Της Δέσποινας Λιοτσάκη, φοιτήτρια του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Σεξισμός, Βιασμοί, Πατριαρχία, Φασισμός, Γυναικοκτονίες, Ρατσισμός, Στερεότυπα, Καταπίεση.
Αυτές και άλλες πολλές είναι λέξεις που ανακυκλώνονται διαρκώς στα social media, συνήθως για να καταδείξουν και να κατακρίνουν κάποιο φαινόμενο της εποχής ή της επικαιρότητας. Πολλοί δυσανασχετούν στο άκουσμά τους και … δικαίως.
Από τη μια πλευρά, δυσανασχετούν όσοι αισθάνονται ότι γίνεται «πολύς ντόρος για το τίποτα». Δυσανασχετούν είτε επειδή πιστεύουν πως «πλέον έχουν ξεφύγει τελείως» οι κοπέλες και φωνάζουν για το παραμικρό είτε γιατί βαριούνται να ακούν κάθε τρεις και λίγο τα ίδια και τα ίδια. «Μας έχουν πρήξει οι φεμινίστριες» λένε συχνά και δεν ξέρω αν αντιλαμβάνονται τα όσα γίνονται ως μια κατάσταση φυσιολογική και αποδεκτή στην οποία έχουν μάθει να κλείνουν τα μάτια ή αν κατανοούν ότι ναι μεν είναι μια πραγματικότητα που μαστίζει την κοινωνία, δεν είναι δε δική τους δουλειά να κάνουν κάτι γι αυτό και, επομένως, επιλέγουν να γυρίσουν την πλάτη, αφήνοντας κάποιον άλλον να βγάλει το φίδι από την τρύπα χωρίς, όμως, να τους ενδιαφέρει ιδιαίτερα αν τελικά αυτό θα βγει.
Από την άλλη πλευρά, δυσανασχετούν κι αυτοί που έχουν βαρεθεί μόνο να τα λένε και να τα διαβάζουν. Δυσανασχετούν, διότι τα όσα λένε και τα όσα γράφουν δεν τα παραθέτουν μόνο αλλά παράλληλα τα βιώνουν. Ονοματίζουν όλα όσα τους περιορίζουν, τους καταπιέζουν, τους στερούν δικαιώματα, ευκαιρίες και προοπτικές, τους εμποδίζουν να εξελιχθούν, να εκφραστούν και, τελικά, να ζήσουν. Δυσανασχετούν, γιατί ενώ αναγνωρίζουν πως έχουν αρχίσει να θίγονται ορισμένα θέματα στην κοινωνία, παρόλα αυτά τίποτα δεν αλλάζει δραστικά. Εξακολουθούν οι θύτες να παρενοχλούν τα θύματα, να τα βιάζουν και να τα σκοτώνουν. Και όσοι τα λένε ξανά και ξανά έχοντας από καιρό εκτεθεί στον κίνδυνο της επανάληψης και καταντάνε πια γραφικοί αποκτούν επιπλέον αποδείξεις για τα προβλήματα που υπάρχουν και νιώθουν ότι πρέπει να συνεχίσουν να μιλούν μέχρι να αλλάξει όντως κάτι.
Και για τις δύο κατηγορίες το αποτέλεσμα είναι κοινό: Ο Φεμινισμός κουράζει.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Ας φανταστούμε την κοινωνία μας σαν μια πολυκατοικία κι ας φανταστούμε τους εαυτούς μας ως τους οικοδόμους της πολυκατοικίας μας.
Η κοινωνία μας, λοιπόν, είναι έτσι δομημένη που για να λειτουργήσει έχει θέσει ως θεμέλια κάποια υλικά που κάποτε θεωρούνταν τα καλύτερα, τα πιο εξελιγμένα τεχνολογικά και έτσι ήταν πλήρως αποτελεσματική. Σαν να λέμε μια γερή πολυκατοικία. Καθώς είναι γνωστό, όμως, η τεχνολογία εξελίσσεται, τα δομικά υλικά ανανεώνονται και οι οικοδομικές μέθοδοι διαφοροποιούνται, με στόχο να καλύψουν περισσότερο ικανοποιητικά τις σύγχρονες ανάγκες. Έτσι, αν μια πολυκατοικία με παλιά υλικά υποστεί έναν σεισμό σήμερα θα αποκτήσει ρωγμές.
