Καλωσορίζουμε τη νέα μας συντάκτρια Ειρήνη Κονδύλη στην οικογένεια του Φοιτητικού Κόσμου!
Ειρήνη το όνομά μου. Το επίθετο, για την ώρα περιττό. Ειρωνικό το όνομα, αν σκεφτεί κανείς ότι δεν είναι συνοδοιπόρος με τις καταστάσεις που βιώνουμε. Είμαι δεκαεννέα χρονών και σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής. Μετά βίας δεύτερο έτος, ευελπιστώντας να πατήσουμε στο τρίτο με καλύτερες συνθήκες, και πάνω από όλα, κυριολεκτικά, να πατήσουμε στην Σχολή. Μία σχολή, ή μάλλον πολλές, οι οποίες έρχονται αντιμέτωπες με αποφάσεις που θα έλεγε κανείς ότι ανταποκρίνονται σε μία άλλη εποχή, που βασικό χρώμα της ήταν το μαύρο και στις καλύτερες των περιπτώσεων λίγες πιτσιλιές γκρίζου προσέτεθαν φωτεινότητα σε όλο το τοπίο.
Καθισμένη στο σαλόνι διαβάζοντας τις αποφάσεις της Υπουργού Παιδείας, Νίκης Κεραμέως, οι οποίες αντιπροσωπεύουν την κατάργηση του ασύλου στους χώρους των Πανεπιστημίων, εκεί που -υποτίθεται- είναι το δικό μας περιβάλλον, ο δικός μας χώρος, το μέρος που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ο κάθε φοιτητής και η κάθε φοιτήτρια νιώθουν ασφαλείς, νιώθουν άνετοι να δρουν, να μιλούν και να συμπεριφέρονται με τρόπο που τους εκφράζει. Αστυνομία στα Πανεπιστήμια, κάρτες που δείχνουν αν μπήκες και αν βγήκες από το Πανεπιστήμιο, προσωπικό κοντινής ηλικίας με αυτήν των φοιτητών, ώστε να νιώθουμε πιο άνετα, ειδικά τμήματα σε κάθε Πανεπιστήμιο και κάμερες ασφαλείας σε όλους τους χώρους με σκοπό την παρακολούθηση κάθε ατόμου που βρίσκεται στον ακαδημαϊκό χώρο. Παρακολούθηση κάθε ατόμου που βρίσκεται στο δικό του περιβάλλον, στο δικό του μέρος, στο μέρος που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο το κάθε άτομο νιώθει ασφαλές, νιώθει άνετο να δρα, να μιλά και να συμπεριφέρεται με τρόπο που το εκφράζει.
Ανατριχιάζω. Τα πόδια μου τρέμουν και το αίσθημα θυμού και αγανάκτησης αγκαλιάζει κάθε άκρο μου. Φοβάμαι, όχι επειδή δεν μπορώ να κάνω κάτι. Φοβάμαι επειδή η επιθυμία του να δράσω είναι πιο έντονη από την επιθυμία του «να κάτσω στα αυγά μου». Έκφραση όχι τόσο ποιητική μα αν μη τι άλλο, τετριμμένη. Νιώθω απειλή, αισθάνομαι να απειλείται η ελευθερία όχι μόνο η δική μου, αλλά και κάθε φοιτητή εκεί έξω, στην Ελλάδα. Απειλείται η ελευθερία η δική μου, αλλά και του Γιώργου που ήπιαμε καφέ πριν δέκα μήνες στην καφετέρια της Σχολής. Και της Αναστασίας που ανταλλάξαμε σημειώσεις. Και της Μαρίας που φάγαμε δίπλα δίπλα στο τραπέζι της σίτισης. Απειλείται η ελευθερία η δική μου. Απειλείται, όμως, και η ελευθερία η δική σου.
Δεν έχει να κάνει με θεωρίες συνωμοσίας και ούτε με έντονο αντιδραστικό πνεύμα του χαρακτήρα και της ηλικίας. Έχει να κάνει με ανθρώπινα δικαιώματα, με ισορροπίες και έχει να κάνει με την ομαλή λειτουργία, όχι μόνο του Πανεπιστημίου, αλλά όλης της κοινωνίας, και κατ’ επέκταση όλης της ανθρωπότητας.
Ήταν Τρίτη απόγευμα, χειμώνας, λίγο πριν κλείσουμε για διακοπές Χριστουγέννων. Χαλαρή βόλτα με φίλους και γνωστούς στα Εξάρχεια. Τόσο όμορφη περιοχή, γεμάτη παρέες και κόσμο από κάθε σχολή της Αθήνας. Πολύχρωμη περιοχή, με ανθρώπους κάθε στυλ και κάθε γειτονιάς. Περιοχή γεμάτη σχόλια και φήμες ότι εκεί αράζουν οι «αληταρίες» και ότι εκεί «όλο επεισόδια γίνονται γιατί προκαλούμε». Εμείς που βγήκαμε να απολαύσουμε τον καφέ ή την μπυρίτσα μας προκαλούμε με την βαβούρα που αποπνέουν τα γέλια, τα επιφωνήματά μας. Δεν μιλάει, όμως, πολύς κόσμος για την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Δεν μιλάνε πολλοί, για την Αστυνομία που επιτίθεται χωρίς λόγο, που συμπεριφέρεται χυδαία και δημιουργεί μια αποπνικτική ατμόσφαιρα ανούσιας απειλής. Την ίδια αστυνομία που θέλουν να βάλουν στις Σχολές.
