14 Ioυλίου. Οι φωνές, τα συνθήματα, η τρομακτική ηχώ της λαοθάλασσας κατάφεραν να τον σηκώσουν από έναν πολύ γλυκό ύπνο. Σκυθρωπός και αγουροξυπνημένος, προσπάθησε να αποτρέψει αυτήν την ηχορύπανση από το να του καταστρέψει τον λήθαργο, βάζοντας το πουπουλένιο του μαξιλάρι πάνω από το κεφάλι του για να μπλοκάρει τον ήχο, μάταια όμως. Κάτι υπήρχε εκεί έξω, και δεν επρόκειτο να τον αφήσει σε ησυχία.
Διστακτικά άνοιξε το ξύλινο πατζούρι και άφησε την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα να χαϊδέψει το πρόσωπό του. Βγήκε στο μπαλκόνι ντυμένος μονάχα με το εσώρουχό του και μια φανέλα, κοιτώντας τον κόσμο από κάτω του σαν την τρύπα του αποχωρητηρίου. «Τι κάνουν οι θεότρελοι πάλι;», σκέφτηκε.
Φαίνεται πως ήταν ενα είδος πορείας έξω απο τις πύλες της φυλακής της Βαστίλης. Ο κόσμος ήταν πολύς, ξεχυμένος στους δρόμους. Χιλιάδες άνθρωποι συνάμα, σαν ένα μεγάλο μωσαϊκό που σου προκαλούσε δέος να το κοιτάς. Εκείνος όμως αδιαφορούσε πλήρως. Τον ένοιαζε να δει τι συμβαίνει, μετά να ξανασυρθεί στο κρεβάτι του και να προσπαθήσει να ανακτήσει αυτόν τον γλυκό ύπνο τον οποίο στερήθηκε.
Κάπου μέσα στο πλήθος, είδε την Μαντάμ Βανιτέ, συνοδευόμενη από μια γυναικοπαρέα. Τρομοκρατημένος στην σκέψη πως θα μπορούσε, με μια ματιά προς τον ουρανό, να τον δει σε όλο το μεγαλείο της ασχήμιας του, ημίγυμνο και στραπατσαρισμένο από τον ύπνο, μακριά από τον παλμό της στιγμής στο μικρό του μπαλκόνι, έτρεξε μέσα με μανία, φόρεσε με γρήγορες κινήσεις το πανωφόρι του, τον μπαγιονετόσκουφό του, βγήκε ξανά έξω και ούρλιαξε με όλη την φωνή του: «Ζήτω η Ελευθερία!! Κάτω η Βαστίλλη!! Κάτω οι φονιάδες!!»
Με αυτά και με αυτά, η Μαντάμ Βανιτέ του έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα και ένα ψυχρό μειδίαμα, σαν μεροκάματο για τον αγώνα κατά της καταπίεσης που έδινε στο μπαλκόνι του. Χαρούμενος που είχε συνεισφέρει στον αγώνα, γύρισε, μπήκε ξανά μέσα, γδύθηκε και έπεσε σαν βράχος στο ντιβανάκι του. Όλα ήταν καλά. «Κάποιος θα πολεμήσει για την ελευθερία», σκέφτηκε με αδιάφορη ανακούφιση. Ο κόσμος δεν θα κόπαζε, εν τέλει όμως θα κατάφερνε να κοιμηθεί. Είχε μάθει σε τέτοια: πόσες νύχτες έπρεπε να καταφέρει να κοιμηθεί μέσα απο τα ουρλιαχτά των φυλακισμένων της Βαστίλης; Ήταν μακάβρια, ακούγονταν σαν το σπαραχτικό κλάμα του μωρού, όταν συμπιέζεται μέσα σε αίμα, πόνο και φόβο για να βγει στο φως. Έτσι έμοιαζε ο ήχος μιας ζωής που αγκομαχούσε να βγει στο πέρα φως, μα εκείνον ποσώς τον ενδιέφερε. Αν είχε την ευκαιρία, θα τους στραγγάλιζε ο ίδιος για να μπορέσει μετά να κοιμηθεί ήρεμα.
