Ξύπνησε με τον πονοκέφαλο της απελπισίας. Στην αρχή είχε την ελπίδα πως προερχόταν από την αϋπνία, από την πίεση, από τις φωνές της γυναίκας του και της κόρης του, οι οποίες είχαν γίνει, δυστυχώς, μια βασανιστική καθημερινότητα το τελευταίο εξάμηνο… Στο τέλος έπρεπε να το παραδεχθεί στον εαυτό του: Δεν ήταν πονοκέφαλος κόπωσης, ήταν πονοκέφαλος ρουτίνας.
Λένε πως η ρουτίνα είναι το μπετό, με το οποίο ο άνθρωπος μπαζώνει την ψυχή του. Και είναι αλήθεια. 10 χρόνια τώρα, η καρέκλα του, το γραφείο του, ο γάμος του, του υπενθυμίζουν σε καθημερινή βάση ότι η τρύπα που έσκαψε χθες είναι ένα τίποτα, και πως θα πρέπει να συνεχίζει να σκάβει τρύπες, ξανά και ξανά, μέχρι την στιγμή που η τρύπα θα σκαφθεί όχι από εκείνον, αλλά για εκείνον…
Μπήκε στο γωνιακό καφέ, από το οποίο έπαιρνε τον καφέ του κάθε μέρα. Σήμερα είχε βάρδια αυτή η νόστιμη ξανθιά, να ήταν καν 25; Για έναν νεκρό παντρεμένο, οι νόστιμες ξανθιές είναι μια καλοκαιρινή αναλαμπή μέσα σε μια διαρκή συννεφιά με υγρασία. Όπως και να έχει, είχε τα κέφια του, τουλάχιστον γι’ αυτό.
Σε ένα μόνο πράγμα θα μπορούσε κανείς να πει πως έμοιαζε με εκείνον τον αντιπαθή ιδιοκτήτη του καφέ, με την γέρικη διαστροφική φάτσα και εκείνο το μίζερο καρό πουκάμισο του Έλληνα μεσοαστού επιχειρηματία με τα σηκωμένα μανίκια: και οι δύο τους είχαν κέφια, μονάχα όταν πίσω από την μπάρα ήταν η νόστιμη ξανθιά. Αντιθέτως, τις μέρες που την πρωινή βάρδια είχε ένας νεαρός φοιτητής με ευγενικούς τρόπους, που έκανε και καλύτερο καφέ, και οι δύο πέφτανε σε μια απροσδιόριστη κακοκεφιά.
“Καλημέρα σας. Το συνηθισμένο;”
“Καλημέρα, κοπέλα μου. Ναι, το συνηθισμένο.”
Όσο έφτιαχνε τον καφέ, εκείνος πάσχιζε να βρει κάτι για να συνεχίσει την κουβέντα, κοιτάζοντας παράλληλα με επίκριση τον πορνοδιαστροφικό τζοβένιαρη ιδιοκτήτη, που ήταν πάλι όλος κέφια, όλως τυχαίως.
Aν ήταν το παλικάρι θα ήσουν σαν την Μεγάλη Παρασκευή, παλιοπορνόγερε, σκέφτηκε. Χωρίς να σκεφτεί, για μια έστω στιγμή, πόσες Μεγάλες Παρασκευές είχε εισπράξει εκείνο το δύσμοιρο παλικάρι και από εκείνον.
Χωρίς να μπορεί να σκεφτεί κάτι αξιοσημείωτο να πει για να διατηρήσει την προσοχή της νόστιμης ξανθιάς και να της ξεκλέψει κάτι παραπάνω από τυποποιημένη υπαλληλική φιλικότητα, πλήρωσε, άφησε το γλοιώδες του φιλοδώρημα και βγήκε από το μαγαζί. Στο πάρκο του μετρό, ένας βρώμικος, παρατημένος παππούς σε αναπηρικό καροτσάκι τον κοίταξε στα μάτια και του σήκωσε την παλάμη. Η ταμπέλα δίπλα του έγραφε “πεινάω”. Αν κοιτούσε, θα έβλεπε μέσα στα θολά καφετιά μάτια ένα βλέμμα ανόθευτης ανάγκης, το είδος της αβοήθητης μοναξιάς που αντικρύζεις στα μάτια ενός μαντρωμένου, υποσιτισμένου και κακοποιημένου σκυλιού. Μα δεν κοίταξε. Τον προσπέρασε βιαστικά, αφήνοντας τα κέρματα της τσέπης του να κροταλίζουν μπροστά στον καταπονημένο γέρο με την άδεια κοιλιά.
Στην δουλειά του ήταν πάντοτε ευγενικός, σε σημείο εκνευρισμού. Κυκλοφορούσε πάντοτε φορώντας εκείνη την σιχαμερή συγκατάβαση, έτοιμη να γλύψει το πάτωμα από το οποίο βάδισες πριν καν αρχίσεις να του μιλάς. Μέχρι και εκείνον τον αηδίαζε. Kαι ήξερε πλέον πως κανένας δεν πέρναγε αυτήν του την τυπικότητα σαν ευγένεια. Απλώς τον ανέχονταν, όπως ανέχονταν και όλους τους άλλους ασήμαντους, πουκαμισένιους χοίρους πίσω από τα πλαστικά παραπετάσματα.
