Ο Γιώργος Μικάλεφ είναι σκιτσογράφος-καλλιτέχνης ο οποίος περνάει τις δικές του ιδέες, τα δικά του βιώματα και την δική του οπτική γωνία για σημαντικά θέματα που αφορούν την επικαιρότητα και την κοινωνία μας, επάνω στο χαρτί. Αυτό το κάνει με την μορφή σκίτσου και, από όσο έχει φανεί, έχει μεγάλη επιτυχία σε ευρύ κοινό. Συνεργάζεται με την εφημερίδα The Press Project και ποτέ δεν αλλοιώνει την αυθεντικότητα του για οτιδήποτε σχεδιάζει πάνω στο χαρτί. Στον Φ.Κ. ήρθαμε σε επαφή με τον καλλιτέχνη, όπου τον ρωτήσαμε να μας πει την ιστορία του με το σκίτσο και να μας δώσει τις δικές του βλέψεις μέσα από τα δικά του μάτια για το έργο που παράγει.
1) Πώς ξεκίνησες να ζωγραφίζεις και να σκιτσάρεις; Συγκεκριμένα, ποιο ήταν το πρώτο σου σκίτσο και σε ποια ηλικία;
«Ζωγράφιζα από μικρός όπως όλα τα παιδιά. Όταν μετά από κάποια ηλικία τα περισσότερα παιδιά χάνουν κάθε ενδιαφέρον για τη ζωγραφική, εγώ συνέχισα τις μουτζούρες μου και σιγά-σιγά άρχισα να βγάζω από μέσα μου πάνω στις λευκές σελίδες. Στα 23 μου, αφού πειραματίστηκα και με άλλες μορφές τέχνης, πήρα την απόφαση να αφοσιωθώ στη ζωγραφική ως κύριο μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης και να της αφιερώνω μεγάλο μέρος του δημιουργικού μου χρόνου. Τα σκίτσα τα πολιτικά τα ξεκίνησα πολύ δειλά μέσα στο 2016, αλλά από την επόμενη χρονιά στρώθηκα σε καθημερινή βάση να αναζητώ ειδήσεις και θέματα, ώσπου εθίστηκα και εγώ στο
«πενάκι» του σκιτσογράφου.»
2) Από πού αντλείς έμπνευση για την τέχνη σου;
«Τα σκίτσα μου είναι σχεδόν κατά κανόνα βγαλμένα από τη δημόσια ζωή. Πολύ σπάνια θα σκιτσάρω κάτι από τα προσωπικά μου βιώματα. Τα ζωγραφικά μου θέματα είναι ακριβώς το ανάποδο. Μια μορφή ψυχοθεραπείας, πράγματα που έζησα κυρίως και καθημερινές ιστορίες ανθρώπων που δεν ήθελα να ξεφτίσουν στο μυαλό μου. Αυτά που φτιάχνω είναι συνήθως λαϊκές ιστορίες, με μια δόση σουρεαλισμού. Λίγες είναι οι φορές που θα αποτυπώσω κάτι εντελώς φανταστικό.»
3) Μπορείς να μας πεις ποιο/ποια είναι τα αγαπημένα σου σκίτσα/τα αγαπημένα σου παιδιά;
«Τα αγαπημένα μου παιδιά αλλάζουν κάθε τόσο, γιατί τα περισσότερα επίκαιρα σκίτσα έχουν ημερομηνία λήξης. Κάποιοι σκιτσογράφοι βέβαια καταφέρνουν και σχολιάζουν την επικαιρότητα με πιο διαχρονικό τρόπο. Σας παραθέτω το πουλί της αριστείας και τον άριστο μυστικό δείπνο.»
