Της Η.Μ., φοιτήτριας του Πανεπιστημίου Κρήτης
Δεν του άρεσαν τα ταξίδια, αυτό όμως ήταν κάτι διαφορετικό. Συνήθως τον πιάνει ναυτία στο πλοίο, σήμερα όμως καθόλου. Οι μαύροι κύκλοι και το κενό του βλέμμα προδίδουν την ξεκάθαρη κούρασή του. Τα μάτια του κλείνουν, ωστόσο δεν κοιμάται γιατί δεν αφήνει τον εαυτό του να χαλαρώσει, δεν θέλει να αφήσει τον εαυτό του να χαλαρώσει. Το ταξίδι διαρκεί πολλές ώρες ακόμα. Δεν τον νοιάζει, ήδη περίμενε χρόνια για τη στιγμή της άφιξης στο Σπίτι. Θα μπορούσε να έπαιρνε το αεροπλάνο για να φτάσει πιο γρήγορα, αλλά δεν αντέχει την υπέρμετρη ευγένεια των αεροσυνοδών και τα άβολα καθίσματα που αναγκάζουν τους επιβάτες να κάθονται κολλητά ο ένας με τον άλλον.
Κοιτάζει γύρω του με την ελπίδα ότι κάτι έχει αλλάξει τα τελευταία δύο λεπτά. Τίποτα. Η κυρία απέναντι ακόμα να βρει το τέσσερα οριζόντια, ο γέρος παραδίπλα ακόμα να σταματήσει το ροχαλητό, τα παιδάκια στην άλλη άκρη δεν λένε να σταματήσουν τις φωνές και τα ποδοβολητά. Είχε ξεχάσει πόσο αντιπαθεί τα μικρά παιδιά. Αυτή η ατελείωτη ενέργεια που έχουν τον καταπλακώνει˙ ּτα ζηλεύει. Τώρα το αεροπλάνο του φαίνεται καλύτερη ιδέα. Tα πάντα του φαίνονται καλύτερη ιδέα από τις χαρούμενες γεμάτες ανυπομονησία παιδικές φωνές. Δεν πειράζει όμως, σε κάποιες ώρες θα φτάσει στο Σπίτι, στο Σπίτι που αρχίζει ο κόσμος του. Έσφιξε το παλτό του πιο σφιχτά γύρω από το σώμα του και σήκωσε τον γιακά για να αποφύγει το κλιματιστικό και τα αδιάκριτα βλέμματα. Πήρε το χάπι για τον πονοκέφαλο, έκλεισε τα μάτια και συνέχισε την ονειροπόληση, μπας και καταφέρει να κοιμηθεί για να περάσει η ώρα.
Η γλυκιά ζέστη αρχίζει να τον τυλίγει και το κίτρινο φως να τον τυφλώνει πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα. Τώρα μυρίζει την γλυκιά οσμή του πλατάνου και γεύεται τα όμορφα τριαντάφυλλα. Από μακριά ακούγονται πουλιά να κελαηδάνε και μια ανεπαίσθητη γνώριμη μελωδία. Το κεφάλι του το νιώθει ελαφρύ, σαν να έχει μόλις ξυπνήσει από μεσημεριανό ύπνο. «Ναι», σε αυτόν τον κόσμο θέλει να ζει, στο Σπίτι του, εκεί που ξεκινάνε όλα και δεν σταματάει τίποτα. Εκεί που το ρολόι δείχνει πάντα 4:07 το απόγευμα, εκεί που η αυλή μυρίζει αγιόκλημα και φρεσκοπλυμένα λευκά σεντόνια. Εκεί που όταν σταματάει το τραγούδι των τζιτζικιών, ξεκινάει το τραγούδι των γρύλων. Εκεί που η κληματαριά και το αμπέλι προσφέρουν γενναιόδωρα τους καρπούς του Διονύσου. Εκεί στο Σπίτι του, εκεί στην αρχή του κόσμου. Γι’ αυτό και τελευταία κοιμάται πολύ. Θέλει να βρεθεί σε αυτόν τον κόσμο της ανάμνησης, που μόνο στα όνειρά του εμφανίζεται πια. Κοιμάται τόσο γιατί έχει κουραστεί με την πραγματικότητα που συνεχώς του επιβάλλεται. Όλα αυτά όμως θα τελειώσουν σε λίγο και δεν θα τα παρατήσει, ειδικά τώρα που μόνο κάμποσα χιλιόμετρα και μερικές ώρες τον χωρίζουν από το Σπίτι.
