ΣΚΟΤΟΣ: Η αυτοβιογραφία του πολέμου

ΣΚΟΤΟΣ: Η αυτοβιογραφία του πολέμου

Το πιστοποιητικό γεννήσεως δεν γράφει ημερομηνία. Ή μάλλον, αν κοιτάξω πιο προσεκτικά και σε μικρότερη απόσταση, η ημερομηνία είναι κάπως θολή, ξεφτισμένη, εμποδίζοντάς με να διακρίνω τα νούμερα που στέκονται σαν στρατιώτες το ένα δίπλα από το άλλο. Τόπος γέννησης; Δεν θυμάμαι. Πάνε χιλιάδες χρόνια από την γέννησή μου. Ήταν στο Ιράκ; Στο Αφγανιστάν; Στην Παλαιστίνη; Μήπως ήταν κάπου στην Ευρώπη; Γερμανία; Δεν μπορώ να θυμηθώ με τίποτα. Δεν ξέρω καν πού έγινε η σύλληψή μου όταν οι γονείς μου αποφάσισαν ότι ήταν πλέον καιρός να ενώσουν τα ιδρωμένα τους σώματα και να υπηρετήσουν τον σκοπό της αναπαραγωγής. Μεγάλο λάθος εκ μέρους τους.

Μάνα μου η Βία και πατέρας μου ο Πόνος. Μηδενική η ύπαρξη συναισθήματος στην σχέση τους. Βρέθηκαν κάπου στην Γη, έτσι γενικά και αόριστα και δημιούργησαν την σχέση τους απλά από αδιέξοδο, γιατί κανείς άλλος δεν ήθελε επαφή μαζί τους. Λογικό μου φαίνεται, στενάχωρο θα έλεγε κανείς μα εγώ το βρίσκω συναρπαστικό. Κατάλαβαν πόσο βλαβεροί και σάπιοι είναι και οι δυο τους, που η απόφαση να πλαγιάσουν μαζί και να με πλάσουν, προέκυψε από ένα απλό σκεπτικό που έκρυβε μόνο μοχθηρότητα. Τίποτα περισσότερο μα και τίποτα λιγότερο. Η μητέρα μου όταν ήμουν μικρός μου περιέγραψε την φορά που «με έκαναν». Δεν ξάπλωσαν μαζί, δεν φιλήθηκαν, δεν ένωσαν τα δάχτυλά τους, ούτε άλλες παρόμοιες πράξεις τρυφερότητας. Η ιδέα της δημιουργίας μου, η καταστροφή που θα έσπερνα σε όλον τον κόσμο τους είχε ήδη δημιουργήσει την διάθεση για την ύψιστη σωματική επαφή. Ο πατέρας δεν την ρώτησε αν αισθάνεται καλά ή άνετα, απλά την χρησιμοποίησε χωρίς να ενδιαφέρεται για την ακεραιότητά της. Και εκείνη ήταν ψυχρή σαν μάρμαρο, όπως λέει ο πατέρας μου. Δεν του ψιθύρισε κάποια λέξη αγάπης στο αυτί ούτε έβγαλε κάποιο επιφώνημα ευχαρίστησης κατά την διάρκεια. Απλά ήταν ξαπλωμένη και περίμενε το δηλητήριο του για να βγω εγώ μετά από λίγο καιρό. Προέκυψα με την πρώτη προσπάθεια, «πάλι καλά» είπε η μητέρα. «Δεν θα ήθελα να τον ξανανιώσω τόσο κοντά μου».

