Πόθεν παράδοξον;

Πόθεν παράδοξον;

*Του Ανδρέα-Γεωργίου Σκίννερ, 3ετή φοιτητή στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο)

Την εβδομάδα που μας πέρασε η κοινωνία στιγματίστηκε από την εκκωφαντική τε, ύποπτη τε σιωπή αυτών που καταδικάζουν τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται. Την καταδίκασαν γαρ κάποτε, όταν κάποιοι καθόλου στημένα κρέμασαν μία πινακίδα από τον Πρύτανη του ΟΠΑ, την καταδίκασαν όταν ο Ρουβίκωνας πέταξε τρικάκια, την καταδίκασαν γε όταν τρεις Ρομά έκλεψαν ένα αυτοκίνητο. Δεν την καταδίκασαν, όμως, όταν 7 αστυνομικοί δολοφόνησαν έναν από αυτούς τους Ρομά. Δεν την καταδίκασαν όταν στις επακόλουθες διαμαρτυρίες, οι αστυνομικοί έδερναν περαστικούς και έσπαζαν τζαμαρίες. Δεν την καταδίκασαν ούτε όταν οι φασίστες επιτέθηκαν στους φοιτητές στη Σταυρούπολη, ούτε παλαιότερα όταν «στα Εξάρχεια [είχαμε] Χούντα», ούτε όταν στη Χίο οι δυνάμεις αστυνομικής κατοχής έσπαγαν τα αυτοκίνητα των ντόπιων.

Παράδοξο. Να την καταδικάζεις την άτιμη τη βία, απ’ όπου κι αν προέρχεται, αλλά όχι αν προέρχεται από το κράτος και το παρακράτος. Άτιμοι, μας τη φέρανε! Κι εμείς που νομίζαμε ότι έλεγαν αλήθεια… Δεν την καταδικάζουν τελικά απ’ όπου κι αν προέρχεται, και κανείς δεν την καταδικάζει και κανείς ποτέ δε θα τη καταδίκαζε. Είναι γαρ αδύνατον.

Βέβαια, από το «δεν το κάνουν» στο «δε γίνεται να το κάνουν» υπάρχει μια κάποια απόσταση. Ξεκινώντας από το πρώτο, το οποίο εμπειρικά αποδεικνύεται, κοιτώντας αυτούς που ισχυρίζονται ότι την καταδικάζουν από όπου κι αν προέρχεται (και, μην κρυβόμαστε, δεξιοί και απολίτιστοι απολιτίκ είναι αυτοί) και κάθε φορά που οι ίδιοι δε μιλούν. Είτε το θύμα λέγεται Ζακ, είτε Νίκος, είτε δεν έχει όνομα γιατί δεν πέθανε, είτε είναι Γεωργιανός που τάχα σκότωσε την Καρολάιν, είτε Ινδιάνος που τάχα έστειλε νοσοκομείο έναν «ΔΡΑΣ(τ)Η», είτε, είτε, είτε, είτε…

Αλλά δεν το κάνουν επειδή είναι τάχα υποκριτές και ψεύτες. Πραγματικά νομίζουν ότι το κάνουν. Αλλιώς δε θα εφεύρισκαν δικαιολογίες μετά δικαιολογιών, δε θα “ναι-αλλάζανε” συνέχεια, δε θα πάλευαν με κάθε τρόπο να δικαιολογήσουν ή και να αρνηθούν τη βία, ώστε να μη χρειάζεται να την καταδικάσουν. Όμως, παλεύοντας να δικαιολογήσει κανείς τη βία, έχει ήδη παρατήσει την καταδίκη της. Η καταδίκη απ’ όπου κι αν προέρχεται είναι εξ ορισμού άνευ όρων. Απ’ όπου κι αν προέρχεται, από όπλο ή γροθιά, από γυναικοκτόνο ή ληστή, από πολίτη ή αστυνομικό, από δόλο ή «άμυνα». Και αυτό δεν είναι εφικτό.

