Ονειροπόλοι στην Αθήνα του σταματημένου ρολογιού

Ονειροπόλοι στην Αθήνα του σταματημένου ρολογιού

Μπορεί να μένουμε πάλι στο σπίτι. Να στερούμαστε τους αγαπημένους μας αγωνιώντας και να στεναχωριόμαστε για καθημερινές και πολλές πλέον ανθρώπινες απώλειες από τον κορωνοϊό. Προσοχή! Προσοχή! Ατομική ευθύνη… γιατί δεν υπάρχει η απαραίτητη κυβερνητική. Όμως, αρκετά για λίγο. Μπορεί η κατάσταση να είναι κρισιμότερη σε αυτό το lockdown, αν και το συγκεκριμένο το λες και πιο light (με τα δημοτικά ανοιχτά και όχι όλους τους παραγωγικούς τομείς κλειστούς), αλλά πρέπει να ξεφεύγουμε και λίγο. Κλείστε την οθόνη και ανακαλύψτε το πόσο θαυματουργή είναι η μετακίνηση 6 κι ας μην ήσασταν ποτέ φανς της γυμναστικής. Ας πάρουμε μια ανάσα λοιπόν. Γιατί ο κορωνοϊός μπορεί να μας ταλαιπωρεί, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως σταματήσαμε να ζούμε σε μια τόσο όμορφη πόλη που σου δίνει τη δική της ανάσα.

2η μέρα μέσα δεν παλεύεται άλλο. Κατεβάζεις τα χειμερινά. Κάνεις μάθημα online και μετά οι 4 τοίχοι απλά σε βαραίνουν. Ζακέτα, σορτσάκι, αθλητικά, γάντια, σκουφί και παίρνεις το ποδήλατο. Καθαρός αέρας στο πρόσωπο. Ήδη κάπως ξεφεύγεις. Στέλνω και το μήνυμα μόλις φτάσω στη θάλασσα. Η ανάσα μου κάπως ανακουφισμένη δίχως τη μάσκα (δεν είναι σωστό άλλωστε να τη φοράτε στη γυμναστική-ένα ακόμα κίνητρο για να αθληθείτε). Μουσική και ξεκινώ. Ο δρόμος άδειος, είναι όλος δικός μου. Το κρύο διαπερνά το σώμα και η μουσική όλο και περισσότερο το ζεσταίνει. Η ταχύτητα ανεβαίνει. Τα κύματα στα αριστερά γλυκά μου χαϊδεύουν τα μάτια και τα φώτα των ελάχιστων αυτοκινήτων μου θυμίζουν πως μπορώ να τρέξω. Και θέλω τόσο πολύ. Θέλω να τρέξω με την ψυχή μου. Τίποτα και κανείς να μην με σταματά. Βγαίνω στην άσφαλτο και όλο και ανεβάζω ταχύτητα. Από την μια πλευρά απόλαυση που κανένας οδηγός δεν με ενοχλεί, από την άλλη μια μελαγχολία. Όπως λέει και το γνωστό τραγούδι του Βασίλη Παπακωνσταντίνου: «Άδεια η πόλη. Που πήγαν όλοι;»

Φτάνω στο μεγάλο μου καταφύγιο με τους μεγάλους δρόμους, το πολύ πράσινο και τα κύματα της λίμνης του. Λιγοστοί περαστικοί. Ζευγάρια χέρι-χέρι και καμιά παρέα από λυκειόπαιδα. Τι να κάνουμε… Καλύτερα στο κρύο παρά χώρια από αυτούς που αγαπάμε. Επιτέλους, δεν χρειάζεται να φρενάρω κάθε λίγο και λιγάκι. Ο δρόμος είναι όλος δικός μου. Ακολουθώ το κόκκινο μονοπάτι. Αυτό που αγαπώ πιο πολύ από όλα γιατί περνώ μέσα από τα πάντα. Σαν τους παππούδες μας που ανέβαιναν τους φράχτες για να δουν κρυφά σινεμά, έτσι κι εγώ χαζεύω τα μπαλκόνια. 11 Νοεμβρίου και ήδη κάποιοι έχουν στολίσει ή στολίζουν. Λαμπάκια στα μπαλκόνια, μέχρι και δέντρα στο σαλόνι. Λογικό, μπας και ξεχαστούμε από αυτόν τον εγκλεισμό.