Τι θα κάνουμε τότε;
Έχουμε δυο επιλογές. Η πρώτη είναι να αγνοήσουμε τις ρωγμές, αφού η πολυκατοικία μας είναι ακόμα λειτουργική. Η δεύτερη είναι να ξεκινήσουμε να ψάχνουμε λύσεις για να αντιμετωπίσουμε το οικοδομικό αυτό πρόβλημα. Οι περισσότεροι άνθρωποι θα ψηφίσουν την πρώτη επιλογή, παρόλο που θα υπάρχουν κάποιοι οικοδόμοι που θα φωνάζουν και θα προειδοποιούν τους υπόλοιπους πως κάτι πρέπει να γίνει. Η πλειοψηφία νικά. Και η πολυκατοικία εξακολουθεί να λειτουργεί, έχοντας πλέον ρωγμές.
Κάθε σεισμός δημιουργεί όλο και πιο έντονες ρωγμές στην πολυκατοικία μας και κάθε αναβολή μας φέρνει αντιμέτωπους με μεγαλύτερη απειλή.
Μετά από αρκετούς σεισμούς, η πολυκατοικία μας θα είναι ετοιμόρροπη, η λειτουργικότητά της θα μειώνεται διαρκώς μέχρι να μηδενιστεί και εν τέλει θα καταρρεύσει ολοκληρωτικά. Κι αυτό δεν θα οφείλεται μόνο στους σεισμούς, αλλά και στην δική μας επιλογή να αγνοήσουμε τις πρώτες ρωγμές, τα πρώτα σημάδια. Στην πορεία συνειδητοποιούμε ότι η επιλογή αυτή ήταν λανθασμένη, παρόλο που η εξέλιξη ήταν προδιαγεγραμμένη, γιατί όπως στις περισσότερες περιπτώσεις έχουμε μάθει να αναζητούμε τη θεραπεία και όχι την πρόληψη, δηλαδή περιμένουμε να αρρωστήσουμε και μετά παίρνουμε φάρμακο, αντί να προσέχουμε τους εαυτούς μας για να μην κρυώσουμε καν.
Γιατί, λοιπόν, δεν κάνουμε τη σωστή επιλογή;
Η απάντηση βρίσκεται εδώ: Γιατί μας κουράζει! Αντιλαμβανόμαστε ότι για να αλλάξει κάτι απαιτείται κόπος. Το κόστος, λοιπόν, είναι η προσπάθεια που πρέπει να καταβάλουμε για να επιδιορθώσουμε συνολικά το πρόβλημα, δηλαδή να το εντοπίσουμε, να το αναλύσουμε, να δούμε σε ποιους παράγοντες οφείλεται, να βρούμε τρόπους με τους οποίους μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε και, τελικά, να το λύσουμε.
Αντιλαμβανόμαστε ταυτόχρονα ότι θα ήταν καλύτερο για εμάς να φτιάξουμε τις ρωγμές. Το όφελος από μια τέτοια κίνηση είναι η ασφάλεια που θα αντλήσουμε από τη συντήρηση του κτηρίου.
Με τον πρώτο σεισμό, συγκρίνουμε το οριακό όφελος με το οριακό κόστος, τα βάζουμε σε μια ζυγαριά και βλέπουμε προς ποια μεριά αυτή γέρνει. Βλέπουμε τι είναι ποιο σημαντικό για εμάς: να μην κουραστούμε ή να είμαστε όλοι ασφαλείς;
Έτσι, σχεδόν πάντα, προτιμάμε να μην κοπιάσουμε, γιατί και μόνο στη σκέψη ότι πρέπει να τα κάνουμε όλα αυτά δυσανασχετούμε και καταλήγουμε να παρηγορούμε τους εαυτούς μας και να καθησυχάζουμε τους άλλους λέγοντας «Έλα μωρέ, μια ρωγμή είναι» ή «Έλα μωρέ, τι ανησυχείς, δεν είναι στον δικό μας όροφο η ρωγμή, εμείς δεν θα πάθουμε τίποτα» και τελικά το αφήνουμε. Βάζουμε την ασφάλειά μας σε δεύτερη μοίρα, επειδή δεν θέλουμε να κοπιάσουμε! Προτιμάμε να ρισκάρουμε να χάσουμε, παρά να κάνουμε κάτι για να νικήσουμε. Πόσο θλιβερό είναι αυτό!
