Και ποιος δε θα αναγνώριζε αυτή την τόσο διάσημη φράση; Ποιος άραγε δεν έχει δει ή έστω να έχει ακούσει λίγα πράγματα για την ταινία «Στέλλα» του ασπρόμαυρου κινηματογράφου; Και φυσικά, ποιος δεν έχει κλάψει με το τραγικό της τέλος…;
Η ταινία αυτή κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1955. Βραβεύτηκε ουκ ολίγες φορές, ενώ μέσα από την ερμηνεία του ρόλου της, τιμήθηκε η Μελίνα Μερκούρη με το βραβείο της καλύτερης ηθοποιού.
Ας δούμε, παρόλα αυτά, την υπόθεση αυτής της ιστορίας… και πού ξέρετε…ίσως βρούμε αρκετές ομοιότητες στην πορεία με το σήμερα. Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι η πλοκή του έργου φαίνεται να δίχασε το κοινό εκείνης της εποχής.
Η Στέλλα, λοιπόν, ήταν τραγουδίστρια σ’ ένα νυχτερινό κέντρο. Εκείνη την περίοδο, διατηρούσε δεσμό μ’ ένα παιδί που ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί της. Επειδή, όμως, η οικογένειά του δεν ενέκρινε τη σχέση του με την Στέλλα, καθώς θεωρούσαν υποτιμητική και λίγο ανήθικη τη δουλειά της, εκείνος για να μην την χάσει προσπάθησε με έμμεσο τρόπο να την «αλλάξει», ώστε να την κάνει πιο αποδεκτή στους δικούς του. Η Στέλλα, ωστόσο, παρουσιάζεται ως γυναίκα που πάει κόντρα στα στερεότυπα της εποχής. Είναι δυναμική και ανεξάρτητη όπως κι επίσης σίγουρη για τον εαυτό της χωρίς να μπαίνει στη διαδικασία να τον αλλοιώσει, ώστε να χωρέσει στα καλούπια της τότε κοινωνίας. Η Στέλλα ήταν ελεύθερη… και την ελευθερία της δεν μπορούσε να της την στερήσει κανένας.
Λίγο πριν χωρίσει από την τότε σχέση της, εμφανίζεται στη ζωή της ένας νέος άντρας, ο οποίος την φλερτάρει μ’ έναν έντονο τρόπο, με αποτέλεσμα να της κινήσει αρκετά το ενδιαφέρον. Στη συνέχεια, ερωτεύονται μέχρι που… κάποια στιγμή και αυτός, ήθελε να κόψει και να ράψει μια Στέλλα στα δικά του μέτρα. Έκανε σχέδια και ξεκίνησε να θέλει να λαμβάνει αυτός τις αποφάσεις, όχι μόνο για τη δική του ζωή, αλλά και για τη δική της. Άρχισε, λοιπόν, να έχει απαιτήσεις, όπως επίσης να θεωρεί αυτονόητο ότι θα την παντρευτεί και κυρίως θα αφήσει τη δουλειά της για χάρη του, ώστε να παίξει τον ρόλο της καλής νοικοκυράς που θα της όριζε ο -ας τον πούμε- άντρας αφέντης.
Θυμάστε που πιο πάνω ανέφερα ότι η Στέλλα είναι ελεύθερη; Η Στέλλα δε χαμπάριαζε από πιέσεις και από τα καλοδιατηρημένα στερεότυπα. Ωστόσο, η Στέλλα αναγκάστηκε να πει ένα «ναι» σ’ έναν γάμο που σιχαινόταν. Αναγκάστηκε να προσποιηθεί ότι ίσως η ζωή που θα ζούσε στο πλάι του, θα είχε κάποιο νόημα αφού αγαπιόντουσαν. Την ημέρα όμως του γάμου της κατάλαβε ότι πάνω απ’ όλα αγαπάει τον εαυτό της. Πως δεν θα τον πούλαγε τόσο φτηνά μέσα από απειλές του τύπου «ή παντρευόμαστε ή με χάνεις». Ήξερε τι άξιζε. Κι εκείνη τη μέρα έκανε αυτό που έλεγε πάντα… «Εγώ ζω τη στιγμή… δε με νοιάζει το αύριο… το μέλλον». Έτσι, λίγες ώρες πριν από την τελετή, το έσκασε σαν εγκλωβισμένο πουλί που ήταν.
