Του εξωτερικού μας συνεργάτη, Στέφανου Φραγκόπουλου, φοιτητή του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης (ΕΚΠΑ)
Την πολιτική επικαιρότητα το τελευταίο διάστημα απασχόλησε δικαιολογημένα ο πολυαναμενόμενος ανασχηματισμός της Κυβέρνησης και το φιάσκο με την μη-εντέλει- υπουργοποίηση του Ναύαρχου Αποστολάκη, πρώην Υπουργού Εθνικής Άμυνας επί Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ακολούθησαν σκληρές ανακοινώσεις από την Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ και εκτοξεύθηκαν εκατέρωθεν κατηγορίες. Όμως, παρά τον θόρυβο που προκάλεσε η συγκεκριμένη υπόθεση και τις όποιες συνέπειες είχε για την εικόνα και την οργάνωση της Κυβέρνησης, πιο σημαντικό είναι να στραφούμε στην προσεχή εκλογή αρχηγού στο ΚΙΝΑΛ, διαδικασία που θα επηρεάσει τόσο το ίδιο το κόμμα όσο και τους μελλοντικούς κυβερνητικούς και κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές οι υποψήφιοι για την ηγεσία είναι 4: η νυν πρόεδρος Φώφη Γεννηματά, ο ευρωβουλευτής Νίκος Ανδρουλάκης και οι βουλευτές Ανδρέας Λοβέρδος και Χάρης Καστανίδης. Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου άλλος υποψήφιος δεν θα διεκδικήσει την ηγεσία, κάτι που μας επιτρέπει να προβούμε σε μία πρώτη εκτίμηση της κάθε υποψηφιότητας.
Η Φώφη Γεννηματά εκλέχθηκε πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ το 2017 και ανέλαβε το δύσκολο εγχείρημα ανασύστασης της κεντροαριστεράς, με το ΠΑΣΟΚ να αποτελεί τον πυρήνα γύρω από τον οποίο συνασπίστηκαν άλλα κόμματα, όπως το Ποτάμι και η ΔΗΜΑΡ. Για διάφορους λόγους, οι δυνάμεις αυτές εγκατέλειψαν το εγχείρημα και πλέον το ΚΙΝΑΛ ταυτίζεται με το ΠΑΣΟΚ. Στην Φώφη Γεννηματά πιστώνεται η 3η θέση του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2019 με ποσοστό 8%, επίδοση διόλου αυτονόητη, δεδομένου ότι τον Ιανουάριο του 2015 το κόμμα είχε κινδυνέψει να μείνει εκτός Βουλής. Στην αρχή της κυβερνητικής θητείας της ΝΔ η Γεννηματά επιχείρησε να έρθει σε σύγκλιση με τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη σε ορισμένα θέματα, όπως ο εκλογικός νόμος. Ωστόσο, διάθεση ιδιαίτερης συνεργασίας από την ΝΔ δεν υπήρξε και σταδιακά το ΚΙΝΑΛ υιοθέτησε αντι-δεξιά ρητορική, η οποία παγιώθηκε με το ξέσπασμα της πανδημίας. Κεντρικό αφήγημα της Γεννηματά είναι η αυτόνομη πορεία του κινήματος και η δυνατότητα συμμετοχής σε κυβερνήσεις συνεργασίας με τους δικούς του όρους, δίχως δηλαδή να συνιστά συμπλήρωμα της ΝΔ ή του ΣΥΡΙΖΑ. Η δημοσκοπική όμως στασιμότητα του κόμματος, η αδυναμία του να καρπωθεί οφέλη από τις χαμηλές πτήσεις του ΣΥΡΙΖΑ και η ανικανότητα αναχαίτισης των διαρροών παλαιών στελεχών του ΠΑΣΟΚ στην Κυβέρνηση της ΝΔ καθιστούν εκ των πραγμάτων δύσκολη -αλλά όχι αδύνατη-την επανεκλογή της.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης διανύει τη δεύτερη θητεία του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Είχε διεκδικήσει την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ το 2017 και είχε προκριθεί στον δεύτερο γύρο όπου είχε ηττηθεί από τη Φώφη Γεννηματά. Στην ευρωβουλή είναι αρκετά δραστήριος, με τις περισσότερες δράσεις του να αφορούν στον ευρωπαϊκό μηχανισμό πολιτικής προστασίας. Σε σχέση με τους άλλους υποψηφίους έχει το πλεονέκτημα ότι είναι “άφθαρτος”, καθώς δεν έχει εκλεγεί σε κάποιο εγχώριο αξίωμα, είτε στην Βουλή είτε