Της Ανδρομάχης Αρβανίτη, πρώην συντάκτριάς μας
Η ζωή σε ένα μεγάλο, «ακριτικό» νησί στα μέσα του περασμένου αιώνα, σκιαγραφημένη από τον παππού Γιώργο.
Ο Γεώργιος Τσιρίγος γεννήθηκε στη χώρα της Χίου το 1941. Αν και εν ζωή την περίοδο της Κατοχής, έμαθε για αυτή μόνο από μετέπειτα αφηγήσεις των γονιών του. Στη Χίο έμεινε ως το 1959, όπου τελείωσε το σχολείο και ύστερα μετακόμισε στην Αθήνα για σπουδές. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, για μία περαιτέρω σταδιοδρομία, η πρωτεύουσα τότε αποτελούσε τη μοναδική επιλογή. Από το 1959 ως σήμερα λοιπόν θεωρείται κάτοικος Αθηνών, με το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής του να έχει διαμορφωθεί στην Αθήνα. Ωστόσο, οι ρίζες του ποτέ δεν λησμονήθηκαν, με τη Χίο να αποτελεί πάντοτε ένα αναπόσπαστο κομμάτι της καρδιάς του.
Τις ηχηρές του μνήμες τις θεώρησα άξιες καταγραφής, καθώς ταξιδεύουν σε μία εποχή διαφορετική από τη δική μας, ίσως πιο ζωντανή, σίγουρα πιο αυθεντική.
Η καθημερινότητα ενός μαθητή
«Ξυπνούσα το πρωί. Σε καθημερινή βάση, πίναμε σε μία μεγάλη κούπα “καφέ-ολέ” (τούρκικος καφές με λίγο γάλα εβαπορέ) και τρώγαμε καμία φορά ψωμί ή παξιμάδια με τυρί ή ελιές. Γύρω στις 7:30 πήγαινα σχολείο. Από την πρώτη δημοτικού είχα διαμορφώσει μία μεγάλη παρέα αγοριών, η οποία έμεινε αναλλοίωτη με το πέρασμα των χρόνων. Μαζί, με τη βοήθεια των δασκάλων μας, μάθαμε τα πρώτα γράμματα. Στο διάλειμμα, παίζαμε κάθε λογής παιχνίδια: μακριά γαϊδούρα, “βόλους”, “αζγαβάδα” (κάτι σαν μία αυτοσχέδια ξύλινη σβούρα). Το παιχνίδι συνεχιζόταν και στους δρόμους, μετά το σχόλασμα. Παίζαμε μπάλα, την οποία είχαμε φτιάξει εμείς με κάτι κουρέλια. Λίγο πιο μετά, την αντικαταστήσαμε με μια δερμάτινη. Η μαμά μου με κυνηγούσε για να γυρίσω σπίτι. Αργότερα, όταν πήγα γυμνάσιο, άνοιξε και κινηματογράφος. Πηγαίναμε και για βόλτες στην προκυμαία. Καμία φορά ερχόταν και έδινε συναυλίες η Σοφία Βέμπο και θίασος υπό τον Αλεξανδράκη έκανε περιοδεία. Γενικότερα, ανυπομονούσαμε για τις σχολικές γιορτές και παρελάσεις. Αυτός ήταν κατά κύριο λόγο ο τρόπος διασκέδασης και η καθημερινότητα των νέων.»
Το βιοτικό επίπεδο, μεταπολεμικά (δεκαετία 50’)
«Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος, ανήκε δηλαδή στην τάξη των επιστημόνων με αποτέλεσμα να ζω “προνομιούχα” συγκριτικά με κάποιους συνομηλίκους μου. Από ποιά άποψη; Είχα τη δυνατότητα να απολαμβάνω κρέας δύο φορές την εβδομάδα, κάποιοι άλλοι όμως όχι. Ενώ εγώ και η παρέα μου συνήθως διαθέταμε χαρτζιλίκι για ένα παγωτό, συμμαθητές μου στρέφονταν στα συσσίτια. Κάποιες φορές, τα ενδύματα τους ήταν μπαλωμένα και τα παπούτσια τους τρύπια. Με λίγα λόγια, κάποιοι ζούσαμε αξιοπρεπώς ενώ κάποιοι άλλοι συντηρητικά, φτωχικά. Υπήρχε ένα είδος κοινωνικής διαστρωμάτωσης, θα έλεγε κανείς. Η μεγαλοαστική με τη μεσοαστική τάξη δεν παρουσίαζε υπέρμετρη διαφορά. Ωστόσο, φτώχεια κατέκλυζε τους εργάτες και τους αγρότες, και αυτό ήταν εμφανές. Βέβαια, όσο προχωρούσε η δεκαετία του 50’, παρατηρήθηκε μία ανοδική πορεία που ευνόησε όλες τις τάξεις, νομίζω. Να σημειωθεί πως ως παιδιά, αυτή η ταξικότητα δεν μας χώριζε. Όλοι κάναμε παρέα με όλους.»