Σχεδόν άδειο μια κρύα χριστουγεννιάτικη νύχτα. Τώρα ακόμα πιο άδειο και δίχως τη μαγεία των γιορτών να έχει έρθει ακόμα.

Οι ρόδες του δίκυκλου φίλου μου καταπίνουν όλο και περισσότερα χιλιόμετρα. Καλλιθέα, Ταύρος, Πετράλωνα… Στενά και δρομάκια άδεια και το κόκκινο μονοπάτι όλο και ψηλότερα με οδηγεί. Αμάξια ελάχιστα και μόνη μου παρέα πλέον ο Ηλεκτρικός, που και αυτός σιγά σιγά πάει να κοιμηθεί. Εκεί κάπου κοντά βλέπω εκείνους τους τύπους που κανείς δεν θέλει να συναντά στις μέρες μας. Μαζεμένοι αράζουν, πίνουν καφέδες και που και που κοιτούν κανένα περαστικό για τη μάσκα. Είναι κοντά το σπίτι του αφεντικού τους στο δικό μου μονοπάτι για αυτό και τους συναντώ. Αδιαφορώ και προχωρώ. Το κόκκινο ποτάμι μου με πήρε μακριά από τη θάλασσα και με ξέβρασε πάνω στις αρχαίες φλέβες της πόλης. Αριστερά μου εκείνο το παλιό εργοστάσιο που όλοι μαζί τραγουδάμε τα καλοκαίρια μας. Και όπως είπε και εκείνος ο λατρεμένος μας τροβαδούρος, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, θα ξανατραγουδήσουμε αγκαλιά κάτω από τα αστέρια.

Οι ρόδες μου σηκώνουν τη σκόνη του Κεραμικού. Ευθεία μπροστά η φωτεινή και εντελώς άδεια Ερμού με την πύλη του Κοινοβουλίου να φαίνεται. Η απόλυτη ερημιά και δεξιά μου να ανατέλλει σιγά σιγά αυτός ο Βράχος που με κάνει να μην θέλω να γυρίσω σπίτι. Ας ανέβαινα για λίγο με τα δυο μάτια που θέλω να είχα αγκαλιά στο κρύο. Οι ανάσες μου βαριές, αλλά οι Animals κάνουν τη δουλειά τους. Ανηφορίζω στις αρχαίες φλέβες πηγαίνοντας προς την καρδιά. Πάνε οι πάγκοι με τα κοσμήματα και οι πλανόδιοι που όλοι μας μπορεί να έχουμε χαζέψει ή να έχουμε αγοράσει ένα δώρο της τελευταίας στιγμής. Τα αστέρια όλο και φωτεινότερα. Σβηστά τα φώτα των ξενοδοχείων και ο αέρας να λυσσομανά. Το πετάλι γίνεται βαρύ και οι Queen κάπως με βοηθούν να φτάσω στην κορυφή του δρόμου.