Ίσα που πρόλαβε να πάρει μια μικρή δόση ελευθερίας και το τίμημα που πλήρωσε, ήταν η ίδια της η ζωή. Βλέπετε, μπορεί να σας φανεί γνώριμη η αντίληψη «ή θα σ’ έχω μόνο εγώ ή κανένας άλλος». Έτσι, τα ξημερώματα της επόμενης μέρας, κι αφού ο γάμος δεν έγινε ποτέ, συναντήθηκε στον δρόμο με τον παραλίγο άντρα της, με τον άντρα που ένιωσε αγάπη και ύστερα καταπίεση. Με τον άντρα που κατάλαβε έστω και τελευταία στιγμή, ότι θα ήταν λάθος να συνεχίσουν μαζί και αποφάσισε να κάνει πίσω. Ο ίδιος, λοιπόν, άντρας ήταν αποφασισμένος να την σκοτώσει μετά απ’ αυτό, αφού ο εγωισμός του δεν άντεχε την απόρριψη, εεε εννοώ εξαιτίας του… «πάθους» του για εκείνη…
Και τελικά την μαχαίρωσε. Και την σκότωσε.
Αν αφήσουμε το μελό-ρομάντζο της ταινίας στην άκρη, όπως επίσης κι άλλες μικρές κατ’ εμέ παρατυπίες, μπορούμε να παραδεχτούμε ότι ήταν κάτι πολύ πρωτοποριακό για τότε και θα μπορούσαμε να πούμε ότι δόθηκε μια γερή γροθιά στο στομάχι. Ήταν μια ταινία που μας έδειξε ότι η κάθε “Στέλλα” είναι ελεύθερη για τις επιλογές της και κατ’ αυτόν τον τρόπο τινάζει το βαρύ σεντόνι της πατριαρχίας.
Σήμερα, εν έτει 2021 βλέπουμε γυναικτονίες να προσπαθούν να κρυφτούν πίσω από το πάθος, την αγάπη, την ερωτική απογοήτευση και -ειλικρινά- αναρωτιέμαι αν προσπαθείτε να κοροϊδέψετε εμάς ή τους εαυτούς σας. Γι’ αυτό και τους υποστηρικτές αυτών των αντιλήψεων, τους αντιμετωπίζω ως εν δυνάμει δολοφόνους. Γιατί σας θεωρώ εξίσου επικίνδυνους για την κοινωνία, που προσωπικά δε θα ‘θελα να αποτελείτε μέρος της.
Το σημερινό κείμενο, το κλείνω εδώ και παρότι έχω ακόμη πολλές πτυχές να αναλύσω πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, σκέφτηκα να μη σας κουράσω άλλο. Ξέρετε…αποφάσισα να ανοίξω την ιστορία της Στέλλας, γιατί οι μόνες διαφορές που διακρίνω πλέον, μέσα στις τόσες αιματοχυσίες, είναι μεταξύ των ονομάτων και των φονικών όπλων.
Ονομάζομαι Κατερίνα Δημητρέσκου, κατάγομαι από την Ρόδο και σπουδάζω στο Τμήμα Μέσων Επικοινωνίας και Πολιτισμού στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Δηλώνω λάτρης των τεχνών, αλλά την μεγαλύτερη αγάπη την τρέφω για τον κόσμο του θεάτρου. Είμαι ένα πνεύμα ανήσυχο και μ’ αρέσει να καταπιάνομαι με όσα πράγματα με κάνουν ευτυχισμένη. Ένα απ’ αυτά είναι η γραφή, που μέσω αυτής μπορώ και μοιράζομαι σκέψεις, συναισθήματα, προβληματισμούς κ.α. με τον υπόλοιπο κόσμο.