Έρχεται μια μέρα, όμως, που μετά από πολλούς σεισμούς οι ρωγμές εξαπλώνονται και κινδυνεύουν όλοι εξίσου να μείνουν χωρίς σπίτι ή να σκοτωθούν μέσα στα ερείπια. Έρχεται μια μέρα που μετανιώνουμε που πήραμε την λανθασμένη απόφαση. Έρχεται μια μέρα που ευχόμαστε να είχαμε προσπαθήσει, να είχαμε κουραστεί για να μην διαλυθεί σήμερα η πολυκατοικία μας. Όμως τότε, είναι πολύ αργά.
Οι σεισμοί είναι απειλές που μας θέτουν σε κίνδυνο, άλλους συντομότερα και άλλους μεταγενέστερα. Τα θύματα είμαστε εμείς, οι κάτοικοι της πολυκατοικίας. Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε και το πιο σημαντικό, ότι – δηλαδή – είμαστε και οι οικοδόμοι της πολυκατοικίας μας! Εμείς παίρνουμε την απόφαση να επισκευάσουμε τις ρωγμές ή να περιμένουμε έναν καθοριστικό σεισμό για να πέσουν οι τοίχοι και να μας πλακώσουν για πάντα. Εμείς είμαστε υπεύθυνοι για την μακροβιότητα της πολυκατοικίας μας και κάθε σεισμός που μας χτυπά αφήνει πάνω μας ρωγμές. Κάθε σεισμός που μας χτυπά μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στην ολική καταστροφή. Είναι στο χέρι μας να επιλέξουμε: θα αρχίσουμε επιτέλους να επισκευάζουμε την πολυκατοικία μας αποτελεσματικά ή θα περιμένουμε τον μοιραίο σεισμό;
Και θα μου πείτε ότι είναι πολύ δύσκολο να φτιάξουμε την πολυκατοικία μας, από τη στιγμή που ζούμε μέσα σε αυτήν. Πράγματι, δυνητικά θα θέλαμε να την κατεδαφίσουμε και να χτίσουμε από την αρχή μια καινούργια στη θέση της. Αυτό, όμως, δεν είναι εφικτό. Το ίδιο συμβαίνει και με την κοινωνία μας. Ζούμε μέσα σε αυτήν, ενώ παράλληλα προσπαθούμε να την αλλάξουμε, και είναι βέβαιο πως αν ξεκινούσαμε σήμερα να την οικοδομούμε θα βάζαμε άλλα θεμέλια, θα είχαμε διαφορετικό σημείο έναρξης και διαφορετικό σημείο αναφοράς.
Το καλύτερο σαφώς θα ήταν να μην υπήρχαν καν σεισμοί! Αυτό αναμφισβήτητα θα ήταν το ιδανικό. Αλλά από τη στιγμή που υφίστανται δεν μπορούμε να εθελοτυφλούμε, πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε.
Πάντα υπάρχει τρόπος να μετατρέψουμε μια πρόκληση σε ευκαιρία. Πώς; Να είναι οι προκλήσεις, τα προβλήματα κι οι απειλές αιτίες και αφορμές να αφυπνιστούμε, να προβληματιστούμε, να συζητήσουμε, να μπούμε στη θέση του άλλου – που αύριο θα είμαστε εμείς – και ξεκινώντας από μικρές καθημερινές πράξεις να κατορθώσουμε θεμελιώδεις αλλαγές.
Γιατί αν αντιμετωπίσουμε τους σεισμούς ως ευκαιρία, τότε το αποτέλεσμα θα μας δικαιώσει ακόμα πιο πολύ, γιατί θα έχουμε ξεπεράσει περισσότερα εμπόδια και θα είναι, έτσι, πιο γλυκιά η αίσθηση που θα έχουμε όταν οι προσπάθειές μας αποδώσουν καρπούς. Γι αυτό ας εκμεταλλευτούμε ό,τι γίνεται. Είναι πολύτιμο, μας διδάσκει πολλά, αποτελεί τροφή για σκέψη και δράση. Μα κυρίως μας θυμίζει ότι, αν θέλουμε να αλλάξουμε τον κόσμο, δεν πρέπει να σταματήσουμε ποτέ να αγωνιζόμαστε!
Διότι σίγουρα δεν μπορούμε να αποτρέψουμε τους κυριολεκτικούς σεισμούς. Τους σεισμούς που απειλούν την κοινωνία μας, όμως, μπορούμε.