Του Στέφανου Φραγκόπουλου, εξωτερικού συνεργάτη μας και φοιτητή του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης (Ε.Κ.Π.Α.)
Οι εκλογές της περασμένης εβδομάδας στην Αμερική ήταν ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα του 2020. Για 5 ημέρες ο covid-19 δεν αποτελούσε πρώτο θέμα στην επικαιρότητα αρκετών χωρών (τι περίεργο!). Αν και η καταμέτρηση των ψήφων στις περισσότερες Πολιτείες τώρα ολοκληρώνεται, τα ΜΜΕ έχουν ήδη ανακηρύξει νικητή. O Joe Biden έχει συγκεντρώσει 290 εκλέκτορες, 20 περισσότερους από τον «μαγικό» αριθμό που χρειάζεται κάποιος για να εκλεγεί Πρόεδρος. Νικητής σε κάποιες Πολιτείες (Τζόρτζια και Βόρεια Καρολίνα) δεν έχει ακόμη ανακοινωθεί,το αποτέλεσμα όμως δεν επηρεάζεται. Ο Trump δεν έχει παραδεχθεί ακόμη την ήττα του, με το νομικό του επιτελείο να υποβάλει αγωγές σε όλες σχεδόν τις Πολιτείες που έχασε με μικρή διαφορά. Είναι αμφίβολο αν οι αγωγές του Προέδρου θα αλλάξουν το αποτέλεσμα, οπότε με τη συγκεκριμένη επιφύλαξη κάποια αρχικά συμπεράσματα που προκύπτουν είναι τα εξής:
Ο Biden-αναμφίβολα- είναι ο κύριος κερδισμένος της όλης διαδικασίας. Πολιτικός με μακρά θητεία στο δημόσιο βίο, έχοντας διατελέσει Γερουσιαστής από το 1973 και Αντιπρόεδρος στο πλευρό του Οbama και στις 2 θητείες του, αναλαμβάνει το υψηλότερο πολιτειακό αξίωμα. Θεωρείται μετριοπαθής Δημοκρατικός και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «κεντρώος». Υπό φυσιολογικές συνθήκες και έχοντας πλήρη ελευθερία κινήσεων, ο Biden θα μπορούσε να συνεργασθεί με τους Ρεπουμπλικάνους σε πληθώρα ζητημάτων, όπως η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και πρωτοβουλίες για έργα υποδομών. Όμως η υπόθεση δεν είναι τόσο απλή. Αντιπρόεδρος εκλέχθηκε η Kamala Harris, γερουσιαστής και ένα από τα πιο προοδευτικά μέλη του Κογκρέσου. Ανήκει στην πανίσχυρη ριζοσπαστική πτέρυγα του Δημοκρατικού κόμματος, στην ατζέντα της οποίας περιλαμβάνονται πολιτικές όπως το GreenNewDeal (πρόγραμμα ύψους 10 τρις δολαρίων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής), τα ανοιχτά σύνορα και η περικοπή των αστυνομικών δαπανών. Είναι πολύ πιθανό η Harris να έχει διευρυμένες αρμοδιότητες και να επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τον Biden. Παρόμοια ήταν και η συνύπαρξη των G.W. Bushκαι Dick Cheney στον Λευκό Οίκο την περίοδο 2001-2008, με τον τότε Αντιπρόεδρο να έχει χαρακτηριστεί-δικαίως- ως ο ισχυρότερος της αμερικανικής πολιτικής ιστορίας.