4) Πόσο καιρό ασχολείσαι επαγγελματικά με την σκιτσογραφία;
«Η σχέση μου αυτή ξεκίνησε με ένα ζωγραφικό ημερολόγιο που στις αρχές του (2015) ήταν μια αποτύπωση της καθημερινότητας και με τον καιρό άρχισαν να μπαίνουν μέσα δειλά-δειλά και στοιχεία επικαιρότητας. Το 2017 συναντηθήκαμε με τον αείμνηστο Κώστα Εφήμερο στα γραφεία του The Press Project, του άρεσε το ημερολόγιο και ξεκίνησε η συνεργασία μας με το καθημερινό ημερολόγιο το οποίο εξελίχθηκε σε έναν καθημερινό σκιτσογραφικό σχολιασμό της επικαιρότητας. Ζορίστηκα στην αρχή να βρίσκω θέματα αλλά στην πορεία βρήκα το δρόμο μου. Η πάντα πλούσια επικαιρότητα της Ελλάδας δεν αφήνει ποτέ τους σκιτσογράφους παραπονεμένους.»
5) Ποια θέματα αγαπάς περισσότερο να σατιρίζεις;
«Έχω και εγώ τις εμμονές μου… Η Ελληνική κοινωνία βασικά έχει τις εμμονές της. Το αθάνατο τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» αποτελεί θέμα αγαπημένο και μπορείς να το βρεις σε σκίτσα σε πολλές διαφορετικές εκδοχές.»
6) Οι δυσκολίες των καιρών (κρίση, μειώσεις μισθών, κλείσιμο επιχειρήσεων) πώς έχει επηρεάσει αυτό το επάγγελμα στον χώρο της εργασίας;
“Οι σκιτσογράφοι στους δύσκολους καιρούς δεν μένουν ποτέ νηστικοί από θέματα. Δυστυχώς, όμως, τα likes δεν τρώγονται και δεν πληρώνουν λογαριασμούς. Ένας σκιτσογράφος, αν δεν τρέχει παράλληλα και άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες, σχετικές ή άσχετες με την τέχνη του, δεν νομίζω να μπορέσει να βγάλει ποτέ τα προς το ζην σε τούτη τη χώρα. Αυτή η κατάσταση βέβαια έχω την αίσθηση πως είναι διαχρονική. Πάντα οι καιροί ήταν δύσκολοι για τους σκιτσογράφους αλλά και για όλους τους ανθρώπους της τέχνης, οι οποίοι βιώνουν μια καθημερινή ανασφάλεια για το αν θα έχουν να φάνε την επόμενη μέρα και μέσα σε αυτές τις συνθήκες, δημιουργούν με την ψυχή τους δίχως να το βάζουν κάτω.”
7) Είναι γνωστή η συνεργασία σου με το «The Press Project», θα ήσουν δεκτικός σε μια συνεργασία και με άλλες εφημερίδες; (π.χ. την Εφημερίδα των Συντακτών)
«Η αλήθεια είναι πως αν δεν υπήρχε το The Press Project και αν δεν είχαμε μιλήσει εκείνη τη μέρα με τον Κώστα Εφήμερο, δεν νομίζω να είχα δείξει ποτέ τόση αφοσίωση στο πολιτικό σκίτσο. Νιώθω ένα ιδιαίτερο δέσιμο με το μέσο το οποίο έχει ανεχτεί την «ιδιαίτερη» δουλειά μου, για πάνω από 4 χρόνια και μου έχει δώσει τεράστια ελευθερία έκφρασης. Δεν νομίζω να μπορούσα εύκολα να συνεργαστώ με άλλο μέσο. Βασικά το άλλο μέσο δεν ξέρω αν θα μπορούσε να συνεργαστεί εύκολα μαζί μου.»
8) Γνωρίζοντας πως ασχολείσαι με το πολιτικό σκίτσο ποια είναι η αντίδραση που βλέπεις από τον κόσμο όταν κρίνει το κάθε έργο σου;
«Στην αρχή τις αποζητούσα πολύ τις θετικές αντιδράσεις. Ήθελα να ξέρω αν οι μουτζούρες μου αρέσουν και, αν ναι, σε ποιο κοινό. Τα αρνητικά σχόλια τα έπαιρνα αρκετά βαριά πολλές φορές, ειδικά όταν σου επιτίθενται και προσωπικά με χυδαίο τρόπο χωρίς να γνωρίζουν τίποτα για σένα. Αν απαντάς σε τέτοια σχόλια παίζεις το τρολοπαιχνίδι τους, χάνεις τον χρόνο σου, εκνευρίζεσαι, τους τρέφεις. Αν τους αφήνεις νηστικούς… κάποια στιγμή θα ψοφήσουν. Με τον καιρό όμως θέλεις να τα βλέπεις τα αρνητικά σχόλια και να γελάς γιατί κάποια είναι πολύ ευφάνταστα και δεν περιορίζονται σε μονότονους χαρακτηρισμούς. Τα καλύτερα τα αποθηκεύω για να τα διαβάζω και να μου φτιάχνουν τη διάθεση. Αν δεν με κράζουνε και λιγάκι κάθε τόσο, φοβάμαι πως κάτι λάθος κάνω. Δεν πιστεύω πως μπορεί κάποιος να αρέσει σε όλους, ακόμα και όταν το επιδιώκει αυτό με κάθε τρόπο.»
