ὕπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν.
Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα
γι’ αὐτό ἡ ζωή μου ἐδόθη
στήν ἄχαρη ζωή τήν ἀνεκπλήρωτη
μένα ἡ ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες
ἔζησα, νά πληθαίνω
τά ὀνείρατά σου, ὡραῖε, πού βασίλεψες
κι ἔτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες.
Μαρία Πολυδούρη, «Οἱ τρίλιες πού σβήνουν» (1928)
Ονομάζομαι Βαγγέλης Βαλαβάνης. Συντάκτης, από τα ιδρυτικά μέλη του Φοιτητικού Κόσμου. Είμαι φοιτητής του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου. Αν και ερωτευμένος βαθιά με την Ιστορία και το Ιστορικό-Αρχαιολογικό, ο αέρας των Πανελληνίων με έστειλε στο εξωτικό και γυναικοκρατούμενο Πάντειο. Ιστορία, η πρώτη αγάπη. Πολιτικές Επιστήμες η δεύτερη. Η συγγραφή όμως, μια και μοναδική. Ίσως ο μοναδικός τρόπος να μπορώ να είμαι κοντά και στις δυο μου αγάπες. Να εκφράζομαι, να προβληματίζομαι, να αναδεικνύω τα κακώς κείμενα της εποχής μου, να δέχομαι και να ασκώ κριτική, να…να…να… Να ταξιδεύω και να αναπνέω.
Γιατί αυτό είναι η συγγραφή. Μια ανάσα μες στην σκόνη του κόσμου. Μια πράξη βαθιά πολιτική και συναισθηματική. Γιατί η γραφή ήταν, είναι και θα είναι ένα από τα μεγαλύτερα δημιουργήματα του Ανθρώπου. Ο τρόπος του να αποτυπώσει την ψυχή του, το αέναο πάθος του για τη ζωή και να ακολουθεί το βαθύ του χτυποκάρδι. Ένα ταξίδι για να τον ανακαλύψουμε και να τον κάνουμε καλύτερο. Και αυτός εδώ στον Φ.Κ. είναι και ο δικός μας στόχος. Γράψτε. Προβληματιστείτε. Ανακαλύψτε και Ονειρευτείτε για τον δικό σας. Για έναν κόσμο που μας αξίζει. Για τον δικό μας κόσμο. Τον Φοιτητικό Κόσμο.