Της Η.Μ., φοιτήτριας του Πανεπιστημίου Κρήτης
Καθυστέρησε πολύ να πιεί την τελευταία γουλιά. Μάζεψε ό,τι κουράγιο είχε, πήρε το πλέον άδειο πλαστικό, το ζούληξε στην παλάμη του και σηκώθηκε για να πάει να το «πετάξει». Είχε εντοπίσει τον κάδο εδώ και πολύ ώρα, ακριβώς διαγώνιά της και εντελώς μέσα στο οπτικό της πεδίο (ακόμα και αν δεν κοιτούσε απευθείας προς τα εκεί). Αυτό ήταν. Σουλούπωσε λίγο το τσαλακωμένο του πουκάμισο, τέντωσε λίγο το στόμα του για να συνηθίσει την κίνηση του χαμόγελου, φόρεσε το αδιάφορο βλέμμα στο πρόσωπό του και κατευθύνθηκε με μια προσποιητή άνεση στον κάδο. Πέρασε από μπροστά της και σε όλη τη διαδρομή που της είχε πλάτη συγκρατούσε με νύχια και με δόντια τον εαυτό του για να μην γυρίσει. Ήξερε πολύ καλά όμως πως τον έβλεπε και αυτό τον παρηγορούσε. Πέταξε το ποτήρι. Έκανε στροφή για να γυρίσει. Δεν την είδε, άδειος ο καναπές. Πώς είναι δυνατόν; Αφού θα καταλάβαινε αν σηκωνόταν από πίσω του. «Θα πήγε προς το κατάστρωμα», σκέφτηκε. Κοίταξε στο σαλόνι για να σιγουρευτεί ότι δεν βρισκόταν εκεί. Τίποτα. Χωρίς να το επεξεργαστεί καθόλου, έτρεξε απελπισμένα στην πόρτα. Βγήκε έξω. Ο ζεστός αέρας του έδωσε ένα αρκετά ενοχλητικό χαστούκι στο πρόσωπο. Έκανε τον κύκλο του καταστρώματος πάνω από τρεις φορές και κάθε φορά κοιτούσε ακόμα πιο έντονα τους θαμώνες των πλαστικών καρεκλών και μόνο αδιάφορος δεν έδειχνε. Μπορεί να ήταν στην τουαλέτα, δεν γινόταν όμως να πάει εκεί και να κοιτάει κάθε γυναίκα που έβγαινε, είχε και μια αξιοπρέπεια, εξάλλου αν είχε πάει στην τουαλέτα, τότε θα είχε επιστρέψει στο σαλόνι, εκεί που καθόταν. Έπρεπε να επιστρέψει και αυτός στο σαλόνι, αυτή ήταν η καλύτερη λύση, αν ήθελε να συναντηθούν. Μπήκε μέσα στη δροσιά, εντόπισε το σημείο που είχε αφήσει τα πράγματά του και από πίσω είδε να κάθεται μια μαυροντυμένη ηλικιωμένη, που ξέμπλεκε τις βελόνες από το κουβάρι δίπλα της. Αποκλείεται να έκανε λάθος, απλά η κυρία θα είδε άδειο καναπέ και θα κάθισε. Ή -πιο λογικά- θα της είχε παραχωρηθεί η θέση. Ναι, αυτό ήταν. Έκατσε απογοητευμένος εκεί που καθόταν, πίσω από τη γιαγιά και του ήρθε αμέσως η αποπνιχτική και εμετική μυρωδιά της ναφθαλίνης. Γιατί ήταν τόσο δειλός; Θα μπορούσε να της είχε μιλήσει όταν είχε την ευκαιρία ή έστω να «πετούσε» τον καφέ του πιο νωρίς. Τώρα πάει, ένας θεός ξέρει πού θα χάθηκε. Μπορεί να είχε καμπίνα και να πήγε στο σαλόνι για να ξεσκάσει, όταν επιτέλους τα παιδιά της αποκοιμήθηκαν αγκαλιά με τον μπαμπά τους, και μόλις είδε τη γιαγιά να της έδωσε την θέση της. Ναι, αυτό έγινε σίγουρα, αλλά και πάλι δεν βοήθησε και πολύ με την απογοήτευση που ένιωθε. Έπιασε μια ψύχρα το σαλόνι. Έβαλε το πουλόβερ και έριξε στους ώμους του το παλτό του. Η μυρωδιά της ναφθαλίνης άρχισε να τον ζαλίζει και να νικάει την καφεΐνη στον οργανισμό του. Άφησε τα βαριά του βλέφαρα να κλείσουν και αποκοιμήθηκε.