9) Στο παρελθόν σου είχαν κλείσει τον λογαριασμό του Facebook σου για λογοκρισία. Πώς είχες αντιμετωπίσει αυτήν την κατάσταση, τι πιστεύεις για αυτήν την ενέργεια; Θα ήθελες να μοιραστείς αυτήν την περιπέτεια, έχεις αντιμετωπίσει παρόμοια κατάσταση;
«Αυτά είχαν γίνει παλιότερα χωρίς να είναι οριστικό το λουκέτο αλλά με απανωτές τιμωρίες, ύστερα από οργανωμένες επιθέσεις στη σελίδα μου. Αυτό έχει γίνει σε αρκετά άτομα του χώρου που στοχοποιούνται ανά καιρούς από ομάδες ακροδεξιών φονταμενταλιστών. Το Facebook διαθέτει το προσωπικό του για τους ελέγχους, έχει και τα αυτοματοποιημένα συστήματά του και δεν βγάζεις πάντα άκρη, ούτε βρίσκεις το δίκιο σου. Ένα σκίτσο που έχει φάει 100 αναφορές και περάσει από έλεγχο επειδή έχει μια σβάστικα μέσα, άσχετα με το αν αυτός που τη φέρει κατακρίνεται στο σκίτσο, εύκολα μπορούν να στο κατεβάσουν και να σε τιμωρήσουν. Το υβρεολόγιο, επίσης, άσχετο με τον σκοπό του, είναι εύκολο να λογοκριθεί απ’ την πλατφόρμα.»
10) Ποιες είναι γενικότερα οι δυσκολίες με την λογοκρισία που δέχονται οι σκιτσογράφοι; Προσωπικά σου βιώματα και ιστορίες συναδέλφων σου;
“Πέρα από τη λογοκρισία των κοινωνικών δικτύων, θύμα της οποίας πέφτουν πολλοί σκιτσογράφοι ανά καιρούς, υπάρχει και η λογοκρισία των μέσων στα οποία εργάζονται. Όταν ένα μέσο έχει μια συγκεκριμένη γραμμή, ο σκιτσογράφος δύσκολα μπορεί να πάει κόντρα σε αυτή τη γραμμή.” Εγώ δεν έχω βιώσει ποτέ ως τώρα τέτοια μορφή λογοκρισίας. Ένα πρόσφατο προσωπικό μου βίωμα ήταν όταν κλήθηκα να παρουσιαστώ στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα για να δώσω ένορκη κατάθεση στον εισαγγελέα, επειδή κάποιος έκανε καταγγελία «για σκίτσα που προσβάλουν κάθε ιερό και όσιο που έχει απομείνει σε αυτόν τον τόπο». Όταν με ενόχλησαν, πέρσι τον Σεπτέμβρη πρώτη φορά, για αυτήν την υπόθεση, πίστευα ότι είναι φάρσα από κάποιον φίλο. Αργότερα με κάλεσαν και στη ΓΑΔΑ απ’ το αντιρατσιστικό, όχι όμως για σκίτσο αυτή τη φορά αλλά για βιντεάκι που… προτρέπει σε βία. Πάλι νόμιζα πως είναι φάρσα, αλλά δεν ήταν και κατέθεσα ξανά. Το πιο πιθανό οι υποθέσεις να καταλήξουν στο αρχείο -αν δεν βρίσκονται εκεί ήδη- αλλά όπως και να ‘χει, “ένα δάκτυλο Κυρίου σου γνέφει σιωπή”, που τραγουδάει και ο Τζιμάκος. Συνήθως όμως η όποιας μορφής λογοκρισία, φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που θα ήθελαν οι λογοκριτές.»
