Του Κωνσταντίνου Κατσαρέα, πρώην συντάκτη μας
Η προστασία της δημόσιας υγείας επέβαλε αναγκαίους περιορισμούς στην άσκηση των ατομικών μας δικαιωμάτων. Εξ αρχής όμως συνειδητοποιήσαμε ότι η πολιτική διαχείρισης της πανδημίας δεν εξαντλείται στο υγειονομικό επίπεδο, αλλά γίνεται άλλοθι και για μια ταξική επίθεση.
Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση διεκήρυσσε την ισότητα απέναντι στην έκτακτη ανάγκη, την οποία όμως κατέλυσε στην πράξη με την απροκάλυπτα προνομιακή μεταχείριση των οικονομικά κυρίαρχων και την παράλληλη επίθεση στις δυνάμεις της εργασίας. Η θεσμοθέτηση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και η διευκόλυνση της ευέλικτης εργασίας (εκ περιτροπής εργασία, επιβολή του δόγματος «μισή δουλειά, μισός μισθός», κατάργηση των υπερωριών) συνδυάστηκε με «δώρα» εκατομμυρίων σε κλινικάρχες, 22 εκατομμύρια για φιλοκυβερνητική προπαγάνδα, επένδυση σε φιλόδοξα εξοπλιστικά προγράμματα, νομοσχέδιο για την ιδιωτική εκπαίδευση καθ’ υπαγόρευση σχολαρχών και δεν συμμαζεύεται… Αυτοί που ξορκίζουν την κρατική παρέμβαση και επιδιώκουν την περαιτέρω συρρίκνωση του ρόλου του κράτους στην οικονομία, παρενέβησαν με τον πιο δραστικό τρόπο υπέρ των λίγων και σε βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας· κάτι που εκ πρώτης όψεως φαίνεται αντινομικό και ιδεολογικά ασυνεπές, αποκαλύπτει με τον πιο εναργή τρόπο την ουσία και το περιεχόμενο της κυρίαρχης ιδεολογίας: ο νεοφιλελευθερισμός ως κρατικοδίαιτος καπιταλισμός και το νεοφιλελεύθερο κράτος ως το κράτος, που περιορίζει τις κοινωνικές δαπάνες και παρεμβαίνει, για να αναδιανείμει βίαια τον πλούτο υπέρ των λίγων και να εντείνει την καταστολή. Θα έλεγε κανείς πως αυτός ο τύπος διαχείρισης αναδεικνύει -πέραν της ιδεοληψίας της ΝΔ- και τα… «υποκείμενα νοσήματα» του κυρίαρχου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, τα οποία όπως αποδείχθηκε δεν σχετίζονται μόνο με την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, δια της μεταφοράς κεφαλαίων από τους πολλούς στους λίγους και παρακολουθηματικά την διαρκή συγκέντρωσή του πλούτου σε ολοένα και λιγότερα χέρια, αλλά μοιραία εκδηλώνονται και στο πολιτικό πεδίο με μια βαθιά κρίση δημοκρατίας. Τα παραδείγματα είναι πολλά, εκτείνονται σε πλανητική κλίμακα κι ενδεχομένως να σηματοδοτούν και την μετάβαση σε μια μετα-δημοκρατική μορφή διακυβέρνησης, όπως έχει αποκληθεί (βλ. Colin Crouch), στο πλαίσιο της κανονικοποίησης της κρίσης, της μετατροπής, επί της ουσίας, της έκτακτης ανάγκης σε καθεστώς.
