Του Σταμάτη Μπατζιακούδη, φοιτητής του Παντείου Πανεπιστημίου
Ήταν 1982, όταν ένας νέος συγγραφέας, με το όνομα «Άρης Σάρτας», συστήνεται στο ευρύ κοινό, με το έργο του «Ρoκ Μυθιστόρημα». Στο «μυθιστόρημα» αυτό η φιλοδοξία του «Άρη Σάρτα», κατά κόσμον Φώτη Γεωργελέ, ήταν να καλύψει το κενό που δημιουργούσε η ανυπαρξία του «χώρου», για τον «χώρο». Και λέγοντας «χώρο» εννοούμε όλο εκείνο το ιδεολογικό και πολιτικό συρφετό, Μαοϊκών, Τροτσκιστών και αναρχοαυτόνομων, το οποίο, παίρνοντας ως σημείο εκκίνησης τις αναλύσεις περί «Νέας Αριστεράς» του κύκλου διανοούμενων της Φρανκφούρτης (Αντόρνο, Χορκχάιμερ, Μαρκούζε, Χάμπερμας), αποτυπώθηκε κινηματικά στο γαλλικό Μάη του 1968, ενώ στην Ελλάδα έκανε την εμφάνιση του στα τέλη του 1979, με παρόμοια συνθήματα και κοινωνικοπολιτική σύνθεση, υπό την επωνυμία «κίνημα των καταλήψεων». Άξιο αναφοράς θεωρούμε ότι δεν ήταν λίγοι οι μπροστάρηδες των περιθωριακών αυτών ρευμάτων, σε Αμερική και Ευρώπη, οι οποίοι σήμερα κατέχουν θέσεις κλειδιά σε πολυεθνικές εταιρίες και σε κρατικούς- ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς (Ρούμπιν Κονμπεντίτ, Λαζαρίδης, Παπαχελάς, Τατούλης). Το παράπονο αυτό εκφράζεται συστηματικά με πικρία από τον συγγραφέα («Που’ σουν νιότη που’ δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!»).
Σαν ένα είδος προσωπικού ημερολογίου, ο Γεωργελές περιγράφει την ζωή του ως μέλος αριστερίστικων οργανώσεων, ως κομμάτι του Φοιτητικού Συλλόγου, ως κοσμοπολίτης σε Ανατολή και Δύση, ως ερωτευμένος, ως αντικομουνιστής και τοξικομανής, σκύβοντας «βαθιά» στον εαυτό του. Τα υπαρξιακά του άγχη και προβληματισμοί, ανάγονται σε αξιώματα που αναζητούν καθολική αναγνώριση και αποδοχή. Ο χλευασμός των αγώνων του εργαζόμενου λαού και του φοιτητικού κινήματος, αναπαρίσταται μέσα από τα μάτια ενός μικροαστού διανοούμενου, που αμφισβητεί τους πάντες και τα πάντα έξω από τον εαυτό του, που είναι απογοητευμένος «από τις Ινδίες και τα Μαρόκα». Οι σκέψεις του εσωτερικού του «Εγώ», διανθισμένες από στίχους ροκ τραγουδιών ή άλλες φορές μόνο με τους τίτλους των τραγουδιών αυτών χρησιμοποιούνται αιτιοκρατικά και άκαιρα, πιθανότατα για να δικαιολογήσουν τον επιθετικό προσδιορισμό του βιβλίου του: ροκ.
Δεν είναι στην πρόθεσή μας να αναδείξουμε και να αναλύσουμε τα ζητήματα που εισάγονται συνολικά στο έργο. Ο Γεωργελές, την εποχή εκείνη, έδειξε πως λίγο τον ενδιέφερε μια τέτοια προσπάθεια, ενώ σήμερα, μάλλον, τα θέματα που ανέλυε τότε είναι αποκηρυγμένα και από τον ίδιο. Είχε μείνει εξάλλου δύο δεκαετίες πίσω, οπότε μερικές «ροκ προσωπικότητες» πίστευαν πως θα σώσουν τον κόσμο, με «σεξ, ναρκωτικά και ροκ εντ ρολ».
Όσο για τον τρόπο γραφής του, παρότι τα τελευταία δέκα χρόνια έχει δικαίως αναδειχθεί σε κορυφαίο απολογητή των μνημονίων, της χρεοδουλοπαροικίας και της εξάρτησης, (και προσωπικό αγαπημένο του γράφοντος στο είδος) ως εκδότης και τακτικός αρθογράφος της εφημερίδας δρόμου «Athens Voice», το λογοτεχνικό του ύφος πριν από 38 χρόνια απείχε παρασάγγας για να φτάσει σε εκείνο που απαιτεί ένα μυθιστόρημα.