Μόλις άνοιξε τα μάτια, ο λεπτοδείκτης του ρολογιού του δεν είχε μετατοπιστεί πολύ. Ένιωσε το σώμα του να τρέμει και δυστυχώς οι παλάμες του το επιβεβαίωσαν. Ξέροντας ότι θα το μετανιώσει σηκώθηκε όρθιος για να ξεμουδιάσει και η όρασή του αμέσως σκοτείνιασε. Το μετάνιωσε. Κάθισε πάλι μέχρι να νιώσει καλύτερα. Τώρα ξεκίνησε η φαγούρα στα χέρια του, αυτό δεν ήταν καθόλου καλό σημάδι. Δεν άντεξε άλλο και η δεύτερη απόπειρά του να σηκωθεί ήταν πιο αποφασιστική. Μόλις βεβαιώθηκε πως η όρασή του είχε επανέλθει και πως δεν είχε προσελκύσει αδιάκριτα βλέμματα, παραπάτησε ως την πόρτα, βγήκε στο κατάστρωμα, άναψε ένα τσιγάρο και ένιωσε αμέσως το τρέμουλο στις παλάμες του να υποχωρεί. Ήρεμος πια, με τον ήλιο να του ζεσταίνει το σώμα άφηνε τη θάλασσα να τον πιτσιλάει με την αλμύρα της, καθώς την έσκιζε το πλοίο. Αυτό το διάφανο γαλάζιο που φτιάχνεται από το βαθύ μπλε του ωκεανού και το λευκό των κυμάτων ήταν για αυτόν ο πιο πολύτιμος λίθος. Ανέβασε το βλέμμα του και πρόσεξε τον τρόπο με τον οποίο ο άνεμος καθοδηγούσε το πέταμα των γλάρων, πάνω από την αστραφτερή επιφάνεια της θάλασσας. Τώρα χαζεύει το τσιγάρο να μικραίνει ανάμεσα στα ελαφρώς κιτρινιασμένα του ακροδάχτυλα. Χωρίς να το θέλει, έστρεψε τα μάτια του προς το χέρι του, είδε το μανίκι του μαύρου πουλόβερ του, πιο μέσα είδε το τσαλακωμένο μανίκι του μπορντό πουκαμίσου του και ακόμα πιο μέσα, ακόμα πιο κάτω, είδε με σχεδόν κομμένη την ανάσα, το άλλοτε απαλό λευκό του δέρμα, τώρα πια αδρό, άσχημο, γεμάτο σημάδια και άτσαλα επουλωμένες ουλές, που μόνο σκοτεινές μνήμες του έφερνε στο μυαλό. Με αποστροφή για τον ίδιο του τον εαυτό και με μια ελαφριά ανακατωσούρα, πέταξε το αποτσίγαρο στο ζεστό και κολλώδες μέταλλο του καταστρώματος και το έσβησε με τη μύτη του παπουτσιού του. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στο λαμπύρισμα της θάλασσας για να χαλαρώσει, αλλά το μυαλό του συνεχώς έφευγε από το κεφάλι του. Τελικά, αποφάσισε να επιστρέψει στο σαλόνι, γιατί ξαφνικά συνειδητοποίησε πως είχε ξεπαγιάσει από το κρύο, παρόλο που έσφιγγε το παλτό του όσο πιο κοντά στο σώμα του μπορούσε. Μπαίνοντας στο -συγκριτικά- ζεστότερο σαλόνι, αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στον σχεδόν γεμάτο χώρο, μέχρι που άλλαξε γνώμη μόλις άκουσε το συνεχόμενο βουητό των ψιθύρων και των μουρμουρητών.
