Πού πάνε οι αγάπες όταν λυγίζουν;

Πού πάνε οι αγάπες όταν λυγίζουν;

Της Παναγιώτας Μητσοπούλου, πρώην συντάκτριάς μας

Κανένας απολογισμός. Ο χρόνος περνά. Αβάσταχτες οι σκέψεις, τους τρομάζουν.

Εκείνος πράος. Εκείνη αδύναμη.

Είναι οι μέρες φωτεινές και κρύβουν μέσα τους μια θολή θλίψη.

Η συνάντησή τους γίνεται στα γνωστά τους σκαλιά. Τον κοιτάζει καθώς μπαίνει στην είσοδο της πολυκατοικίας.

-Αδυνάτισες.

Θα του πει με τρεμάμενη φωνή.

-Χαχαχα, ιδέα σου βρε, με άλλαξε ο καιρός.

-Και η απόσταση.

Θα αναφωνήσει. Σιωπή. Ποιος πρώτος θα τραβήξει την σκανδάλη της απάντησης;

-Πόσος καιρός πάει; Θα αναρωτηθεί εκείνος.

-Δυόμιση μήνες.

-78 μέρες.

-Ολόκληρες, βασανιστικά ερημωμένες, μέρες μακριά σου. Συνεχίζει εκείνη.

Κυλάει ένα δάκρυ, ένας αόρατος φωτογράφος δεν προλαβαίνει να καταγράψει κανένα από τα δύο. Ταυτόχρονος συναισθηματικός ελιγμός; Ή σταλαγματιά απογοήτευσης;

-Ήταν όλα στο μυαλό σου, ήμουν εκεί και ένιωθες ότι λείπω, σε αγκάλιαζα και φοβόσουν ότι θα χαθώ. Τώρα που γκρεμίστηκαν όλα, τι κατάλαβες;

-Ότι ήμουν πολύ λίγη.

-Δειλή ήσουν. Δειλή και εγώ αρκετά -βαθιά ανάσα, στραβοκαταπίνει για να μην  φανεί ότι λυγίζει- αρκετά μόνος για να σε στηρίξω. Για να μας στηρίξω. Ζούσαμε τα πάντα και εσύ τα έβαζες με ένα αόρατο τίποτα. Ήμουν μόνος και για τους δύο μας.

-Δεν μπορούσες να σηκώσεις αυτό το βάρος.

-Μπορούσα και ήθελα. Αλλά με έδιωχνες. Εσύ εγκατέλειπες πρώτη τα πράγματα, για να μην προλάβουν να σε αφήσουν εκείνα.

-Και τελικά με άφησες…

-Σε άφησα όταν είχες αφήσει εσύ πρώτα τον εαυτό σου .Όταν είχες αφήσει εμάς χιλιάδες φορές.

-Έχω στο αίμα μου την καταστροφή.

-Την ευτυχία έχεις. Είσαι γεννημένη για φως και βυθίζεσαι στα αδιέξοδα, για να τα προλάβεις μην σε φτάσουν. Εσύ τα αγγίζεις, εκείνα σε θωρούν και τρομάζουν.

-Αποφάσισες πρώτη φορά στην ζωή σου να μιλήσεις; Να πεις αυτά που νιώθεις; Του είπε εκείνη.

-Δεν αναγνώριζα ούτε και εγώ την φωνή μου. Για χρόνια δεν μίλαγα, έκανα υπομονή και στεκόμουν.

-Ήθελα να μου μιλάς, να προφυλαχτώ πριν το τέλος, να προστατευτώ απ’ την φυγή.

-Σε κοίταζα. Όταν χαμογελούσες, όταν δάκρυζες, ακόμα και όταν θύμωνες. Γινόμουν πιο μεγάλος κάθε φορά που σε περίμενα κι ας αργούσες. Άνθιζα και δεν με ενδιέφερε που μαράζωνες, εγώ ήξερα ότι θα ξανά γεννηθείς.

-Φοβόμουν την σιωπή, ήθελα να μιλάς. Να καταλαβαίνω τι σου συμβαίνει. Να προλάβω…

Την διακόπτει.

-Τι να προλάβεις; Εσύ έφυγες πρώτη. Εγώ έμενα, γιατί καμία αγάπη δεν λυγίζει. Όλα μεταβάλλονται, όλα εκλείπουν κι όμως η αγάπη μένει. Δεν ξεφτίζουν οι λέξεις κι ας σκορπάνε τα γράμματα.

Σιωπή.

-Η μόνη αλήθεια είναι ότι δεν είχα νιώσει ποτέ κάποιον να με αγαπάει έτσι. Ήξερα μόνο να αγαπώ και δεν είχα μάθει να με αγαπάνε.

-Εσύ, εσύ;

-Δεν μπορούσα να φανταστώ την ζωή μου χωρίς εσένα. Δεν ήταν συνήθεια. Αθανασία ήταν. Είχα τα πάντα και φοβόμουν μην τα χάσω, γιατί είχα μάθει στο τίποτα. Σ’ αγαπούσα και φοβόμουν μην σε πληγώσω με τον παλιοχαρακτήρα μου.

-Ούτε εσύ ήξερες πόσο υπέροχη ήσουν. Πόσο υπέροχη είσαι.

Ψιθυρίζει τις τελευταίες λέξεις. Δειλοί  ενεστώτες στην χαραυγή ενός αβέβαιου μέλλοντος.

Σιωπή, τον πλησιάζει.

-Μου έλειψες. Τα γράμματα στα βιβλία έγραφαν το όνομά σου. Τις νύχτες τα άστρα ζωγράφιζαν τις στιγμές μας και εγώ φανταζόμουν ότι με άγγιζες. Σε ένιωθα δίπλα μου κι ας μην ήσουν.

-Είμαι πάντα δίπλα σου.

-Πάρε με μια αγκαλιά. 78 μέρες έχω να νιώσω ζωντανή. Να κυλήσει το αίμα. Να καεί πάλι η καρδιά από αλήθεια.

Αγκαλιάζονται σφιχτά όπως μόνο εκείνοι ήξεραν. Όπως μόνο εκείνοι μπορούσαν. Και μπορούν… Ακόμα.

——————————————————————————————————————————————

Οι αγάπες δεν λυγίζουν. Όταν πάει να σπάσει ο ένας, ο άλλος στέκει εκεί να τον προλάβει. Να μην κοπεί το λουλούδι, να μην χαθεί η ζωή. Ανάσα σωτηρίας τα φιλιά, αγγίζουν την αιωνιότητα.

Η επόμενη συνάντηση θα γίνει τυχαία, σε ένα επίσης γνώριμο μέρος.

+ posts