Το πλακόστρωτο γνωστό. Ένας δρόμος όλη μου η ζωή. Βόλτες μικρός με τη μαμά στο καρότσι. Αργότερα με παρέες και ξενύχτια. Με τα πόδια ως το σπίτι. Αλλά δεν με ένοιαζε και πολύ. Αρκεί που περνούσα από αυτόν τον δρόμο. Και αυτός μόνος του σαν εμένα στο κρύο. Πού να είναι άραγε εκείνος ο ωραίος σαξοφωνίστας που ζευγάρια χόρευαν στους ήχους του; Ή εκείνοι οι ωραίοι οι έντεχνοι με τα όργανα που παρέες καθόντουσαν στα σκαλιά του Ηρωδείου για να ακούσουν. Πάνε όλοι τους. Μόνο ένας παππούς ρακένδυτος με ένα παχύ παλτό ξαπλωμένος έξω από μια εκκλησία. Μένει και αυτός στο «σπίτι». Μόνο που αυτός έχει καλύτερη θέα από εσένα κι εμένα. Σεντόνι του το φεγγάρι και στο «παραθύρι» του η Ακρόπολη και ο Παρθενώνας.

Πανσέληνος, το Ερέχθειο και η βόρεια πλευρά του Παρθενώνα.

Έχω φτάσει στην καρδιά. Η ψυχή μου ηρεμεί. Η ανάσα μου χαλαρώνει και πατώ το φρένο. Το θρόισμα των φύλλων, τα φώτα της Αρεοπαγίτου και ο Βράχος μου κρατούν συντροφιά. Οι ρόδες μου θέλουν να καταπιούν κι άλλα χιλιόμετρα. Το σώμα μου δεν κρατιέται και τα μάτια μου μια θέλουν να χαζέψουν την Ακρόπολη και μια να βολτάρουν σε όλο το κέντρο τώρα που είναι άδειο. 5 λεπτά ακόμα, λέω από μέσα μου σαν μικρό παιδάκι που δεν θέλει να ξυπνήσει για το σχολείο. Μου είχε λείψει πολύ η Ακρόπολη. Λίγο το Ιστορικό-Αρχαιολογικό που δεν κατόρθωσα να ακολουθήσω, λίγο το ότι με όλα όσα ζούμε ένα μουσείο ή έναν αρχαιολογικό χώρο δεν μπορούμε να επισκεφτούμε, μου έλειψε αυτή η απόδραση μες στην πόλη μου. Η μαγεία της όμως ποτέ δεν τελειώνει, για αυτό και συνεχίζω το πετάλι. Ξαναπετυχαίνω πάλι αυτούς. Ο ένας μάλιστα με στραβοκοιτά. Το συνηθίζουν γενικά όσοι από αυτούς δεν έχουν τίποτα άλλο παρά μόνο μια στολή να γεμίζει το κενό τους μυαλό και να κρύβει τα κατασταλτικά ένστικτά τους. Αυτός που ήταν δίπλα του τον κατάλαβε και του την είπε που με στραβοκοίταξε. Γιατί υπάρχουν οι μπάτσοι, αλλά υπάρχουν και οι αστυνομικοί. Αδιαφορώ και προχωρώ. Φτάνω στην αρχαία πύλη που οδηγεί προς το μυαλό. Από την καρδιά στο μυαλό και πάλι πίσω στη θάλασσα. Για αυτό αγαπώ αυτή την διαδρομή. Μαζί μου στην Πύλη του Αδριανού ένα τρόλεϊ τρέχει δίπλα μου. Κόκκινο φανάρι για αυτό και για δευτερόλεπτα χαίρομαι μόνος μου που το προσπερνώ σε αυτήν την άτυπη κοντρούλα. Έχει βγει και ο Δήμος να ψεκάσει έξω από τον κήπο των παιδικών μας χρόνων. Τρώω κι ένα ψέκασμα. Το κορμί μου ανακουφίζεται κάπως. Ξεπιάνεται από το καθισιό του σπιτιού. Ανάσα ανεκτίμητη. Προχωρώ προς το Σύνταγμα. Το θυμάμαι στην 1η καραντίνα. Τι σοκ ήταν αυτό. Άδειο το κεντρικότερο σημείο της Ελλάδας. Σαν πόλεμος. Τα μπλε φώτα όλο και αυξάνονται, αλλά εγώ συνεχίζω την πορεία μου. Δεξιά μου ο Κήπος των παιδικών μου χρόνων. Ο ήλιος να μου καίει το πρόσωπο, το χέρι του παππού μου, τα χρώματα και οι ήχοι… πολλές αναμνήσεις πίσω από την κλειστή του πόρτα. Όμορφες και μοναδικές που ίσως ποτέ δεν θα ξεχάσω. Αυτές είναι που πρέπει να κρατάμε και στη ζωή μας. Τώρα, αυτές τις δύσκολες μέρες, φροντίστε τέτοιες να κρατήσετε μέσα σας και -γιατί όχι- να δημιουργήσετε. Οι άνθρωποι και οι αναμνήσεις με αυτούς μας δίνουν μια άλλη πνοή να συνεχίσουμε.

