Ο παπα-Γιάνναρος του Καζαντζάκη είναι η φιγούρα που λείπει σήμερα

Ο παπα-Γιάνναρος του Καζαντζάκη είναι η φιγούρα που λείπει σήμερα

Όποιος διαθέτει στη βιβλιοθήκη του τους «Αδερφοφάδες» του Καζαντζάκη, έχει ιερή υποχρέωση προς τον εαυτό του να ξεκινήσει το διάβασμα του βιβλίου, αμέσως μόλις τελειώσει την ανάγνωση αυτού του άρθρου.

  • «Θέλει, λέει, να ‘ναι λεύτερος. Σκοτώστε τον!»

Όταν ο αείμνηστος Νικόλαος Καζαντζάκης ξεκίνησε να γράφει το συγκεκριμένο έργο, και ειδικότερα να πλάθει τον χαρακτήρα του παπα-Γιάνναρου, βρισκόταν στο Αντίπ της Γαλλίας και βρισκόμασταν στο 1949. Αφενός ο ίδιος σωματικά απών χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα του, την Ελλάδα, αφετέρου πνευματικά δοσμένος σε εκείνη, η χώρα μόλις είχε βγει από τον πιο τραγικό πόλεμο της σύγχρονης ιστορίας της, τον εμφύλιο, ή αλλιώς, τον «αδερφοφά πόλεμο». Το μόνο που μπορούμε να διατυπώσουμε με περίσσεια σιγουριά είναι πως τότε, δε θα είχε στον νου του ότι το μακρινό 2021, ο ελληνικός λαός θα βρισκόταν με διαφορετικές συνθήκες κάτω από παρόμοιο διχασμό.

Ο τίτλος του βιβλίου, από μόνος του, συμπυκνώνει όλο το νόημα και το περιεχόμενο του έργου. Κατά γράμμα, αδερφοφάδες είναι οι αδερφοκτόνοι, εκείνοι που σκοτώνουν τα αδέρφια τους. Η συγκεκριμένη λέξη γνώρισε ταχεία διάδοση κατά τη νεοελληνική εμφυλιακή περίοδο, όπου ολάκερες οικογένειες ξεκληρίζονταν λόγω των διαφορετικών -μεταξύ των ίδιων των μελών τους- ιδεολογικών αντιλήψεων.

  • «Οι λαβοματιές που δίνουν τα αδέρφια είναι πάντα βαριές»

Εμπνευσμένος από τα γεγονότα της σύγχρονης εποχής του, η πένα του αποτυπώνει άκρως ρεαλιστικά και με ανατριχιαστική ακρίβεια την κατάσταση που επικρατούσε στην εμφυλιακή ελληνική κοινωνία και την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων της εποχής. Οι χαρακτήρες του είναι σκοτεινοί και μελαγχολικοί, ο πόλεμος εναντίον των ομοεθνών τους οδηγεί σε έναν άλλον πόλεμο, εσωτερικό, με ηθικά διλήμματα. Μολονότι νοσταλγοί του μακρινού, ένδοξου παρελθόντος, κοιμούνται με την ελπίδα πως το επόμενο πρωινό που θα ξημερώσει θα είναι καλύτερο. Η πλειονότητά τους είναι ταγμένη σε ιδέες μέχρι θανάτου, με μόνη εξαίρεση τη φιγούρα του παπά-Γιάνναρου, ο οποίος αντιτίθεται και θεωρεί πως δεν υπάρχουν ιδέες, αλλά μόνο άνθρωποι που τις κουβαλούν και αυτές παίρνουν το μπόι τους.

Όσον αφορά τον κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματος αλλά και αυτού του άρθρου, τον παπά-Γιάνναρο, είμαι πεπεισμένος, γνωρίζοντάς τον μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, θα εύχεσαι να ήταν ο παπάς της ενορίας σου – ακόμα κι αν δεν πατάς σε αυτήν. Στο όνομά του συγκεντρώνονται αρχαιοελληνικά ιδανικά, όπως η εφαρμογή του δίπτυχου ‘’λόγος – πράξη’’, αλλά και έντονα θρησκευτικά στοιχεία (παπάς είναι εξάλλου), με τα οποία, ωστόσο, δε διστάζει να έρθει σε μετωπική σύγκρουση για λογαριασμό των -πονεμένων από την ζωή- ταπεινών ανθρώπων.