Πόσο ανυπομονούσε να επιστρέψει στο Σπίτι. Ήθελε να επιστρέψει στα χρόνια που το μόνο πρόβλημά του ήταν πόσο κρύο ήταν το σταφύλι που έτρωγε τα καυτά μεσημέρια του Αυγούστου, χαζεύοντας τα μυρμήγκια στο πέτρινο δάπεδο της αυλής. Ήθελε τόσο πολύ να ανέβει με τον φακό του στην ταράτσα του Σπιτιού μια νύχτα χωρίς φεγγάρι και να στείλει τα κρυφά του όνειρα με σήματα Μορς στο απέναντι βουνό… χωρίς παραλήπτη. Ήθελε να πιάσει ένα από τα αμέτρητα τζιτζίκια της κληματαριάς και να το βάλει μέσα στα ρούχα της μπουγάδας, μόνο και μόνο για να δει αντιδράσεις και να υποστεί το αναγκαίο γαργαλητό που είχε για «τιμωρία». Ήθελε να βάλει στο πικάπ το βινύλιο με το πιο όμορφο εξώφυλλο και να το χαζεύει με τις ώρες να γυρίζει και να ανεβοκατεβαίνει ανεπαίσθητα πάνω στην μαύρη, τραχιά και ταλαιπωρημένη από την χρήση επιφάνεια. Πόσο απλά ήταν τα πράγματα τότε, χωρίς δυσκολίες, χωρίς απογοητεύσεις…
Επανήλθε στη μίζερη πραγματικότητα όταν ο σερβιτόρος έφερε τον καφέ που παρήγγειλε. Τον πλήρωσε και ίσα που έπιασε το θλιβερό λευκό πλαστικό, όταν αποφάσισε να περιμένει παραπάνω από το συνηθισμένο μέχρι να κρυώσει το καυτό καφέ υγρό που είχε για περιεχόμενο. Δεν θα αφήσει μπουρμπουάρ.
Και τότε συνέβη.
Το ένιωσε σαν ηλεκτρικό ρεύμα να διαπερνάει το κορμί του, σαν να μικραίνουν τα πάντα γύρω του και να βρίσκεται αυτός στο κέντρο, μεγάλος σαν άχαρος γίγαντας. Ένιωσε την παρουσία της να κάθεται πίσω του και το ελαφρύ αεράκι που δημιουργήθηκε από την κίνηση αυτή να μεταφέρει το τόσο γνώριμο άρωμα. Αυτή ήταν σίγουρα. Δεν γύρισε για να σιγουρευτεί, δεν τολμούσε να γυρίσει.
Ούτε εκείνο το βράδυ, πριν τόσα χρόνια, τόλμησε να γυρίσει να την κοιτάξει, ήξερε πως αυτό που θα έβλεπε δεν ήταν η ανάμνηση που θα ήθελε να κρατήσει. Μετά από αυτόν τον πρώτο παθιασμένο νεαρό έρωτα το τελευταίο που θα ήθελε να θυμάται ήταν οι φωνές, οι βρισιές, τα ανεξέλεγκτα χτυπήματα στον αέρα και στο τέλος τα δάκρυα που ένα πράγμα σήμαιναν. Το τέλος της πρώτης (και όπως αποδείχτηκε αργότερα της τελευταίας) του ειλικρινής αγάπης. Μετά από αυτό, όλα άρχισαν να κατρακυλάνε. Αυτή τον παράτησε και αυτός παράτησε τα πάντα. Ίσα που συντηρούσε τον εαυτό του, ακόμα και τώρα ο ίδιος δεν θυμάται τι έκανε τόσες μέρες μόνος του αποκλεισμένος μονάχα με τις σκέψεις του. Μετά από αρκετές εβδομάδες αυτολύπησης, αποφάσισε πως ήταν καιρός να πάει την θρυμματισμένη του νεαρή καρδιά στο Σπίτι για να γιατρευτεί. Πράγματι, ο φρέσκος αέρας της εξοχής με την απίστευτη θέα του βουνού βοήθησαν αρκετά. Οι δίσκοι