Ακούστηκαν μπαρούτια, κανόνια. Ακούστηκε κλάμα, ακούστηκε οργή. Ο αέρας πότισε με άρωμα θανάτου. Κάτω από το μπαλκόνι ο κόσμος έμοιαζε να τελειώνει ή τουλάχιστον να φεύγει, αφήνοντας πίσω του όλους τους κοιμισμένους.
Οι μέρες πέρασαν, και αυτός κοιμόταν. Η Δημοκρατία σαραντάρισε, έκλεισε χρόνο, και αυτός κοιμόταν. Βασιλικό αίμα πότισε τους δρόμους του Παρισιού και εκείνος κοιμόταν. Μετά τους δυνάστες που έπασχαν από ευπάθεια στην κοινωνική εξουσίαση, ήρθε ένας νέος, με ανοσία. Ένας δυνάστης από την φατριά των επαναστατών. Ένας δυνάστης που σκόρπισε τον τρόμο και που θανάτωσε ίσως περισσότερους από κάθε προηγούμενο.
[…] Ξύπνησε πάνω σε μια ξύλινη ταύλα. Έκανε να γυρίσει, μα κάτι τον εμπόδιζε. Γύρω του ένας νέος κόσμος τον παρακολουθούσε απο χαμηλά, και τον ζητωκραύγαζε. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στιγμιαία στο πρόσωπό του, μέχρι που η πραγματικότητα τον χαστούκησε. Δεν άραζε στο μπαλκόνι του, ούτε στο ντιβανάκι του. Το κεφάλι του δεν ακουμπούσε στο πουπουλένιο μαξιλάρι του. Αυτό δεν ήταν ακόμη μια πορεία. Ήταν μια εκτέλεση. Η εκτέλεσή του.
Ο νέος κόσμος βουβάθηκε και τα λεπτά μοιάζαν αιώνες. Ο δυνάστης βρισκόταν εκεί και του απήγγειλε τις κατηγορίες πάνω από εναν όχλο που έβραζε. «Προδότης του κράτους… Θάνατος… Αποκεφαλισμός». Έκανε να ουρλιάξει. Φώναξε τα ονόματα των γνωστών του, του οποιουδήποτε μπορούσε να τον βγάλει από αυτήν την κακόγουστη παρωδία. Μέσα του είχε την ελπίδα πως κάποιος θα τον έσωζε. Οι άνθρωποι δεν θα μέναν άπραγοι μπροστά σε μία τέτοια αδικία. «Ξυπνήστε, με σκοτώνουν!!!», φώναξε.
Κοίταξε κάτω απο το κεφάλι του. Υπήρχε ένα ψάθινο δοχείο, με φρεσκοκαρατομημένα κεφάλια. Οι προηγούμενοι. Ανάμεσά τους, αναγνώρισε τους γνωστούς του, τους φίλους του, τους εχθρούς του… την Μαντάμ Βανιτέ.
[…] «Κοιμήθηκα πολύ», σκέφτηκε. Είναι πολύ αργά, δεν έδωσα προσοχή. Δεν έδωσα προσοχή.
Έκλεισε τα μάτια. Σε ένα απέναντι μπαλκόνι, ένας κατσούφης, αγουροξυπνημένος άντρας έμπαινε ξανά μέσα στο σπίτι του, βγάζοντας το πανωφόρι του και κουνώντας ειρωνικά το χέρι του. Κάποιος θα ξυπνήσει, κάποιος θα τον πολεμήσει αυτόν τον δυνάστη. Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχεί για κάτι…
Με λένε Δημήτρη Δανόπουλο. Σπουδάζω Νομική στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μ αρέσει να γράφω, να εκφράζω τη σκέψη μου σε ένα κείμενο στο οποίο ο καθένας μπορεί να έχει πρόσβαση και να αλληλοεπιδράσει μ΄ αυτό, κυρίως δε να συγκεντρώνω το χάος του κεφαλιού μου σε ένα οργανωμένο πλαίσιο. Το αν γίνεται να συμβαίνει πάντοτε αυτό, είναι άλλη υπόθεση...