Χαρακτηριστική είναι η άρνηση του Τραμπ να αναγνωρίσει την εκλογική ήττα σε συνδυασμό και με την προεκλογική μεθόδευση ενίσχυσης της συντηρητικής πλειοψηφίας στο ανώτατο δικαστήριο με τον διορισμό της Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ, μιας επικίνδυνα αντιδραστικής δικαστίνας, που ομνύει στις αξίες της θρησκείας, της πατρίδας και της οικογένειας και τίθεται φανατικά υπέρ της κατάργησης των αμβλώσεων. Οι αυταρχικοί χειρισμοί του Όρμπαν, στην Ουγγαρία επίσης συνιστούν απειλή για τις δημοκρατικές ελευθερίες. Ο Ούγγρος πρωθυπουργός έχει αναστείλει επ’ αόριστον τον λειτουργία του κοινοβουλίου, κηρύσσοντας ουσιαστικά τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας, επικαλούμενος τον υγειονομικό κίνδυνο. Ο Μακρόν στην Γαλλία, που, παρεμπιπτόντως, πολλάκις έχει καταδικάσει τον Όρμπαν και εμφανίζεται ως ο μετριοπαθής κεντρώος πολιτικός, που θα εγγυηθεί την «φιλελεύθερη δημοκρατία» στην Ευρώπη, φαίνεται να διολισθαίνει στην ακροδεξιά ατζέντα της Λεπέν, υποθάλποντας την ισλαμοφοβία και ενθαρρύνοντας την άγρια αστυνομική καταστολή, νομοθετώντας αυτές τις ημέρες την ποινικοποίηση του βιντεοσκοπικού ακτιβισμού. Βλέπουμε λοιπόν πώς τρεις χώρες με διαφορετικές πολιτικές παραδόσεις συμπλέουν στην ενίσχυση του αυταρχισμού και της κρατικής αυθαιρεσίας. Κι αν συνηθίσαμε τον «τραμπισμό» και τον διάχυτο -στην Ανατολική Ευρώπη- «ορμπανισμό», η περίπτωση του Μακρόν μας τρομάζει περισσότερο…
Όχι περισσότερο όμως από αυτά που συμβαίνουν στην δική μας χώρα, αφού αυτά δεν τα παρακολουθούμε τρομοκρατημένοι από μακριά, αλλά τα ζούμε καθημερινά. Η κυβέρνηση πέραν της ταξικής επίθεσης που εξαπέλυσε, όπως αυτή αναλύθηκε παραπάνω, αδράνησε εγκληματικά και στα αμιγώς υγειονομικά ζητήματα (άνοιγμα τουρισμού χωρίς τεστ με εντολές tour operators και μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων, συνωστισμός στα ΜΜΜ, κανένα ουσιαστικό μέτρο για τα σχολεία και τους χώρους δουλειάς, περιορισμένα μαζικά τεστ και παράλληλη μερική ανάθεση των τεστ σε ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα δίχως κεντρικό έλεγχο των τιμών), χωρίς να παύσει στιγμή να κουνάει το δάχτυλο στους πολίτες. Συνειδητοποιεί λοιπόν κανείς πως η κυβέρνηση δεν αντιλαμβάνεται την υπακοή και τη συμμόρφωση στα μέτρα ως προϊόν πειθούς, αλλά αντίθετα ως αποτέλεσμα της πυγμής και του καταναγκασμού.
Με μια τέτοια επίδειξη πυγμής επέλεξε και να προκαλέσει τον δημοκρατικό κόσμο αποφασίζοντας καθολική απαγόρευση του «συνέρχεσθαι» και να ικανοποιήσει ταυτόχρονα το συντηρητικό ακροατήριο, του οποίου η δυσανεξία απέναντι στον αντιδικτατορικό αγώνα είναι γνωστή… Η απόφαση ενδεχομένως να κινείτο στα όρια της συνταγματικότητας (με μια διασταλτική ερμηνεία του Συντάγματος), ακριβώς γι’ αυτό όμως καθίσταται και πιο επικίνδυνη.
Όταν ο αυταρχισμός ενδύεται θεσμικό μανδύα, οδηγεί υπόρρητα και ύπουλα στην μετάβαση σε μια αυταρχική -κατασταλτική- δημοκρατία, η οποία πλέον δεν χρειάζεται την φασιστική της εφεδρεία (δείτε και τον όψιμο αντιφασισμό κυβερνητικών στελεχών λίγες ημέρες πριν ανακοινωθεί η καταδικαστική απόφαση για την Χ.Α.). Άλλωστε έτσι αποκαλύπτεται και η ταξική μεροληψία του Συντάγματός μας· αφού οριακά, έστω, αναστέλλεται ένα λειτουργικό για το πολίτευμα άρθρο του. Η Βουλή λειτουργεί και η κυβερνητική πλειοψηφία θεσμοθετεί την ταξική επίθεση που περιγράψαμε, ενώ ο λαός δεν μπορεί να αντισταθεί στους δρόμους… Ας εναντιωθούμε λοιπόν στο άδικο κι όχι στο αντισυνταγματικό. Για δικαιοσύνη παλεύουμε, όχι για «συνταγματική νομιμότητα».
Αυτή είναι και η σύγκρουση της «πανδημικής» (μετα-)δημοκρατίας του αυταρχισμού και της καταστολής με την «πάνδημη» διεκδίκηση της αγωνιστικής δημοκρατίας. Μιας δημοκρατίας που συνίσταται στην διαλεκτική σχέση δήμου και κράτους, στην ποιοτική σύνδεση της δημοκρατίας με το ιδεολογικό της υποκείμενο, τον λαό, μιας δημοκρατίας που εν τέλει εκφράζεται κινηματικά και οργανωμένα ως η καταστατική-οντολογική προϋπόθεση της ριζοσπαστικής δημοκρατίας.