Ειρήνη το όνομά μου, ετών δεκαεννέα και θα μιλήσω για την αστυνομική βία που δέχτηκα ένα χρόνο πριν στα Εξάρχεια.
Είχε τελειώσει το απόγευμα με τον ζεστό καφέ και πήγαινα προς το μετρό Ομόνοιας για να επιστρέψω στην περιοχή μου. Απομακρύνθηκα με την παρέα μου γιατί οι δρόμοι μας δεν ήταν ίδιοι, πλέον. Στην οδό Σολωμού, η οποία ήταν πολύ κοντά σε όλες τις γνωστές καφετέριες της περιοχής, υπήρχαν, κλασσικά, δύο πεζοδρόμια. Στο ένα υπήρχαν δύο άντρες οι οποίοι φαίνονταν να βρίσκονται σε έντονο διαπληκτισμό, με αποτέλεσμα να κατευθυνθώ στο απέναντι πεζοδρόμιο, που, όμως, είχε πέντε μέλη της Ελληνικής αστυνομίας, με την κλασσική εμφάνιση, μπλε στολή, όπλο στις τσέπες, ασπίδες αφημένες λίγο πιο δίπλα και τρεις μηχανές στα δεξιά τους, κράνη, και φυσικά ένα γκλοπ ο καθένας. Είχα στην πλάτη μου την τσάντα της Σχολής και έβαλα -το ένα- ακουστικό στο αυτί μου για να ακούσω μουσική, χωρίς όμως να έχω επιτρέψει ακόμα την έναρξή της στην συσκευή μου, καθώς περνούσα δίπλα από αστυνομία και ήθελα να έχω το νου μου. Και τότε συνέβη.
Περνάω δίπλα από τα σώματα και μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα νιώθω να με τραβάει κάποιος από την τσάντα με τόση δύναμη, ώστε προσγειώθηκα κάτω με αποτέλεσμα να χτυπήσω αρκετά σοβαρά το πίσω μέρος του σώματός μου. Φώναξα ενστικτωδώς, διότι τρόμαξα, και πριν προλάβω καλά-καλά να πέσω στο έδαφος με είχαν περικυκλώσει και οι πέντε τους. Τους κοιτάω και ρωτάω «Τι έγινε;» και ο ένας από αυτούς μου δίνει το χέρι του για να σηκωθώ. Προφανώς, αρνήθηκα και η άρνηση αυτή τους τρόμαξε τόσο πολύ που έπιασαν και οι πέντε ταυτόχρονα τα γκλοπ τους. Ένιωσα στην πλάτη μου ένα, κάπως επιθετικό, σπρώξιμο από τον ένα από τους πέντε. Ξαναέκατσα κάτω, αφού, στην προσπάθειά μου να σηκωθώ είδα αυτήν την αντίδραση. Τρόμαξα πολύ, δεν το κρύβω. Ήμουν πεσμένη κάτω και γύρω μου 5 άτομα γεμάτα αντικείμενα που μπορούν να με βλάψουν σε ύψιστο βαθμό. Πέρασε ένας άντρας, ίσως λίγο μεγαλύτερος από εμένα και φώναξε να με αφήσουν, αλλά τον απείλησαν με τον τρόπο τους και έφυγε.
Έπειτα άνοιξε ο κύκλος γύρω μου και σηκώθηκα μόνη μου. Μου φώναξαν να ανοίξω την τσάντα μου και ρώτησα για ποιο λόγο. Δεν έλαβα απάντηση, παρά μόνο επανάληψη στα ήδη διατυπωμένα λόγια. Είπα «Δεν έχετε το δικαίωμα να το κάνετε αυτό» και ο ένας από αυτούς τράβηξε την τσάντα μου, την άνοιξε με βία και πέταξε κάτω όλα τα λαθραία αντικείμενα που κουβαλούσα. Ποδιά για το εργαστήριο Χημείας, τετράδια για σημειώσεις, φύλλα χαρτιών, ντοσιέ και στυλό. Πέταξε κάτω την τσάντα μου και μάζεψα τα πράγματά μου όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Με ρώτησε τι έχω στην μπροστινή τσέπη με ύφος γεμάτο υποψία και όταν το άνοιξα, έβγαλα τις σερβιέτες και του τις έδειξα, θεωρώ ότι θίχτηκε. Με κοίταξε, τον κοίταξα, μου ευχήθηκε να πάω στο καλό και ανταπέδωσα την ευχή του.
Τα πόδια μου είχαν κοπεί, το πρόσωπό μου ήταν λευκό σαν πανί και οι παλμοί της καρδιάς μου είχαν αγγίξει το όριο. Πήρα ταξί να γυρίσω σπίτι, δεν άντεχα να σταθώ.