Φυσικά, ανέχεσαι τους από κάτω σου, και κουνάς την ουρά σου για τους από πάνω σου. Αυτοί με την σειρά τους σε ανέχονται, και ούτω καθ’ εξής. Έτσι και εκείνος, είχε μάθει να φορά την γλοιώδη του συγκατάβαση του μόνο σε αυτούς που τον κοιτούσαν χαμηλώνοντας το βλέμμα. Όσοι τον κοιτούσαν με το βλέμμα ψηλά, δεν εισέπρατταν τίποτε άλλο, παρά το χλευαστικό, νιχιλιστικό βλέμμα ενός ανθρώπου, φανερά ενοχλημένου που υπάρχεις.
Σιχαινόταν την δουλειά του. Σιχαινόταν τον εαυτό του. Σιχαινόταν τον κόσμο, τον οποίο θεωρούσε υπεύθυνο που από τις 9 μέχρι τις 5, καθημερινά, ήταν νεκρός. Σιχαινόταν το βάρος του να πρέπει να μεγαλώσει ένα παιδί, σιχαινόταν τον κόμπο στο στομάχι που του δημιουργούσε η σκέψη του να μην μπορεί να παρέχει στο παιδί του. Αυτή, ίσως και να ήταν η μοναδική εκδήλωση ψυχής που του είχε απομείνει. Έκλεινε έτσι τα μάτια του, σταμάταγε να είναι εκεί, και άφηνε το θλιβερό του κουφάρι να αποσυντεθεί στο οχτάωρο κασόνι του.
Στις 6, σηκώθηκε να φύγει. Φόρεσε ακόμη μια φορά το χαμόγελο του οσφυοκάμπτη για να χαιρετίσει το αφεντικό του.
“Καλό βράδυ.”
Toυ ανταπέδωσε με ένα απλανές νεύμα.
Βγαίνοντας από το κτίριο, είδε μια κλήση στο τηλέφωνο. Το σήκωσε.
“Καλησπέρα σας, ονομάζομαι Ιωάννα και σας καλούμε εκ μέρους της…”
Tι παράξενο. Αυτή η φωνή του θύμισε την κόρη του. Ήταν νευρική και έσπαγε. Ήταν φανερό πως η κοπέλα ήταν καινούρια στην δουλειά και τα ψιλοσκάτωνε ακόμη. Για μια φευγαλέα στιγμή, σκέφτηκε την κόρη του, μονάχη και ξέμπαρκη, να πρέπει να τα βγάλει πέρα μόνη της στον κόσμο, και να αναγκάζεται να πιάνει δουλειές του ποδιού για να επιβιώσει. Και να τα σκατώνει. Και να την βρίζουν. Και να τρώει βρισίδια από το αφεντικό της που τα σκατώνει και να την βρίζουν. Και μακάρι να την βρίζει μόνο… Θεέ μου…
Θα έπρεπε να ήταν αρκετό για να τον κάνει να μαλακώσει, και να συμπεριφερθεί στην κοπέλα με λίγη ανθρωπιά. Ίσως και να του περίσσευε λίγη από την δουλειά. Ακόμη και αυτό το γλοιώδες συγκαταβατικό προσωπείο θα ήταν αρκετό: το αφεντικό του του είχε αφήσει λίγο να κρατήσει για αύριο.
Θα μπορούσε να είναι ευγενικός. Αλλά οι οσφυοκάμπτες δεν είναι ευγενικοί, είναι δουλοπρεπείς.
“Tι θέλετε, κυρία μου;”, ρώτησε ενοχλημένος.
“Θα θ…θέλαμε να σας ενημ..μερώσουμε για μια νέα προσφορά που τρ…έχει στην εταιρεί..”
“Δεν με ενδιαφέρει. Και να μην με ξανακαλέσετε.”
To έκλεισε.
Δεν πολυσκέφτηκε τίποτε άλλο. Πάνε και οι κόρες, πάνε και οι σκέψεις για το μέλλον της, πάνε και όλα. Το μόνο που υπήρχε στο μυαλό και στην καρδιά του, ήταν το μίσος του για τον απρόσωπο κόσμο στον οποίο ζούσε, και που τον είχε καταραστεί να πεθαίνει λίγο-λίγο, κάθε μέρα, δίπλα σε απρόσωπους ανθρώπους.
Κοίταξε το ρολόι. Σκέφτηκε μια έξυπνη ατάκα. Η νόστιμη ξανθούλα ίσως να μην είχε σχολάσει ακόμη. Θα την κέρναγε ακόμη ένα φιλοδώρημα, είχε πολλά ψιλά για ξόδεμα άλλωστε. Tι να τα έκανε;
Άρχισε να βαδίζει βιαστικά προς το καφέ. Εκτός από το φιλοδώρημα, του είχε περισσέψει και λίγο χαμόγελο.
Λένε ότι η ρουτίνα είναι το μπετό, με το οποίο ο άνθρωπος μπαζώνει την ψυχή του. Όχι όμως ο οσφυοκάμπτης. Αυτός την μπάζωνε με τα σκατά της υποκρισίας του.
Με λένε Δημήτρη Δανόπουλο. Σπουδάζω Νομική στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μ αρέσει να γράφω, να εκφράζω τη σκέψη μου σε ένα κείμενο στο οποίο ο καθένας μπορεί να έχει πρόσβαση και να αλληλοεπιδράσει μ΄ αυτό, κυρίως δε να συγκεντρώνω το χάος του κεφαλιού μου σε ένα οργανωμένο πλαίσιο. Το αν γίνεται να συμβαίνει πάντοτε αυτό, είναι άλλη υπόθεση...