Έφτασα στο μυαλό της πόλης. Σταματώ ξανά να απολαύσω τη στιγμή. Τόσο μοναδικό θέαμα μα και τόσο περίεργο ταυτόχρονα. Η πλατεία που τόσα έχουν γίνει. Τόσες αλλαγές και εξελίξεις έχουν γεννηθεί στο κέντρο της. Πλέον είναι έρημη. Μια εκκωφαντική σιωπή.

Γέμισαν τα μάτια μου και το μυαλό μου εικόνες. Κατηφορίζω από την αγαπημένη μου γειτονιά. Μακάρι να μπορούσα να σε βγάλω έξω να κάναμε οι δυο μας αυτή τη μικρή βόλτα. Δραπέτες μες στην πόλη μας. Στρίβω αριστερά στα γνώριμα σοκάκια που τόσα γέλια και ξενύχτια έχουν αντικρύσει. Κουκάκι σίτυ, η μικρή μας γειτονία κοντά στο Πάντειο. Τέρμα τα γκάζια επιτέλους. Κανένα αμάξι να με ενοχλεί. Πολυκατοικίες, κτήρια θηρία, μαγαζιά, νεοκλασικά του 1930, εγκαταλελειμμένα σπίτια σαν ένα γρήγορο φιλμ περνούν από μπροστά μου. Μόνη και έρημη και η Γεωργάκη Ολυμπίου. Αυτός ο δρόμος. Το στέκι μου και το μικρό μου καταφύγιο στη βουή της πόλης. Πόσες στιγμές με φίλους και παρέες. Εκεί είναι ακόμα. Κι ας είναι σκοτεινός ο δρόμος, σχεδόν τρομακτικός. Τι κι αν τα ρολά είναι κλειστά, σημασία έχουν οι στιγμές που κρύβονται πίσω από αυτά. Θέλω να γυρίσω προς το Βορρά να μην γυρίσω σπίτι. Να σε πάρω από εκεί που είσαι τώρα και να κατηφορίσουμε μαζί στη θάλασσα. Κατεβαίνω πάλι από τη Συγγρού προς το καταφύγιό μου.

Πηγή: EUROKINISSI

Αυτοκίνητο ούτε για δείγμα. Η ώρα 12. Χαμηλώνω τη μουσική φτάνοντας στον κυματοθραύστη. Η πνοή των κυμάτων, λίγα φώτα, κρύο και η μουσική μου με χαλαρώνουν. Καίω ολόκληρος. Αυτή η ωραία κάψα μετά την προπόνηση που σε φέρνει στα ίσια σου. Κοιτώ το πέλαγος και σκέφτομαι το νησί μου. Την δεύτερη μου πατρίδα και όλα όσα περάσαμε μαζί το καλοκαίρι. Μακάρι να μπορούσα να σε πάρω εκεί που αγκαλιά, με ένα ποτήρι κρασί βλέπαμε τα αστέρια και αυτά μας έβλεπαν να παίζουμε ξαπλωμένοι. Η βόλτα μου τελειώνει. Ήταν αυτό που έπρεπε. Ξαναβυθίζομαι στα πορτοκαλί φώτα των στενών.