Θα ήταν εφικτό, αν ήταν δυνατόν κανείς να είναι ουδέτερος σε μία σύγκρουση. Αλλά δεν είναι. Και η κοινωνία μας, η καπιταλιστική κοινωνία που ο Ένγκελς αποκάλεσε πραγμάτωση του πολέμου όλων εναντίον όλων, είναι μία μόνιμη σύγκρουση, μία πάλη ταξική. Και κανείς δεν μπορεί να είναι ουδέτερος ούτε σε αυτήν, ούτε σε κάθε επιμέρους έκφανσή της.

Αν κλέψω ένα ψωμί, κάποιος θα πει «ε πεινούσε, καλά έκανε», άλλος θα πει «κόψτε του τα χέρια» κι ένας τρίτος, «ουδέτερος», θα πει «ήξερε τον νόμο, ας υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του». Ξεκινώντας από αυτό το μικρό και άκακο παράδειγμα, μπορούμε να κάνουμε μία επαγωγή για κάθε σύγκρουση, για κάθε φαινόμενο παραβατικότητας και βίας στην κοινωνία. Και γαρ η κλοπή είναι βία, έναντι της Ιδιοκτησίας δε, άρα η ύψιστη μορφή βίας στην Αυτοκρατορία της Ιδιοκτησίας. Για αυτό η ζωή ενός Ρομά μπροστά σε ένα Χιουντάι είναι για κάποιους ασήμαντη. Η ουσία, όμως, είναι η εξής: όποτε δύο μέρη συγκρούονται, μπορεί κανείς να στηρίξει τον επιτιθέμενο, τον αμυνόμενο, ή να καθίσει τάχα «ουδέτερος».

Κομμουνιστής τις θα προσπαθούσε να δείξει ότι ο προλετάριος βρίσκεται μονίμως σε θέση αμυνόμενου εναντίον της αστικής τάξης και η βία του είναι άμυνα, είτε κλέψει, είτε επαναστατήσει και θα είχε δίκιο, αλλά δε θα εστιάσω εκεί.

Έστω στηρίζει κανείς τον επιτιθέμενο. Στην περίπτωσή μας, εμένα που κλέβω το ψωμί. Τι σημαίνει αυτό; Ότι θεωρεί κανείς σωστή την επίθεση, δικαιολογεί τα κίνητρά της και, αν βρισκόταν σε παρόμοια θέση με τον επιτιθέμενο, μάλλον θα έκανε το ίδιο. Θα έκλεβε κι αυτός το ψωμί σαν πεινούσε. Αλλά, αν ήταν σε θέση ο επιτιθέμενος όπου δεν συνέτρεχαν τα κίνητρα της επίθεσης, δε θα τη στήριζε και μάλιστα μία τέτοια κατάσταση θα ήταν προτιμότερη. Μακάρι να μην πεινούσα, να μη χρειαζόταν να κλέψω. Γιατί η στήριξη του επιτιθέμενου απαιτεί κατανόηση και δικαιολόγησή του, ενσυναίσθηση με την κατάστασή του και, πράγματι, ποιος θα ήθελε να πεινάει; Ποιος θα ήθελε να πρέπει να επιτεθεί;

Έστω στηρίζει τον αμυνόμενο. Στην περίπτωσή μας την Ιδιοκτησία. Τι σημαίνει αυτό; Ότι θεωρεί λάθος την επίθεση, δε δικαιολογεί τα κίνητρά της, (ή, έστω, ότι το θύμα (η Ιδιοκτησία) είναι τόσο απαραβίαστο που τα κίνητρα δεν επαρκούν) και δε θα έκανε ποτέ το ίδιο. Και να πεινούσε δε θα έκλεβε το ψωμί, δε θα παραβίαζε την Ιδιοκτησία. Δεν έχει σημασία η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο επιτιθέμενος. Δεν έχει σημασία αν πεινάει. Να τιμωρηθεί.