  • «Μα πώς μωρέ, θ’ αλλάξεις τον κόσμο, αν δεν αλλάξεις τον άνθρωπο;»

… Αυτά ήταν τα λόγια του, τόσο προς τους μεν, τους δεξιούς -μαυροσκούφηδες-πατριώτες, όσο και στους δε, τους αριστερούς-κοκκινοσκούφηδες-αντάρτες. Και οι δύο πλευρές τον κατηγορούσαν για προδοσία, η καθεμία όμως για τους δικούς της λόγους. Οι δεξιοί, επειδή στην αντίπερα όχθη ηγείτο της μάχης ο γιος του παπα-Γιάνναρου, ο Καπετάν Δράκος, υποψιάζονταν πως θα παρέδιδε το χωριό τους, τον Κάστελο, τα ιδανικά της θρησκείας και της πατρίδας τους στους ”άθεους” ζερβούς, χαρακτηρίζοντάς τον ψευτοπαπά. Από την άλλη πλευρά, οι αριστεροί που τον αποκαλούσαν τραγόπαπα, υποπτεύονταν τη συμφιλιωτική στάση την οποία επεδείκνυε, ως μία ”παγίδα” που θα οδηγούσε τόσο τους ίδιους όσο και τις ιδέες τους, αιχμαλώτους στα χέρια των ”φασιστών”.

  • «Τίποτα δεν μπορώ να του κάμω, αφού δε φοβάται τον θάνατο»

Τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα βαδίζουν με ”τυφλωμένο νου” προκείμενου να προσδώσουν υπόσταση στις ιδέες τους. Ο παπα-Γιάνναρος αναγκάζεται να ”πετάξει τα ράσα” του, αναλαμβάνοντας ρόλο πυροσβέστη. Ενεργώντας ως ύψιστο σύμβολο ειρήνης και λευτεριάς, ο σκοπός του -ο τερματισμός του πολέμου, άρα η συμφιλίωση των ανθρώπων ανεξαρτήτως ιδεολογικών ”πιστεύω”- είναι πολύ μεγαλύτερος από όλων των άλλων, και για να τον εκπληρώσει, δε διστάζει αμέτρητες φορές να κοιτάξει γενναία τον θάνατο στα μάτια, περιφρονώντας τον.

  • «Έτσι είναι πάντα το φως […] Λόγχη είναι, ξεσκίζει την καρδιά του ανθρώπου»

Με βάση τον χαρακτήρα του, λοιπόν, δεν είναι ο παπα-Γιάνναρος πράγματι μια φιγούρα που έχει ανάγκη η σύγχρονη ελληνική κοινωνία αυτή τη στιγμή όσο τίποτα άλλο; Αδιακρίτως τις θρησκευτικές-πολιτικές-κομματικές αντιλήψεις του καθενός μας, πιστεύω πως η παραπάνω περίοδος λόγου είναι κάτι με το οποίο οφείλουμε να συμφωνήσουμε όλοι. Μέχρις ότου όμως, να εμφανιστεί ο πολυπόθητος, σύγχρονος -αλλά και υπαρκτός παπα-Γιάνναρος- χρειάζεται να παραδειγματιστούμε από τη συμπεριφορά των δευτεραγωνιστών, που διαδραματίζουν τον διχασμένο όχλο, λαμβάνοντάς το ως παράδειγμα… προς αποφυγή. Σε κάθε περίπτωση, το αριστούργημα αυτό του Νικόλαου Καζαντζάκη, είναι ένα έργο το οποίο πρέπει να διαβάσουμε όλοι, τουλάχιστον μία φορά στην ζωή μας.

Πηγή εξωφύλλου: https://www.sophia-ntrekou.gr/2014/10/germaniki-katoxi-kai-to-OXI-orthodoxis-ekklisias.html

+ posts

Ζήτα μου να γράψω για τον εαυτό μου· δεν έχω χειρότερο. Προτιμώ να με γνωρίσεις διαβάζοντας τα γραπτά μου, κατανοώντας την οπτική και την ψυχοσύνθεσή μου.
Ωστόσο, για τα διαδικαστικά της υπόθεσης, δηλώνω λάτρης κάθε μορφής τέχνης, ειδικά όταν αυτή απεικονίζεται με ρεαλιστικό τρόπο. Ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής, φοιτητής, αρθρογράφος, podcaster και ποιητής. Δε με απασχολεί αν στο τέλος συμφωνήσουμε, με ενδιαφέρει ως το τέλος να συζητήσουμε.
Παράλειψή μου, να συστηθώ. Ανδρέας Μαντζεβελάκης, από τα ανατολικά τής πρωτεύουσάς μας.