Μπαίνω στο μπάνιο να χαλαρώσω. Εκεί που όλοι αφήνουμε τις σκέψεις μας σαν το νερό να τρέξουν πάνω μας και μέσα μας.  Θα ήθελα να ήμασταν ελεύθεροι. Θα ήθελα να ζω κάθε βράδυ έτσι. Θα ήθελα να ξαναδώ αυτή τη διαδρομή που αγαπώ γεμάτη με κόσμο. Ζευγάρια αγκαλιασμένα, γεμάτα μαγαζιά, μουσική να ρέει στους δρόμους. Θα ήθελα να μην περνάμε μόνο μέσα τον χρόνο μας. Να σου έδειχνα όλα όσα ξέρω για αυτό το μαγικό τόπο που τόσο αγαπώ. Και επειδή τον αγαπώ είναι μέρος της ψυχής μου. Θα ήθελα… Θα ήθελα… Θα ήθελα… Θέλω πολλά. Θέλω να απελευθερωθώ ξανά. Θέλω να ζήσω ελεύθερα με εσένα και όσους αγαπώ μαζί. Πήρα για σήμερα την ανάσα μου και θυμήθηκα. Θυμήθηκα πως όλα αυτά με περιμένουν. Μας περιμένουν. Όλη αυτή η ομορφιά του μικρού μας βράχου μας περιμένει για να τον απολαύσουμε και να ζήσουμε κάθε λεπτό της ζωής μας στο απέραντο ουρανό του. Ψυχή βαθιά παιδιά. Όλο αυτό που ζούμε δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια φάση. Οι δρόμοι είναι δικοί μας. Τα καλύτερά μας χρόνια είναι εδώ και θα τα ζήσουμε όπως μας αξίζει.

Αφιερωμένο στα δυο μάτια που περνάμε αγκαλιά την καραντίνα (και που μπορεί να φάω το 300άρι για χάρη τους). Αφιερωμένο σε όλα τα παιδιά της γενιάς μας που νιώθουμε την πίεση του νέου lockdown. Οι καλύτερες μέρες έρχονται.

+ posts

Ονομάζομαι Βαγγέλης Βαλαβάνης. Συντάκτης, από τα ιδρυτικά μέλη του Φοιτητικού Κόσμου. Είμαι φοιτητής του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου. Αν και ερωτευμένος βαθιά με την Ιστορία και το Ιστορικό-Αρχαιολογικό, ο αέρας των Πανελληνίων με έστειλε στο εξωτικό και γυναικοκρατούμενο Πάντειο. Ιστορία, η πρώτη αγάπη. Πολιτικές Επιστήμες η δεύτερη. Η συγγραφή όμως, μια και μοναδική. Ίσως ο μοναδικός τρόπος να μπορώ να είμαι κοντά και στις δυο μου αγάπες. Να εκφράζομαι, να προβληματίζομαι, να αναδεικνύω τα κακώς κείμενα της εποχής μου, να δέχομαι και να ασκώ κριτική, να…να…να… Να ταξιδεύω και να αναπνέω.
Γιατί αυτό είναι η συγγραφή. Μια ανάσα μες στην σκόνη του κόσμου. Μια πράξη βαθιά πολιτική και συναισθηματική. Γιατί η γραφή ήταν, είναι και θα είναι ένα από τα μεγαλύτερα δημιουργήματα του Ανθρώπου. Ο τρόπος του να αποτυπώσει την ψυχή του, το αέναο πάθος του για τη ζωή και να ακολουθεί το βαθύ του χτυποκάρδι. Ένα ταξίδι για να τον ανακαλύψουμε και να τον κάνουμε καλύτερο. Και αυτός εδώ στον Φ.Κ. είναι και ο δικός μας στόχος. Γράψτε. Προβληματιστείτε. Ανακαλύψτε και Ονειρευτείτε για τον δικό σας. Για έναν κόσμο που μας αξίζει. Για τον δικό μας κόσμο. Τον Φοιτητικό Κόσμο.