Οι γονείς μου σκέφτηκαν αμέσως το όνομά μου και συμφώνησαν με την ιδέα. Ταιριάζει πολύ με την άθλια εμφάνισή μου. Γεννήθηκα με ένα σημάδι στο πρόσωπο που ξεκινάει πάνω από το φρύδι μου και τελειώνει στο σαγόνι. Σαν γρατζουνιά ένα πράγμα. Μαύρα μαλλιά, βρώμικα, γεμάτα δυσωδία, και μικρά άσπρα κομματάκια σαν χιόνι. Το δέρμα μου δεν έχει χρώμα. Είναι ουδέτερο. Ούτε άσπρο, ούτε μαύρο. Είναι γεμάτο πληγές που μου αρέσει να σκάβω με τα νύχια μου για να βγαίνει αίμα, και όταν αυτό στεγνώσει κάνω πάλι το ίδιο, μέχρι να μείνει ένα μεγάλο σημάδι. Κυρίως το δέρμα μου έχει χρώματα από τις πληγές και την βρώμα που στολίζομαι κάθε μέρα γεμάτος αυτοπεποίθηση. Τα μάτια μου είναι κατάμαυρα, δεν μπορείς να δεις την παραμικρή σπίθα καλοσύνης, αγάπης ή ευτυχίας μέσα τους. Είναι κάπως θολά και αυτό είναι κάτι που μου δημιουργεί ένα αίσθημα μυστηρίου. Δεν μπορώ ούτε εγώ ο ίδιος να κοιτάξω βαθιά μέσα μου. Είμαι τόσο κατεστραμμένος, νιώθω τόσο σατανικός, τόσο άδειος, κενός, χωρίς ψήγμα θετικότητας μέσα μου. Νομίζω ότι μετά από πολύ διαλογισμό και διάβασμα οδηγήθηκα τελικά στο συμπέρασμα του τι συμβαίνει με εμένα. Δεν έχω ψυχή. Είμαι οστά και σάρκα χωρίς τίποτα μέσα μου. Ίσως και λίγο αίμα. Λατρεύω το αίμα. Το δικό μου, μου περνάει αδιάφορο, αλλά αυτό των ανθρώπων με εξιτάρει. Λατρεύω να τους βλέπω να βλάπτουν ο ένας τον άλλον. Να σκοτώνονται μεταξύ τους, να πετάνε οβίδες γεμάτες μπαρούτι και να προκαλούν εκρήξεις. Μετά το “μπουμ” έρχεται το καλύτερο θέαμα. Ακρωτηριασμένοι άνθρωποι, ανεξαρτήτως ηλικίας, να πετάγονται από εδώ και από εκεί, πιο εύκολα και από τα θεμέλια των κακοφτιαγμένων σπιτιών των φτωχών χωρών.

Πολλοί άνθρωποι αναρωτιούνται πως γίνεται η ύπαρξή μου να επικρατεί σε όλον τον κόσμο ανά χρονικά διαστήματα, αλλάζοντας προορισμό. Η αλήθεια είναι, σε περιοχές που δεν υπάρχει κάτι άλλο να καταστρέψουν, επιμένω να σπείρουν λίγη καταστροφή ακόμα. Όταν μένουν οι άνθρωποι χωρίς σπίτια, όταν μπαίνουν σε πλαστικές βάρκες να φύγουν, να βρουν ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους, γελάω πολύ δυνατά. Τότε, που δημιουργείται μια μικρή κουκίδα ελπίδας στον ορίζοντα γι’ αυτούς τους κακόμοιρους έρχομαι εγώ να διαλύσω οτιδήποτε θετικό έχουν στο μυαλό τους, όπως το να διαφύγουν. Έρχομαι εκεί με την μορφή ενόπλων δυνάμεων, στρατιωτών και όχι μόνο. Είμαι εκεί με την μορφή αυτών που δεν έχουν τσίπα πάνω τους και παίρνουν τα μικρά παιδιά για να τα κάνουν μικρά στρατιωτάκια, στην καλύτερη, ή να τα βιάσουν μέχρι να μην νιώθουν τίποτα πια, στην χειρότερη. Τα επίθετα «χειρότερη» και «καλύτερη» προκύπτουν από τον άνθρωπο σε αυτές τις θέσεις που τις τοποθέτησα, γιατί για εμένα το καλύτερο είναι πάντα εκείνο που πονάει παραπάνω. Εκείνο που κάνει τον άνθρωπο να υποφέρει όσο το δυνατόν περισσότερο.

Έρχομαι να κάνω αισθητή την παρουσία μου όταν οι μητέρες δίνουν σε στρατιώτες τα μωρά τους για να τα σώσουν από την δική τους χώρα. Έρχομαι όταν μικρά αγόρια μαθαίνουν πως να κρατάνε όπλα, πιο βαριά και από τα ίδια μόλις γίνουν 8 χρονών. Έρχομαι όταν επιτέλους τα παιδιά γίνονται άψυχα κορμιά και όταν υπηρετούν τον στρατό μαθαίνοντας ότι «πυροβολούμε κάθε μαύρο που θα δούμε γιατί είναι εχθρός». Έρχομαι όταν μπαίνουν μέσα ένοπλοι άντρες και σκοτώνουν τον πατέρα της οικογένειας. Βιάζουν την μάνα μπροστά στα παιδιά, και μετά τα παιδιά μπροστά στην μάνα. Τους σκοτώνουν όλους, στην καλύτερη, ή τους υποδουλώνουν για την υπόλοιπη ζωή τους, στην χειρότερη.

