Ουκ αν λάβοις παρά του «έχοντος»

Του Κωνσταντίνου Σερπεζή, μαθητή της Γ’ Λυκείου

Οδός Ομήρου, Αθήνα (Κέντρο), 12:31 π.μ.

Είμαι απ’ έξω από το Ινστιτούτο Γερμανικής Γλώσσας Goethe και περιμένω να μπω ξανά στο αμφιθέατρο να συνεχίσω την εξέταση- πάνε δύο με τρία χρόνια από τότε. Το μάτι μου παίζει τριγύρω και παρατηρεί ένα λεπτεπίλεπτο παλικάρι -θα ΄ταν δεν θα ΄ταν 20 χρονών- ρακένδυτο να επαιτεί από περαστικό σε περαστικό. Έφτασε και μπροστά μου. Πεινούσε και μου ζήτησε λεφτά. Ξέρετε τι σκέφτηκα… όλοι αυτό σκεφτόμαστε! Το κλασσικό παραμύθι αναζήτησης της δόσης. Με πολύ όμορφο τρόπο του πρότεινα να με ακολουθήσει και πραγματικά να του πάρω εγώ την πολυπόθητη τυρόπιτα, που τόσο έχει γίνει «αστείο». Δέχτηκε και το πρόσωπό του φωτίστηκε.

Όσο με ακολουθούσε, ένας ακόμη νεαρός του ίδιου τύπου παρατηρούσε τα πάντα. Δεν κρύβω ότι φοβήθηκα, μα δεν το έδειξα. Την τυρόπιτα την πήρε, αλλά αυτό που ακολούθησε με έκανε να ανατριχιάσω. Την στιγμή που πάτησε στην έξοδο, την έκοψε στα δύο και ναι, την μοιράστηκε με τον άλλον που μας ακολουθούσε. Έμεινα να κοιτάω σαν χαμένος για να συνειδητοποιήσω τι είδα εκείνη μόλις την στιγμή.

Ζευγάρι στην «υπόγεια πόλη» του Λας Βέγκας. Στους υπονόμους κάτω από την «πόλη του φωτός» υπάρχει μια ακόμη πόλη· της χαμένης ελπίδας.

Να τι είδα: Είδα ένα μεγαλείο, είδα την πραγματική έννοια του ανθρώπινου γίγνεσθαι μπροστά στα μάτια μου σε μια εποχή των «δυνατών» που εκλείπει το είναι και μένει το φαίνεσθαι. Είδα το αρχαιότερο αίσθημα του κοινωνικού ανθρώπου, την αίσθηση της από κοινού επιβίωσης, την οποία ο Δίας έδωσε στους ανθρώπους για να συγκροτήσουν εκείνοι δίκαιες κοινωνίες. Είδα την τέχνη της καρδιάς.

Τι συνιστά η τέχνη της καρδιάς; Είναι το να δίνω το μόνο πράγμα που πραγματικά έχει σημασία, το πιο φτωχό μου κομμάτι που με κάνει συνάμα πλούσιο. Όταν ο άνθρωπος στο σήμερα έχει λεφτά δεν μπορεί να κάνει τίποτα ανθρώπινο. Όταν όμως έχει πνευματική περιουσία μπορεί να γίνει αυτό, το πρώτο ευφυές ον, αυτό το κοινωνικό δίποδο. Αυτή είναι η τέχνη της καρδιάς. Δίνω αυτό που έχω και που θα στερηθώ, όμως είναι αυτό που θα χορτάσει το δικό μου είναι – όχι εγωιστικά μιλώντας. Είναι αυτό που με καθορίζει σαν μέλος της κοινωνίας και όχι ως απλό ον ενός συνόλου.

Όταν χωρίστηκαν οι δρόμοι μας μετά τα χίλια «ευχαριστώ» του, ήρθα στο εξής σωκρατικό συμπέρασμα. Από αυτόν τον άνθρωπο εγώ έχω να πάρω πολλά κι ας έχει φαινομενικά λίγα, αλλά έχω, επίσης, πολύ λίγα -αν όχι τίποτα- να πάρω από κάποιον που έχει πολλά μα ουσιαστικά τίποτα. Κι εδώ καταρρίπτεται το “ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος” γιατί μπορεί να μην έχει υλικά όμως έχει ήθος, αξίες και πολλά παραπάνω να σου δώσει από τον έχοντα. Λάβε, λοιπόν, από τον μη έχοντα όσα λαμβάνονται και οι άλλοι δεν τα βλέπουν.

Και θα ρωτήσετε: γιατί ενώ είναι αυτός τόσο ψυχικά ενάρετος και «πλούσιος» καταλήγει να ζητιανεύει για να φάει και ζει στους δρόμους; Και εδώ θα απαντήσω, πως η ζωή δεν είναι για όλους ρόδινη και πίστεψε με εσύ που διαβάζεις αυτές τις γραμμές, όσο εσύ δεν έχεις όρεξη να ακούσεις την ιστορία του -πώς έφτασε μέχρι εκεί που έφτασε- τόσο εκείνος δεν έχει απολύτως ουδεμία όρεξη να σου την πει. Το μόνο που σου ζήτησε ήταν μια τυρόπιτα, αλλά ταυτόχρονα σου έδωσε όλα τα παραπάνω. Μην είσαι κακεντρεχής, να είσαι απλά ευγνώμων που η ζωή σε εσένα φέρθηκε πιο απλόχερα από ότι σε αυτόν. Και τέλος, στο «ευχαριστώ» του, δώστου και ένα χαμόγελο. Ίσως το έχει ανάγκη πιο πολύ από τον καθένα μας μέσα στην απαξίωση που βιώνει καθημερινά.

+ posts