στο πικάπ γύριζαν ασταμάτητα, καθώς εκείνος διάβαζε ένα από τα αμέτρητα παλιά βιβλία της βιβλιοθήκης. Ήταν χειμώνας και ευτυχώς υπήρχαν αρκετά ξύλα για το τζάκι και αρκετές φιάλες γκαζιού για να φτιάχνει τσάι και να ζεσταίνει τη σούπα. Το άγριο κρύο της αυγής του θύμιζε πως ίσως είναι καλύτερα να κρυώνεις παρά να ζεσταίνεσαι. Όταν κρυώνεις μπορείς να καλύπτεις το σώμα σου με πολλά χοντρά ρούχα χωρίς να σου πει κανείς τίποτα, ενώ όταν ζεσταίνεσαι, βγάζεις και βγάζεις ό,τι σε καλύπτει, μέχρι το μόνο που μένει πάνω σου είναι το πέρα για πέρα ανθρώπινο άγριο δέρμα σου, εκτεθειμένο στον εξίσου άγριο και ανθρώπινο κόσμο. Οι επόμενες σχέσεις του δεν ήταν το ίδιο, αυτός ήταν κρύος και απόμακρος, όπως του δίδαξε το Σπίτι, για να μην πληγωθεί ξανά. Πλέον ήξερε πως η αγάπη δεν υφίσταται και σταδιακά αποχώρησε από τον τομέα αυτόν και επιτέλους ησύχασε το ανήσυχο μυαλό του.
Μέχρι σήμερα, οπότε και μύρισε το χαρακτηριστικό άρωμα. Ένιωθε την παρουσία της από πίσω του καθιστή με μια ευγενική ηρεμία. Κοιτώντας τον αχνιστό καφέ του, ζεστάθηκε και έβγαλε το παλτό του (εξάλλου, μέσα στο πλοίο κάποιος με παλτό δεν ήταν και πολύ φυσιολογικό θέαμα). Φυσικά και ήθελε να της μιλήσει, να δει τι κάνει μετά από τόσα χρόνια. Μπορεί να έλεγαν αστείες ιστορίες από τα παλιά και το πόσο όμορφα περνούσαν οι δυο τους τα καλοκαίρια στο Σπίτι. Ήπιε μια διστακτική γουλιά από τον καφέ του, έβγαλε τώρα το πουλόβερ του και έμεινε μόνο με το πουκάμισο. Μπορεί να ήταν παντρεμένη και να είχε παιδιά, σίγουρα θα του έδειχνε και φωτογραφίες από τις τελευταίες οικογενειακές διακοπές στο εξοχικό τους σπίτι απέναντι από τη θάλασσα. Ζεστάθηκε τόσο που ξεκούμπωσε ασυναίσθητα τα κουμπιά από τα μανίκια του πουκαμίσου του και τα σήκωσε ως τους αγκώνες. Αυτός, το μόνο που θα είχε να της δείξει, βλέποντας την ανησυχία στα μάτια της, θα ήταν ένα χαμόγελό μισό αληθινό μισό ψεύτικο, για να τη βεβαιώσει ότι είναι καλά και ευτυχισμένος με τη ζωή του. Χωρίς λόγο, νόμιζε πως όλα τα βλέμματα καρφώθηκαν ξαφνικά πάνω του, ένιωθε τόσο εκτεθειμένος. Μετά από μερικές στιγμές πανικού κατέβασε τα μανίκια του και κοίταξε γύρω του έντρομος. Ευτυχώς όλοι κοιτούσαν τη δουλειά τους και κανείς δεν ασχολούταν μαζί του. Ήθελε τόσο πολύ να της μιλήσει, αλλά δεν είχε τα κότσια να πάει να της ανοίξει κουβέντα. Θα ήταν καλύτερα να το έκανε εκείνη αντί για αυτόν. Υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι μόλις τελειώσει τον καφέ του, θα σηκωθεί και θα περάσει -τάχα τυχαία- από μπροστά της…