στην τοπική αυτοδιοίκηση. Πεποίθηση των υποστηρικτών του είναι ότι μπορεί να αποτελέσει τον “αντι-Τσίπρα” του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ, δεδομένου ότι είναι αζημίωτος και σε μικρή ηλικία. Η υποψηφιότητά του βέβαια δεν παύει να διέπεται από αρκετά ερωτηματικά. Εκτός από δηλώσεις του ότι πρέπει να πολιτικοποιηθεί η διαδικασία, δεν έχει δώσει ξεκάθαρο ιδεολογικό στίγμα όπως ο Ανδρέας Λοβέρδος ή ο Χάρης Καστανίδης. Ανασταλτικός παράγοντας επίσης είναι ότι σε περίπτωση που εκλεγεί αρχηγός δεν θα μπορεί να λαμβάνει μέρος στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, δεδομένου ότι δεν είναι βουλευτής. Πώς γίνεται κάποιος να ηγείται ενός κοινοβουλευτικού κόμματος δίχως ο ίδιος να συμμετέχει στις διεργασίες και στις μάχες του Κοινοβουλίου; Ανάλογοι προβληματισμοί είχαν εκδηλωθεί και για την υποψηφιότητα του Απόστολου Τζιτζικώστα για την ηγεσία της ΝΔ το 2016, καθώς ο ίδιος δεν ήταν βουλευτής αλλά Περιφερειάρχης Μακεδονίας (έχει επανεκλεγεί στο αξίωμα). Τέλος, η καθυστέρηση της ανακοίνωσης της υποψηφιότητάς του ίσως αποδειχθεί επιζήμια για την προεκλογική εκστρατεία του, καθώς η μεν Γεννηματά έχει τον κομματικό μηχανισμό στη διάθεσή της, ο δε Λοβέρδος ήταν ο πρώτος που ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του και εδώ και καιρό περιοδεύει ανά την Ελλάδα και συνομιλεί με στελέχη και φίλους του κόμματος.
Από τους 4 υποψηφίους ο Ανδρέας Λοβέρδος είναι ίσως ο καλύτερα προετοιμασμένος και εκείνος που έχει εκπέμψει ξεκάθαρο ιδεολογικό-πολιτικό στίγμα: υπαρξιακός αντίπαλος του ΠΑΣΟΚ είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ιδεολογικός η ΝΔ. Έχει πλούσιο κυβερνητικό παρελθόν, καθώς συμμετείχε ως Υπουργός στις Κυβερνήσεις Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά-Βενιζέλου και ως Υφυπουργός στην 2η Κυβέρνηση Σημίτη. Εκφράζει το “αντι-ΣΥΡΙΖΑ” τμήμα της εκλογικής βάσης του ΚΙΝΑΛ, εκφέρει κεντρώο-μεταρρυθμιστικό λόγο και έχει ιδέες που μπορούν να λειτουργήσουν ως φάρος ανανέωσης για την ελληνική κεντροαριστερά-σοσιαλδημοκρατία. Ειδικά οι ιδέες του για πιο σκληρή αντεγκληματική και μεταναστευτική πολιτική συμβαδίζουν με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων (π.χ. Ισπανία, Δανία). Ακράδαντη πεποίθησή του είναι πως το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ οφείλει στις επόμενες εκλογές -όποτε γίνουν- να υπερδιπλασιάσει τα ποσοστά του, διότι σε διαφορετική περίπτωση ελλοχεύει ο κίνδυνος να συνθλιβεί από τις πιέσεις που θα ασκήσουν ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, είτε με μεταγραφές στελεχών είτε με διαρροές ψηφοφόρων. Η κριτική που του ασκούν οι αντίπαλοί του είναι ότι θα επιδιώξει κυβερνητική συνεργασία με τη Νέα Δημοκρατία και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, με συνέπεια την απορρόφηση-εξαφάνιση του κόμματος. Η βάση αυτής της κριτικής ίσως είναι αμφισβητήσιμη, αλλά αποτελεί ένδειξη για τυχόν συμμαχίες υποψηφίων εναντίον του Λοβέρδου σε ενδεχόμενο β’ γύρο, με την προϋπόθεση ότι ο πρώην Υπουργός και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος θα προκριθεί. Ρόλο θα διαδραματίσει και το ποιοι θα μπορέσουν να ψηφίσουν στις εσωκομματικές εκλογές -μόνο τα μέλη ή και φίλοι του κόμματος;-, καθώς ο Λοβέρδος είναι δημοφιλής και σε ψηφοφόρους άλλων πολιτικών χώρων-κομμάτων.
