Ανήμερα της γέννησης του Χέμινγουεϊ πριν τρία εικοσιτετράωρα (1899), , συμπτωματικά και αντιθετικά ταυτόχρονα, η μέρα με βρήκε να τελειώνω ένα από τα τελευταία έργα του Αμερικανού συγγραφέα, το οποίο αποτελεί το μοναδικό μυθιστόρημά του που περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία. Πρόκειται για την «Κινητή Γιορτή» (κατά λέξη μετάφραση), ή πιο σωστά αποτυπωμένο, την «Αέναη Γιορτή», μεταθανάτια συλλογή ιστοριών (1964), δημοσιευμένη με την συνδρομή της χήρας και τέταρτης συζύγου του, Μαρία Χέμινγουεϊ. Αφηγείται τη ζωή του ως ένας απένταρος νεαρός λογοτέχνης και δημοσιογραφικός ανταποκριτής στο ποιητικό Παρίσι της δεκαετίας του 1920, στις σελίδες των οποίων διαφαίνεται έντονο το πάθος του για τη Ζωή, τα οράματα που είχε και τους προβληματισμούς που τον ταλάνιζαν σχετικά με τον συγγραφικό βίο και τις δυσκολίες που τον συνοδεύουν.
Από την αρχή του βιβλίου, ο Έρνεστ μεταφέρει τον αναγνώστη εκεί που περνάει τις περισσότερες ώρες του εκείνη την περίοδο: στα καφέ της πρωτεύουσας, όπου, ανάλογα τον άνθρωπο που έχει απέναντί του, ή με βάση τον φόρτο εργασίας που θέλει να ολοκληρώσει, είτε καταπιάνεται στους café au lait, είτε στο κόκκινο κρασί. Στη χειρότερη περίπτωση, επιλέγει ένα ουίσκι on the rocks, εφόσον συντροφεύεται από κάποιον δύσκολο συνομιλητή, όπως ο Σκοτ Φιτζέραλντ. Ο Χέμινγουεϊ, παρά την μεγάλη του ευστροφία, δείχνει να βασανίζεται με θέματα που σήμερα απασχολούν παιδιά της ηλικίας μας, δηλαδή φοιτητές. Και ο ίδιος, βέβαια, δεν βρισκόταν καθόλου μακριά από αυτήν την περίοδο της ζωής, αφού βρισκόταν μόλις στα 21 του χρόνια όταν μετέβη στο Παρίσι, παντρεμένος βέβαια. Μετά την παραίτησή του από την καναδέζικη εφημερίδα Toronto Daily Star (1924), προκειμένου να αφοσιωθεί στα προσωπικά χειρόγραφα, χάνει το μοναδικό του σταθερό εισόδημα. Ήδη, η οικογένειά του, γυναίκα και υιός, δεν ζούσαν και καλόβολα, καθώς ήταν εγκατεστημένοι σε ένα πριονιστήριο στο κέντρο του Παρισιού, ενώ δεν βοηθούσε και ο προσωπικός εθισμός του στον τζόγο του ιππόδρομου. Στρέφεται προς τα εκεί προκειμένου να εξασφαλίσει κάποιο ποσό παραπάνω, και καταλήγει να γίνει δεύτερη αγαπημένη ασχολία του, μετά την συγγραφή. Εξάλλου, πολλές φορές θα αναδείξει έμμεσα τον σπάταλο χαρακτήρα του στα διηγήματά του: η αγάπη για το αλκοόλ και για τα ταξίδια (ιδιαίτερα για σκι στα βουνά), όπως και το πάθος του για τα καλά εστιατόρια και το ωραίο φαγητό, κάτι που δεν ταίριαζε με την -τότε- οικονομική του κατάσταση, θα τον εμποδίζουν διαρκώς από να φυλάει χρηματικά αποθέματα. Σας θυμίζει κάποιον, άραγε (χωρίς σύζυγο και παιδί, προφανώς);