Τον ξύπνησε η ανακοίνωση της άφιξης στο νησί και το ακαθόριστο των φωνών που γέμιζε τον κλειστό χώρο. Καθυστέρησε μόνο λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι επιτέλους έφτασε. Μάζεψε τις αποσκευές του και κατευθύνθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς το γκαράζ για να πάρει το αυτοκίνητο και να συνεχίσει τη διαδρομή του από το λιμάνι μέχρι το Σπίτι. Ενώ περίμενε μέσα στο αυτοκίνητο για να ανοίξει η μπουκαπόρτα του ήρθε μια πολύ καλή ιδέα. Να κάνει μια στάση για φαγητό, στην ταβέρνα που πλαισίωσε κάθε σημαντικό γεγονός της παιδικής του ηλικίας, είτε αυτό ήταν τα γενέθλιά του, είτε η γιορτή του, είτε τα γενέθλια της μαμάς, του μπαμπά, του παππού, της γιαγιάς και οι γιορτές τους. Υπέροχη ιδέα! Θα έτρωγε σπιτικό φαγητό και θα είχε την απίστευτη ορεινή θέα που περικυκλώνει όλο το χωριό.
Άνοιξαν την μπουκαπόρτα και μαζί με το φως που έμπαινε σταδιακά στο σκοτεινό γκαράζ είδε και το όμορφο λιμάνι να εμφανίζεται σιγά σιγά. Συγκινημένος, έβαλε μπρος και περίμενε, σαν να έχει όλον τον χρόνο του κόσμου, να ξεκινήσει το μπροστινό αυτοκίνητο, για να φύγει και αυτός. Βγήκε από το πλοίο, βγήκε και από το λιμάνι και σκέφτηκε πως είχε τώρα μόνο μια ώρα διαδρομής μέχρι το Σπίτι. Παρόλο που είχε τόσο καιρό να πάει, ήξερε την διαδρομή λες και την έκανε κάθε πρωί για να πάει στη δουλειά, σε εκείνο το μίζερο γκρι γραφείο του τρίτου ορόφου που ονομαζόταν «Χ.Μ. Λογιστικό γραφείο». Με απέχθεια άφησε την σκέψη της δουλειάς να φύγει μακριά του, όπως άφηνε τον δρόμο πίσω του. Τίποτα δεν είχε αλλάξει στην διαδρομή, όλα τα χωριά πριν από το Σπίτι ήταν στη θέση τους, τα σπίτια λίγο παλιά και έρημα, αλλά αυτό θα οφείλεται στην ώρα (3:00 το μεσημέρι, ποιος βρίσκεται στην αυλή του ή στο χωράφι; ). Το ταξίδι πάνω στα βουνά ήταν ό,τι καλύτερο. Μύριζε τα πεύκα και τους πλατάνους και σε κάποια σημεία την κοπριά από τους στάβλους. Τα τζιτζίκια αποτελούσαν την καλύτερη μουσική υπόκρουση και γι’ αυτό δεν έβαλε και ραδιόφωνο, όχι ότι θα έπιανε και κάποιον σταθμό εκεί πάνω. Έφτασε στο σταυροδρόμι. Από αριστερά πάει στο χωριό και στην ταβέρνα και από δεξιά πάει στο Σπίτι, λίγο πιο μακριά από το χωριό. Έπρεπε να αποφασίσει. Το μυαλό και η καρδιά του του έλεγαν να πάει δεξιά στο Σπίτι, ενώ το στομάχι του τού έλεγε να πάει δεξιά στην ταβέρνα. Προφανώς, αγνοώντας τις έντονες διαμαρτυρίες της κοιλιάς πήγε δεξιά. Σταμάτησε το αυτοκίνητο μπροστά από την κεντρική ξύλινη πόρτα του Σπιτιού. Την άνοιξε με σχετική ευκολία, αφού ήταν ετοιμόρροπη και το ξύλο είχε σαπίσει. Ανέβηκε τα πολλά πέτρινα σκαλιά που οδηγούσαν στην αυλή. Μπορεί το όλο μέρος να είχε καλυφθεί με ξερά φύλλα και η κληματαριά και το αμπέλι να ήταν στα τελευταία τους, αλλά όλα τα άλλα είχαν παραμείνει ακριβώς όπως τα θυμόταν. Η μόνη λέξη που περνούσε από το μυαλό του ήταν «επιτέλους!». Όλο του το σώμα έτρεμε από τη συγκίνηση και τον ενθουσιασμό. Κοίταξε την βαριά μεγάλη πόρτα που σφράγιζε το σπίτι. Έκανε κίνηση να την ανοίξει και ως δια μαγείας αυτή άνοιξε πριν καν την ακουμπήσει.