Πολιτική και κοινωνική κατάσταση
«Μου ζητάς να σου μιλήσω για την κατάσταση που επικρατούσε στην τότε κοινωνία. Περίεργες εποχές. Από τη σκοπιά μου, η δεκαετία του 50’ χαρακτηρίστηκε από μία αδίστακτη αστυνομοκρατία, γόνο του μετεμφυλιακού κλίματος και των συνεπακόλουθων παθών που είχαν αποκρυσταλλωθεί. Η Χίος, αν και μεγάλο νησί, ήταν μία κοινωνία κλειστή. Η Χωροφυλακή και η Ασφάλεια είχαν αναλάβει την εποπτεία της, συγκροτώντας τους περίφημους “φακέλους”. Αυτοί δεν αποτελούσαν τίποτα παραπάνω από τη στιγματοποίηση ατόμων με αριστερές πεποιθήσεις που οδηγούσαν στη μετέπειτα περιθωριοποίησή τους από το κοινωνικό σύνολο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που θυμάμαι, προσωπικά, είναι ο μη διορισμός ορισμένων δασκάλων εξαιτίας των φρονημάτων τους. Από μία άλλη – πιο εύθυμη- σκοπιά, η κοινωνία της Χίου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, για τα δεδομένα της εποχής, προοδευτική όσον αφορά τη θέση της γυναίκας. Απτή απόδειξη, από προσωπικό βίωμα: η μητέρα μου (και όχι μόνο) δούλευε. Οι γυναίκες στη Χίο εν γένει, από τα μέσα του περασμένου αιώνα, αντιμετωπίζονταν με τον σεβασμό που τους αρμόζει και όχι υποτιμητικά.
Συναισθήματα και τροφή για σκέψη
«Απέραντη νοσταλγία. Αυτό νιώθω για τη Χίο. Αναπολώντας τα χρόνια μου εκεί, μου δημιουργείται η επιθυμία να επιστρέψω, να τα ξαναζήσω. Οι ρίζες μου ποτέ δεν αποκόπηκαν. Στην αρχή, στα δεκαεννέα μου χρόνια που ήρθα πρώτη φορά σε επαφή με την πρωτεύουσα, δεν κρύβω πως αναδύθηκε ένα αίσθημα εντυπωσιασμού. Συγκρίνοντας όμως σήμερα έπειτα από τόσα χρόνια την Αθήνα με τη Χίο, η Αθήνα για εμένα είναι ένα χωνευτήρι ψυχών. Αδυνατώ να φανταστώ παιδί στις μέρες μας, το οποίο να έχει την ευκαιρία να περάσει τόσο έντονα την παιδική του ηλικία όπως εγώ, τότε, στη Χίο · να συνδεθεί και να αγαπήσει τόσο έντονα τον τόπο του, να έχει πατρίδα.»
Οι εποχές έχουν αλλάξει και ο κόσμος έχει εξελιχθεί. Η ζωή την δεκαετία του 1950 στη Χίο παρουσιάζει αναμφίβολα αρκετές διαφοροποιήσεις με το «σήμερα», ακόμα και στο ίδιο το νησί. Μορφολογικά, έχει υποστεί αρκετές αλλαγές: έχουν ανυψωθεί πολυκατοικίες, έχουν ανοίξει πολυκαταστήματα, έχουν κατασκευαστεί δρόμοι… Θυμίζει πλήρως μία σύγχρονη πόλη. Ωστόσο, η θέρμη στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων παραμένει αναλλοίωτη. Οι κοινωνικές επαφές στο νησί δεν παραπέμπουν στο φαινόμενο της αθηναϊκής αποξένωσης. Ίσως, για αυτήν την αισιόδοξη κατάληξη έχει ευνοήσει αρκετά ο χαρακτήρας μίας κοινωνίας νησιωτικής. Στον αντίποδα, ωστόσο, γεγονός αποτελεί πως η σύγχρονη απομόνωση στις μεγάλες πόλεις έχει καταστεί συνήθεια. Ως ακροάτρια γεγονότων και πρακτικών μίας άλλης εποχής, για εμένα, αυτό αποτελεί άξιο αναθεώρησης.