Έρχομαι όταν μία χώρα επιτίθεται σε μία άλλη και όταν την κατακτήσει βάζει όλους τους κατοίκους, νέους και μη, να εργάζονται για 18 ώρες την ημέρα, με πληρωμή ένα μπολάκι ρύζι και ένα κουρελιασμένο σεντόνι να ξαπλώσουν πάνω το βράδυ.

Έρχομαι όταν οι νεοναζί σηκώνουν το χέρι τους λίγο πιο ψηλά από τον ώμο τους και ελπίζουν επιτέλους να ξυπνήσουν οι γύρω τους και να γίνει η “επανάσταση” που φαντάζονται όταν ξαπλώνουν στο δωμάτιο του σπιτιού τους, το οποίο σπίτι είναι όλο βαμμένο στα κόκκινα και στα μαύρα. Πανό με αυτό το μαύρο σχέδιο με τον άσπρο κύκλο γύρω του και γύρω από αυτό το κόκκινο χρώμα. Εκείνο που φωνάζει θάνατος και έχει γεύση μετάλλου, σαν το αίμα που κυλάει στις φλέβες. Έρχομαι όταν βάζουν φωτιές οι άνθρωποι στην γη των άλλων και ακούγονται κραυγές από δίποδα και μη όσο καίγονται μέσα στο φωτεινό αυτό σεντόνι που λέμε πυρκαγιά. Όταν αφήνουν την τελευταία τους πνοή μαχόμενοι να ξεφύγουν από τα δεσμά της καυτής φωτιάς και παλεύουν να ζήσουν λίγο παραπάνω.

Έρχομαι όταν η Δημοκρατία φεύγει για λίγο καιρό από ένα κράτος και έρχονται τα πιο παλαιωμένα και ξεπερασμένα πολιτεύματα. Λατρεύω την Τυραννία, προσωπικά. Τότε που οι πολιτικοί ηγέτες με καλούν να ξεκοιλιάσω κάθε ανυπάκουο, και όταν με καλούν οι πολίτες να κρεμάσω κάθε τύραννο. Απολαμβάνω πολύ όταν με καλούν και οι δύο πλευρές. Δεν μπορώ να κάνω κάτι λιγότερο από το να τους ευχαριστήσω όλους. Δεν μπορώ να αφήσω παραπονεμένους τους φίλους μου.

Είναι αστείο όμως το γεγονός ότι οι άνθρωποι είναι τόσο ηλίθιοι. Δεν σκέφτονται καθόλου, και αυτό είναι που παρατείνει τα χρόνια ζωής μου. Όλοι λένε «ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ» και «ΌΧΙ ΑΛΛΟ ΑΙΜΑ» και «ΚΑΝΤΕ ΕΡΩΤΑ ΟΧΙ ΠΟΛΕΜΟ» (το αγαπημένο μου, πολύ αστείο) και «ΛΕΜΕ ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ ΝΑΙ ΣΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ». Άλλο και αυτό με την Ειρήνη.

Δεν θα καταλάβουν ποτέ οι άνθρωποι πως για να πεθάνω εγώ πρέπει να το πάρουν εκείνοι απόφαση. Δεν ισχύει μεταξύ μας το γνωστό σε όλους «η κότα έκανε το αυγό, ή το αυγό την κότα;». Γεννήθηκα από τους γονείς μου μα με μεγάλωσαν οι άνθρωποι. Έγιναν θετοί γονείς μου. Με υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκάλες. Με αγάπησαν, με πήραν αγκαλιά, με τάισαν αίμα, αυτό που έσταζε από τις φλέβες των νεκρών γειτόνων τους. Η Τουρκία και η Ελλάδα, για παράδειγμα, γείτονες που με τάιζαν ο ένας το κορμί του άλλου. Αλήθεια, τους ευχαριστώ. Και ακόμα το κάνουν βασικά. Με το μίσος που έχουν ο ένας για τον άλλον κάθε τόσο μου δίνουν για κέρασμα την εχθρότητα και την αντιπαλότητα που αισθάνονται. Δεν είναι τόσο θρεπτικά όσο τα νεκρά σώματά τους, αλλά έχω υπομονή. Είμαι χορτάτος άλλωστε. Η Παλαιστίνη, το Ισραήλ, η Αμερική. Με ικανοποιούν όλοι. Όταν μία χώρα δεν μπορεί να με θρέψει, με στέλνουν στους άλλους συγγενείς, που ζούνε σε όλες τις χώρες, και όταν φτάνω εκεί μου δίνουν να φάω όσο θέλω. Το καλύτερο είναι ότι δεν χορταίνω ποτέ. Ο πατέρας μου το έμαθε αυτό. Τον κάνω περήφανο.