Το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών όμως δεν αντικατοπτρίζει όλη την πραγματικότητα. Η εικόνα στα 2 νομοθετικά Σώματα είναι διαφορετική. Οι Δημοκρατικοί μπορεί να διατήρησαν τον έλεγχο της Βουλής, η δύναμή τους όμως μειώθηκε σημαντικά σε σχέση με το 2018, καθώς οι Ρεπουμπλικάνοι κέρδισαν 10 θέσεις, αριθμός που αναμένεται να αυξηθεί καθώς δεν έχουν πληρωθεί όλες οι θέσεις, με τους υποψηφίους τους να προηγούνται σε αρκετές των περιπτώσεων. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι ότι η Nancy Pelosi-επικεφαλής του σώματος- θα δυσκολευτεί να επανεκλεγεί στη θέση της εξαιτίας των συσχετισμών που έχουν διαμορφωθεί. Κρίσιμος θεσμός για τη διακυβέρνηση στις ΗΠΑ επίσης αποτελεί η Γερουσία. Αν την ελέγχει το κόμμα από το οποίο προέρχεται ο Πρόεδρος, εκείνος μπορεί να κυβερνήσει προωθώντας τις πολιτικές του σχεδόν ανενόχλητα. Αν όμως την πλειοψηφία την έχει η αντίπαλη παράταξη, τότε το έργο του καθίσταται δύσκολο. Αυτή τη στιγμή η ισορροπία δυνάμεων είναι 50-48 υπέρ των Ρεπουμπλικάνων. Επομένως, η πλειοψηφία της Γερουσίας θα κριθεί στις επαναληπτικές εκλογές 2 θέσεων στη Τζόρτζια τον Ιανουάριο. Οι Ρεπουμπλικάνοι χρειάζονται 1 από τις 2θέσεις οπωσδήποτε, αλλιώς σε περίπτωση ισοπαλίας η Harris θα παρεμβαίνει με την ψήφο της υπό την ιδιότητα της Προέδρου του Σώματος (η συγκεκριμένη αρμοδιότητα είναι από τις σημαντικότερες του εκάστοτε Αντιπροέδρου των ΗΠΑ).
Λαμβάνοντας υπόψη του κάποιος ότι οι Ρεπουμπλικάνοι είτε διατήρησαν δυνάμεις, είτε τις αύξησαν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ψηφοφόροι-επιλέγοντας Biden- αποδοκίμασαν περισσότερο το ύφος και την αλαζονεία του Προέδρου Trump, παρά τις πολιτικές τις διακυβέρνησής του. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι έχει λάβει σχεδόν 9 εκ. περισσότερες ψήφους από αυτές που έλαβε το 2016. Παράδοξο μπορεί να φανεί ότι ο Τrumpτα πήγε καλύτερα από κάθε άλλο Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο όσον αφορά στη ψήφο των μειονοτήτων[1]. Οι Ισπανόφωνοι είναι μάλιστα εκείνοι που έδωσαν τη νίκη στον Trumpσε κρίσιμες Πολιτείες όπως η Φλόριντα, επιτρέποντάς του να μείνει μέχρι τέλους στη διεκδίκηση του αξιώματος. Ο «τραμπισμός», συνδυάζοντας παραδοσιακές συντηρητικές πολιτικές (π.χ. χαμηλή φορολογία, ισχυρή παρουσία του ιδιωτικού τομέα στην οικονομία) με νέες που υιοθετήθηκαν επί θητείας του νυν Προέδρου (π.χ. σκληρή μεταναστευτική πολιτική, αδιαφορία για το δημόσιο χρέος, απομονωτισμός) έχει προσδώσει νέο αφήγημα στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα, το οποίο είχε την εικόνα ενός παρωχημένου κόμματος που αναπολούσε την ένδοξη για εκείνο δεκαετία του ’80 (περίοδος Reagan). Έχει κατορθώσει να καταστεί ελκυστικό και σε κόσμο που δεν θα θεωρούνταν πιθανή εκλογική δεξαμενή ενός τυπικού συντηρητικού κόμματος.
[1]https://fortune.com/2020/11/06/trump-support-black-latino-men-rappers/
Η Αμερική -αναντίρρητα-παραμένει βαθιά διχασμένη. Αμφότεροι οι υποψήφιοι έσπασαν το ρεκόρ ψήφων που κατείχε ο Obama από το 2008. Αυτό σημαίνει ότι οι ιδέες καθενός από τους 2 είναι ελκυστικές σε ένα σημαντικό-πολυπληθές τμήμα της αμερικανικής κοινωνίας. Και αν η απήχηση που είχε ο Biden στους ψηφοφόρους υπήρξε αναμενόμενη, δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για τον Trump. Το «γαλάζιο κύμα» που προέβλεψαν οι δημοσκόποι ποτέ δεν εμφανίστηκε, παρά την αποτυχημένη διαχείριση της πανδημίας από τον Trump. Ο «τραμπισμός» έχει ριζώσει στην αμερικανική κοινωνία. Δεν αντιμετωπίζεται εύκολα αυτό το φαινόμενο. Και μην έχετε καμία αμφιβολία: ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων για το 2024 (είτε είναι ο Αντιπρόεδρος Mike Pence είτε ο Γερουσιαστής Ted Cruz είτε o Υπ. Εξωτερικών Mike Pompeoή ακόμη και ο ίδιος ο Trump) θα έχει -καλώς ή κακώς- ως «σημαία» του τις ιδέες του απερχόμενου πλανητάρχη.