Μπήκε μέσα και άφησε το παλτό του στον καλόγερο. Το άκουσε να πέφτει, δεν τον ένοιαξε καθόλου, θα το μάζευε όταν τα χέρια του θα σταματούσαν να τρέμουν.
Κοίταξε το σαλόνι, τη βιβλιοθήκη, το πικάπ, τις βελούδινες πολυθρόνες, τον μαλακό καναπέ, το αιώνια σταματημένο ρολόι του παππού. Κοίταξε και το δικό του ρολόι. 4:07 το απόγευμα, τι ειρωνεία.
Τα μάτια του βουρκώνουν. Βγάζει το πουλόβερ του και το ακουμπάει σε μια από τις πολυθρόνες, γλιστράει και πέφτει κάτω.
Πάει προς το μεγάλο παράθυρο του σαλονιού για να το ανοίξει και μονομιάς ανοίγουν ταυτόχρονα και τα έξι παράθυρα του Σπιτιού.
Πάει προς τη κουζίνα και χαϊδεύει τις φωτογραφίες που βρίσκονταν πάνω στον τοίχο. Περνώντας το δάχτυλο από της κορνίζες του παππού, τις γιαγιάς, των γονιών του, δε νιώθει τίποτα. Αέρας κάτω από τα κιτρινισμένα του ακροδάχτυλα, αέρας κάτω από την καρδιά του.
Μόνο τώρα ένιωσε την κούραση τόσων χρόνων να καταβάλλει το σώμα του. Το μόνο που ήθελε ήταν να πέσει για ύπνο στο Σπίτι του. Πήρε υπνωτισμένος μια φωτογραφία μαζί του και κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρά του.
Πήγε προς το κρεβάτι. Βγάζει τα ρούχα του, βγάζει και το εσώρουχό του. Φοράει τις πιτζάμες που βρήκε κάτω από το μαξιλάρι, πάντα εκεί της έβαζε, πού αλλού θα ήταν;
Ξαπλώνει. Βγάζει το ρολόι από τον καρπό του και βλέπει την ώρα. 4:07 το απόγευμα. Περίεργο… σκέφτηκε. Άφησε το ρολόι στο κομοδίνο δίπλα του και κοιτάζει την κορνίζα. Βλέπει ένα γνώριμο μικρό αγοράκι να γελάει φαφούτικα προς τον φακό. Στα μικρά του ποδαράκια κρατάει μια μεγάλη λεκάνη με σταφύλια.
Άρχισε να κλαίει με λυγμούς, δεν μπορούσε να αναπνεύσει από την πίεση που δεχόταν στον θώρακά του. Κουλουριάστηκε στο πλάι με την κορνίζα σφιχτά στο στήθος του και έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έκλαιγε. Κανονικά θα έπρεπε να είναι ευτυχισμένος, που έφτασε στο Σπίτι, αλλά τα δάκρια αυτά δεν ήταν χαράς. Δεν καταλάβαινε τι γινόταν, ήταν τόσο μπερδεμένος. Προσπάθησε να βγάλει όλο αυτό που ένιωθε με μια δυνατή φωνή. Κανένας ήχος δεν βγήκε από μέσα του.
Έσφιξε περισσότερο την κορνίζα στο στήθος του, κουλουριάστηκε κι άλλο, μέχρι που τα γόνατα ακούμπησαν στο πηγούνι του.
Δεν σταμάτησε να κλαίει, αλλά όσο περνούσε η ώρα, ένιωθε να χαλαρώνει, να ηρεμεί. Το μυαλό του άρχισε να αδειάζει σιγά σιγά. Με τα μάτια του μόνο, κοιτάζει το ρολόι του, που άφησε στο κομοδίνο. 4:07 το απόγευμα.