Η τελευταία και πιο πρόσφατη υποψηφιότητα είναι εκείνη του Χάρη Καστανίδη. Ο βουλευτής Θεσσαλονίκης και πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης επί Κυβέρνησης Παπανδρέου είναι ο πιο “αριστερόστροφος” από τους υποψηφίους και σε κάποιες περιπτώσεις έχει εκφραστεί αντίθετα από την κομματική γραμμή, όπως συνέβη με το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις, όπου ενώ το κόμμα του υπερψήφισε εκείνος απείχε από την ψηφοφορία. Έχει αναφερθεί πολλάκις στην ανάγκη “προοδευτικής διακυβέρνησης” και αντιστροφής της συντηρητικής πορείας που έχει χαράξει η νυν Κυβέρνηση. Η θέση του αυτή έχει δώσει αφορμή σε επικριτές του να λένε πως υποστηρίζει τη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που ο ίδιος διαψεύδει, αφήνοντας όμως ανοιχτό το ενδεχόμενο για το μέλλον σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ μεταβάλλει τον τρόπο που πολιτεύεται. Μολονότι δεν συγκαταλέγεται στα φαβορί, η υποψηφιότητα του Καστανίδη είναι ενδιαφέρουσα καθώς η αντι-δεξιά ρητορική του μπορεί να μεταβάλει τους συσχετισμούς υπέρ κάποιου υποψηφίου ή και να συγκροτήσει αυτοτελές υπολογίσιμο ρεύμα, ενώ δεν πρέπει να παραμελήσουμε ότι αποτελεί στενό συνεργάτη του πρώην Πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου.
Ο χρονικός ορίζοντας των εσωκομματικών εκλογών για την ανάδειξη αρχηγού δεν είναι καθαρός. Ενώ οι περισσότεροι υποψήφιοι πιέζουν οι διαδικασίες να έχουν ολοκληρωθεί μέχρι και τον Δεκέμβριο, το καταστατικό παρέχει τη δυνατότητα διεξαγωγής τον εκλογών ακόμη και τον Μάρτιο. Φαίνεται προσφορότερο οι εκλογές να διεξαχθούν το τρέχον έτος επειδή δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο εκλογικού αιφνιδιασμού εκ μέρους της Κυβέρνησης την επόμενη άνοιξη. Επομένως, καλό θα ήταν να έχουν ολοκληρωθεί οι εσωκομματικές διαδικασίες για να πορευτεί το κόμμα ενωμένο δίχως διχόνοιες. Όποιος εκλεγεί αρχηγός θα κληθεί να ηγηθεί του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ στο πιο κρίσιμο σταυροδρόμι της ιστορίας του: είτε θα πολιτευτεί με στόχο να αυξήσει δραματικά τις δυνάμεις του κόμματος και να αποκτήσει προοπτική εξουσίας είτε θα το καταδικάσει σε μία μετάλλαξη τύπου “ΚΚΕ του Κέντρου”, όπως πολύ εύστοχα έχει δηλώσει ο Ευάγγελος Βενιζέλος.