Για να μην μείνει χωρίς κέρμα στην τσέπη, χρειαζόταν να λάβει εισόδημα από κάποια πηγή, διότι έγραφε πλήθος διηγημάτων καλής ποιότητας στα καφενεία, τα οποία έμεναν αδημοσίευτα και παρατημένα στα αρχεία του. Χάρη στην κοινωνικότητα και την φιλοδοξία του ίδιου, όπως και στον χαρακτήρα των τότε βιβλιοπωλείων, όπου μετατρέπονταν ανά στιγμές σε στέκια νεαρών και αναγνωρισμένων συγγραφέων, κατάφερε να δικτυωθεί με τους συναδέλφους του. Ένας εκ των οποίων, ο διάσημος ποιητής Έζρα Πάουντ, γνωστός για τον αλληλέγγυο χαρακτήρα του, κατάφερε να στείλει κείμενά του προς δημοσιοποίηση στο λογοτεχνικό περιοδικό Transatlantic Review. Με εξασφαλισμένη μία σταθερή οικονομική βάση, ο Χέμινγουεϊ στράφηκε (ξανά) με περίσσια δίψα στη συγγραφή, στην πρώτη και πιο αγαπημένη του σύζυγο Χάντλυ Ρίτσαρντσον, την διασκέδαση και την ψυχαγωγία. Το πιο συναρπαστικό κομμάτι από την διαμονή του στη Γαλλία, ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, υπήρξαν οι γνωριμίες που έκανε. Από την συμπαθητική βιβλιοπώλισσα που ήταν άκρως επιεικής με τους τόνους βιβλίων που δανειζόταν ο Αμερικανός συγγραφέας, τις αμφιλεγόμενες συζητήσεις με την πρεσβύτερη Γερτρούδη Στάιν, έως τον Τζέιμς Τζόις και τον παράξενο Σκοτ Φιτζέραλντ σε συνδυασμό με την ζηλιάρα και όμορφη σύζυγό του Ζέλντα, η προσωπικότητά του γαλουχήθηκε στο έπακρο, επεκτείνοντας ταυτόχρονα τις συγγραφικές του γνώσεις.
Γενικότερα, εφόσον θέλετε να ανακαλύψετε τον ίδιο τον Αμερικανό, μα και τον τόσο διαφορετικό τρόπο ζωής που παρείχε το Παρίσι πριν έναν αιώνα, γραμμένο από μία λογοτεχνική σκοπιά, αξίζει να διαβάσετε αυτό το βιβλίο. Εξάλλου, ο ίδιος έχει αναφέρει για τις γαλλικές περιπέτειές του: «Αν είχες την τύχη να ζήσεις τα νιάτα σου στο Παρίσι, τότε όπου και αν βρεθείς στην υπόλοιπη ζωή σου, θα το κουβαλάς μαζί σου, γιατί το Παρίσι είναι μία αέναη γιορτή».
Παύλος Γιαννόπουλος... Αμέ, έχω και εγώ ένα όνομα. Ένα όνομα και ένα επίθετο, ανάμεσα σε τόσα άλλα στον κόσμο ετούτο. Ένας απλός φοιτητής του Καποδιστριακού, συγκεκριμένα στο τμήμα των Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης, διαβάζοντας και γράφοντας συνεχώς, προσπαθώντας να αφυπνίσω συνειδήσεις προπαγανδίζοντας (αν υπάρχει τέτοια φράση), ώστε στον βαθμό που και εγώ μπορώ να δώσω το θετικό μου στίγμα σε μία Γη που βράζει. Σε κοινωνίες και άτομα που χρήζουν εν συναίσθησης και εν συνείδησης.
ΦΚ λέγεται το project που μπορεί να πετύχει και να μετουσιώσει τα παραπάνω. Mία φοιτητική ιστοσελίδα που χαρακτηρίζεται από μία ανιδιοτέλεια και μία αντικειμενική υποκειμενικότητα που στους καιρούς μας απουσιάζουν.