12) Τον τελευταίο καιρό έχεις στραφεί και στο animation με το κανάλι σου στο youtube, πώς έτυχε να αρχίσεις κάτι τέτοιο;
«Η αρχή έγινε τον περασμένο Δεκέμβρη. Είναι εγχείρημα που πάντα ήθελα να ξεκινήσω, αλλά δεν είχα ποτέ ούτε τις τεχνικές γνώσεις ούτε τα μέσα για κάτι τέτοιο. Το αποτέλεσμα είναι μια σειρά από βιντεάκια «κακού ανιμέσιο» όπως τα περιγράφω, που σε κάποιους άρεσε, σε άλλους όχι, ένα από αυτά με οδήγησε σε απολογία στη ΓΑΔΑ, αλλά δεν πτοούμαι. Το «κακό ανιμέσιο» σίγουρα δεν είναι για όλους.»
13) Τι προσδοκίες έχεις από το youtube, ετοιμάζεις κάτι καινούριο να περιμένουμε; Όπως η σειρά κινουμένων σχεδίων «ΟΙ ΜΟΝΑΧΟΙ»;
“Οι Μοναχοί” μέτρησαν φέτος τρία επεισόδια. Υπάρχει και ένα τέταρτο στα σκαριά αλλά άγνωστο πότε θα ολοκληρωθεί γιατί μου παίρνει πάρα πολύ χρόνο το κάθε επεισόδιο με τα πρωτόγονα μέσα που διαθέτω. Δεν θα τελειώσει πάντως ούτε στο τρίτο, ούτε στο τέταρτο επεισόδιο ο Πάτερ Ζωσιμάς. Παράλληλα, τα βάζω κάτω να δω και τι άλλο θα μπορούσα να φτιάξω πέρα απ’ τους μοναχούς και τα σύντομα σατιρικά βιντεάκια.
14) Τέλος, τι βλέπεις από την ανταπόκρισή σου στους νέους και ποιες συμβουλές θα ήθελες να τους δώσεις;
«Είμαι και εγώ πολύ νέος στον χώρο για να μπορώ να δώσω συμβουλές. Αν μπορώ να πω όμως κάτι σε κάποιο άτομο που ξεκινάει τώρα, θα ήταν απλά να είναι αυθεντικός. Όλοι έχουμε κάτι δικό μας να δώσουμε σε αυτό που κάνουμε, τη ματιά μας, τη σκέψη μας, που αν την ακούσουμε, θα μας καθοδηγήσει στο δημιουργικό δρόμο μας. Και κλασικά… αφοσίωση και πολλή δουλειά.»
Ονομάζομαι Γιώτης Πέτρος και είμαι μεγαλωμένος στην όμορφη πρωτεύουσα της Ελλάδας, την Αθήνα. Σήμερα, φοιτώ στο τμήμα της Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά, παρόλα αυτά οι ασχολίες μου δεν μένουν στα πλαίσια αυτής της σχολής.
Η συγγραφή για εμένα είναι ο τρόπος να εκφράσω την ελευθερία που δεν μπορώ να βρω στον κόσμο μου. Η ενασχόλησή μου με την Τέχνη, την Μουσική και το Θέατρο με ώθησε στο να αποτυπώνω αυτόν τον κόσμο πάνω στο χαρτί.
Η αρθρογραφία που χρειάζεται η εποχή μας είναι στην σωστή ενημέρωση και στις πολύπλευρες απόψεις. Για αυτόν τον λόγο, ο Φοιτητικός Κόσμος αποτελεί για εμένα ένα εργαστήρι τέχνης που δημιουργεί ιδέες και τις μεταδίδει στους αναγνώστες του. Η φράση η οποία θεωρώ πως με χαρακτηρίζει και θα ήθελα καθένας να σκέφτεται στα καλά και στα δύσκολα είναι «χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;»