Χαλάρωσε και επιτέλους έκλεισε ήρεμος τα πρησμένα και κόκκινα του μάτια.
Στο Σπίτι του. Επιτέλους…
[…] Η ώρα πήγε 6:30 το απόγευμα και αυτό σημαίνει πως τα παιδιά τώρα μπορούν να βγουν έξω και να παίξουν στους δρόμους του χωριού. Ή τουλάχιστον έτσι έλεγαν στους γονείς τους. Αυτό που δεν τους έλεγαν είναι το μέρος στο οποίο πήγαιναν. Όχι ακριβώς «μέρος», αλλά και πάλι. Το εγκαταλελειμμένο αυτό ερείπιο, λίγο πιο μακριά από το χωριό, που μοιάζει με σπίτι, είναι το μυστικό τους. Τους αρέσει να πηγαίνουν εκεί στο σπίτι τους και να παίζουν «κλέφτες κι αστυνόμους» ή «μήλα» στην πέτρινη αυλή ή απλά να συζητάνε τα πιο τρελά πράγματα μέσα στον χώρο, χωρίς ταβάνι και πόρτα, που κάποτε λεγόταν σαλόνι. Έτσι και σήμερα, τα τρία κορίτσια και τα τέσσερα αγόρια, πάντα πιστοί στο ραντεβού τους έξω από το ερειπωμένο σπίτι τους, είδαν κάτι που πρώτη φορά το συναντούσαν τόσο καιρό που πάνε εκεί. Ένα αυτοκίνητο. Δεν υπήρχε κανείς μέσα και μετά από μια μικρή διαφωνία σχετικά με τον μύθο του ξυλοκόπου, αποφάσισαν να ανέβουν τα σκαλιά. Η αυλή όπως πάντα, γεμάτη ρωγμές και ρίζες δέντρων που ξεπροβάλλουν από κάτω. Αυτό το σκέτο ξύλο, που πρέπει να ήταν κάποτε κληματαριά και όχι φωλιά για μυρμήγκια, βρισκόταν στη θέση του. Το σπίτι τους το ίδιο. Χωρίς πόρτα, χωρίς παράθυρα, χωρίς σκεπή, άδειο από έπιπλα και αντικείμενα. Μπήκαν τα παιδιά μέσα. Στο πάτωμα του «σαλονιού» είδαν κάτω ένα παλτό και ένα πουλόβερ. Φοβήθηκαν ότι βρισκόταν μέσα ο περιβόητος ξυλοκόπος, αλλά αυτός εμφανίζεται μόνο τις Κυριακές με πανσέληνο (ακόμα κι αν βρισκόταν εκεί, δεν θα είχε κόψει όλα τα ξύλα της αυλής; ). Αποφάσισαν να προχωρήσουν λίγο πιο μέσα στα «δωμάτια». Και τότε τον είδαν, όχι τον ξυλοκόπο, αλλά έναν άντρα γυμνό σε εμβρυική στάση να κοιμάται κάτω στο σκονισμένο και ραγισμένο πάτωμα με κάτι σαν κορνίζα στα χέρια του και ένα ρολόι καρπού πιο δίπλα να δείχνει 4:07 το απόγευμα. Έκαναν φασαρία, για να τον ξυπνήσουν, αλλά αυτός δεν ανταποκρινόταν. Του πέταξαν μερικές πέτρες, αλλά και πάλι. Τίποτα. Τράβηξαν κλήρο για το ποιος θα πάει να κάνει αυτό που κάνουν στις ταινίες, για να επιβεβαιώσουν τον θάνατο κάποιου.
Πράγματι, δεν υπήρχε παλμός και το σώμα του ήταν κρύο σαν τον πάγο. Τα παιδιά συμφώνησαν να μην το πουν πουθενά. Σίγουρα θα έβρισκαν τον μπελά τους αν μάθαιναν οι γονείς τους για το μέρος στο οποίο παίζουν.
Συμφώνησαν επίσης να παραχωρήσουν το σπίτι τους στον νεκρό άντρα και όταν γίνει φάντασμα να μένει εκεί και ίσως να τους αφήσει να παίζουν στο Σπίτι του.
«Ναι, πολύ καλή ιδέα!» Το σπίτι τους θα γινόταν «το Σπίτι του φαντάσματος».