Έστω, τέλος, τίθεται «ουδέτερος». Δεν στηρίζει ούτε εμένα, ούτε την Ιδιοκτησία. Τι σημαίνει αυτό; Ότι ενδέχεται να μην είναι λάθος η επίθεση, ενδέχεται τα κίνητρά της να είναι δικαιολογήσιμα, αλλά η κοινωνία μας είναι αυτή που είναι, οι κανόνες της είναι αυτοί που είναι. Δεν επιτρέπεται να κλέψει, ακόμα και αν πεινά – τι να κάνουμε; Μακάρι να μην πεινούσε. Ή μακάρι να επιτρεπόταν. Αλλά πεινά και δεν επιτρέπεται. Τι να κάνουμε – ας τιμωρηθεί.

Πράγματι, πόσοι είναι «ουδέτεροι»; Πόσοι υπάρχουν που ούτε δικαιολογούν, ούτε καταδικάζουν τον επιτιθέμενο; Και σίγουρα το συμπέρασμα του «ουδέτερου» από το παράδειγμα είναι το ίδιο με αυτόν που καταδικάζει την επίθεση, αλλά κάλλιστα μπορεί να συμφωνήσει σε άλλη περίπτωση με αυτόν που τη δικαιολογεί. Αυτό εξαρτάται από δύο παράγοντες που στην πραγματικότητα είναι ένας: από τη μία, εξαρτάται από τον κανόνα (ο «ουδέτερος» πάντα προσφεύγει στον κανόνα· είναι ο μόνος τρόπος να απομακρυνθεί και από τον επιτιθέμενο και από τον αμυνόμενο, από τα ανθρώπινα, υποκειμενικά μέρη εν γένει) αν αυτός απαγορεύει, τότε θα συμφωνεί με όποιον καταδικάζει τη βία, θα την καταδικάζει de facto, ενώ αν ο κανόνας επιτρέπει, θα τη δικαιολογεί de facto· από την άλλη, εξαρτάται από τη θέση των δύο μερών – σε μία κοινωνία συγκρούσεων και ανταγωνισμού, μόνιμου πολέμου, υπάρχουν νικητές και χαμένοι, ισχυροί και ανίσχυροι και ο «ουδέτερος» πάντα θα στηρίξει τον ισχυρό (γιατί πάντα αυτός θα νικήσει και ο «ουδέτερος» δε θα φέρει αντίρρηση).

Οι παράγοντές γαρ είναι δύο, αλλά στην πραγματικότητα ένας. Γιατί ποιος θεσπίζει τους κανόνες; Ο ισχυρός, ασφαλώς, ο νικητής! Οπότε εξαρτάται από τη θέση των δύο μερών, γιατί ο «ουδέτερος» πάντα θα στηρίξει το ισχυρό μέρος de facto, καθώς αυτό κερδίζει, και γιατί πάντα θα προσφύγει στον κανόνα που, θεσπισμένος από το ισχυρό μέρος, μεροληπτεί υπέρ του.

Ώστε ο «ουδέτερος» πάντα θα στηρίξει τον ισχυρό. Θα καταδικάσει τη βία ενάντιά του, θα τη δικαιολογήσει όταν από αυτόν προέρχεται. Δεν θα την καταδικάσει απ’ όπου κι αν προέρχεται. Ομοίως, ο απολιτίκ πάντα θα στηρίξει την καθεστηκυία τάξη, καθώς δεν θα στηρίξει την ανατροπή της. Όποιος δεν παλεύει ρητά ενάντια στην εκμετάλλευση, τον καπιταλισμό, το κράτος και τη βία, όποιος σιωπηρά τα αποδέχεται, ρητά τα στηρίζει. Σαν σε ρωτήσουν αν θες να αλλάξει ο κόσμος και δεν απαντήσεις, ήδη έχεις αρνηθεί. Πόσο μάλλον αν τον δικαιολογείς.

Ο μόνος ουν δρόμος μπροστά είναι ρητός και ξεκάθαρος. Ρητά και ξεκάθαρα να απορρίψουμε την απάτη της «ουδετερότητας» και να πούμε:

Καταδικάζουμε την βία της Αστυνομίας και του Κράτους.

Καταδικάζουμε τη δολοφονία από την Αστυνομία και το Κράτος.

Τον έλεγαν Νίκο Σαμπάνη· ήταν 18 ετών.

Δεν είναι αθώοι.

+ posts