Οι γονείς μου έμαθαν το περιστατικό μόλις πριν λίγους μήνες και η αντίδραση ήταν, όπως όλοι φαντάζεστε, γεμάτη δάκρυα και απρεπείς εκφράσεις.
Δεν είναι προκατάληψη να υποστηρίζουμε ότι όλοι τους είναι ίδιοι. Είναι απλά ένα «ρητό» που προήλθε από εμπειρίες πολλών και διαφορετικών ανθρώπων. Άλλοι είναι ξένοι, και άλλοι ντόπιοι, άλλοι είναι λευκοί, και άλλοι πιο σκουρόχρωμοι, άλλοι είναι άντρες και άλλες είναι γυναίκες, άλλοι είναι μεγάλοι και άλλοι μεγαλώνουν. Άλλοι είναι ζωντανοί, και άλλοι όχι.
Υποδεχόμαστε το 2021 μα οι αποφάσεις που λαμβάνονται ανήκουν σε άλλον αιώνα. Δεν είναι δυνατόν να ανακοινώνεται κατάργηση του ασύλου και εισβολή της αστυνομίας στα Πανεπιστήμια και απλά να παρακολουθούμε τις ειδήσεις σαν ριάλιτι της Δευτέρας. Είναι περιορισμός της ελευθερίας μας. Είναι καταπάτηση του χώρου μας και είναι κάθε άλλο παρά «προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, διασφάλιση της ελεύθερης διακίνησης ιδεών, της απρόσκοπτης διδασκαλίας και έρευνας». Είναι απειλή της ιδιωτικότητάς μας στον χώρο της σχολής μας και είναι, όπως πολύ σωστά αναφέρει σε έναν από τους λόγους της η Υπουργός Παιδείας μας, «νοσηρά φαινόμενα που δεν έχουν καμία θέση στον ακαδημαϊκό χώρο».
Ζούμε, λοιπόν, σε ένα κράτος που τα σκονάκια και οι αντιγραφές είναι τόσο απειλητικά για την ακαδημαϊκή μας μόρφωση που κρίνεται κομβική η παρουσία αστυνομίας σε όλα τα Πανεπιστήμια. Υποστηρίζεται, βέβαια, ότι το προσωπικό περνάει από ειδική εκπαίδευση, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει τα προβλήματα των φοιτητών με τον πιο ορθό τρόπο. Τονίζεται, ότι δεν θα έχουν όπλα αλλά ΜΟΝΟ χειροπέδες και γκλοπ. Εδώ, προσωπικά, προτείνω ψυχραιμία, γιατί όπως όλοι γνωρίζουμε τα συγκεκριμένα αντικείμενα δεν χρησιμοποιούνται για την άσκηση βίας και είναι εντελώς ανίκανα να μας βλάψουν σωματικά (!).
Η κατάσταση, κοινώς, έχει φτάσει σε απροχώρητο σημείο. Πρέπει να ενωθούμε όλοι μαζί και να αντισταθούμε σε αυτό το κύμα καταστροφής που πλησιάζει όλο και πιο κοντά στα απροστάτευτα σώματά μας. Πρέπει να ενωθούμε όχι σαν φοιτητές, όχι σαν άντρες, όχι σαν γυναίκες, μα σαν άνθρωποι. Το νέο σχέδιο δεν πρέπει να περάσει. Έφτασε ο καιρός να αντισταθούμε. Έφτασε ο καιρός να αποκτήσουμε το σθένος και να σχηματίσουμε με το στόμα μας και τις πράξεις μας αυτό το “όχι”. Μην περιμένετε να αντισταθείτε και να καταλάβετε ολοκληρωτικά τι συμβαίνει. Είναι πλέον αυτή η στιγμή.
Γιατί, αν καθυστερήσετε κι άλλο θα έρθει και η δική σας σειρά. Τον προηγούμενο χειμώνα ήμουν εγώ στα Εξάρχεια. Τον επόμενο όμως, μπορεί να είναι ένας ή μία από εσάς, στην είσοδο της Σχολής σας.
Ειρήνη το όνομά μου, ετών δεκαεννέα. Θύμα αστυνομικής βίας.
Καταγωγή από τον πυρήνα της Ελλάδας γεμάτη με θαυμασμό για τα τοπία που περιέχουν το πράσινο της φύσης και το γαλάζιο του βυθού. Λάτρης της hip hop μουσικής, της στάσης ζωής των χίπηδων και της εκμετάλλευσης του τώρα παρά του άγχους για το αύριο.
Πάθος για την γραφή από μικρή κιόλας ηλικία, ξεκινώντας με άρθρα “Πού πήγα διακοπές το καλοκαίρι” και καταλήγοντας σε παραγράφους γεμάτες επανάσταση και αφυπνισμό. Θαμώνας συνεργατικών καφενείων, πλατειών, ροκ μπαρ και χώρων συναυλιών. Ελπίζω σε έναν καλύτερο κόσμο όχι από άποψη, αλλά από ασυγκράτητο αίσθημα δικαιοσύνης. Μ’ αρέσει να υπογράφω με έμμεση αναφορά στο όνομά μου. Peace.