Μικρές είναι εκείνες οι πράξεις από τις οποίες ξεκινάω να επιβάλλω σιγά-σιγά την ύπαρξή μου. Οι άνθρωποι είναι εκείνοι που με κάνουν να φτύνω μερικούς από τους απογόνους μου. Το μίσος, την καταστροφή, την απόγνωση, το έλεος, την οδύνη. Ζω ανάμεσά τους. Κάθε μέρα, κάθε μήνα και χρόνο. Κάθε δεκαετία. Κάνω περιπάτους σε κάθε γειτονιά, χαϊδεύω απαλά κάθε άνθρωπο που έχει την τάση να ξεσπάσει στους γύρω του, να μοιράσει την βία και το μίσος σε κάθε σημείο που μπορεί να εντοπίσει στο οπτικό του πεδίο. Είμαι εδώ, βάζω ιδέες στα ακροδεξιά άτομα που γεμίζουν σιγά-σιγά κάθε πόλη. Ζω μέσα στον στρατό, μαθαίνω συνθήματα κατά των άλλων χωρών στα εικοσάχρονα που έρχονται να υπηρετήσουν. Είμαι εδώ σε κάθε πορεία, σε κάθε γκλοπ των αγαπημένων μου που μελανιάζουν με πάθος κάθε άοπλο πολίτη. Είμαι εδώ να κρατάω απαλά το χέρι όσων σκοτώνουν τις γυναίκες τους έτσι απλά, επειδή ήθελαν. Τους λατρεύω αυτούς τους ανθρώπους. Είμαι εδώ να σκεπάζω τα βράδια τους γονείς που αναγκάζουν τα παιδιά τους τα εργάζονται από τα δεκαέξι επειδή δεν έχουν αρκετά λεφτά για δύο γραμμάρια και για τρεις δόσεις. Όταν τα βαράνε μέχρι να φτύσουν αίμα και να λερώσουν το χαλί, και όταν θα φάνε λίγο ακόμα ξύλο επειδή δημιούργησαν λεκέ.

Είμαι εδώ να αναγκάζω τους θετούς μου γονείς, τους ανθρώπους, να με υπηρετούν, να κάνουν τα θελήματά μου, να μου κουνάνε την κουδουνίστρα μου, μία πιο αλλιώτικη από τις συνηθισμένες με πολύχρωμα σχέδια και αυτοκόλλητα. Η δική μου αποτελείται από κόκαλα και βρωμάει σαν κουφάρι. Όταν την κουνάς αντί να ακούγονται οι μικρές μπίλιες που συγκρούονται μεταξύ τους, ακούγονται τα κλάματα και οι κραυγές των μικρών παιδιών που τα εκτελούν επειδή τελικά δεν έχουν το δικαίωμα να περάσουν τα σύνορα. Μου παίρνουν όλα τα παιχνίδια που θέλω οι γονείς μου. Χειροβομβίδες, όπλα, εκρηκτικά, και άλλα τόσα. Είμαι και εγώ ένα κακομαθημένο παιδάκι, σαν τα κανονικά τους. Λατρεύω την ζωή μου. Λατρεύω την αιωνιότητα που μου προσφέρουν οι άνθρωποι. Είμαι αθάνατος. Και θα παραμείνω.

Αγένεια εκ μέρους μου που δεν συστήθηκα ακόμα. Το έκανα για το ενδιαφέρον, αλλά παραλίγο να το ξεχάσω.

Πόλεμος, χάρηκα!

+ posts

Καταγωγή από τον πυρήνα της Ελλάδας γεμάτη με θαυμασμό για τα τοπία που περιέχουν το πράσινο της φύσης και το γαλάζιο του βυθού. Λάτρης της hip hop μουσικής, της στάσης ζωής των χίπηδων και της εκμετάλλευσης του τώρα παρά του άγχους για το αύριο.
Πάθος για την γραφή από μικρή κιόλας ηλικία, ξεκινώντας με άρθρα “Πού πήγα διακοπές το καλοκαίρι” και καταλήγοντας σε παραγράφους γεμάτες επανάσταση και αφυπνισμό. Θαμώνας συνεργατικών καφενείων, πλατειών, ροκ μπαρ και χώρων συναυλιών. Ελπίζω σε έναν καλύτερο κόσμο όχι από άποψη, αλλά από ασυγκράτητο αίσθημα δικαιοσύνης. Μ’ αρέσει να υπογράφω με έμμεση αναφορά στο όνομά μου. Peace.