Πού πραγματικά βασίζουν οι άνθρωποι τα όνειρά τους; Πώς γίνεται οι άνθρωποι να έλκονται περισσότερο από όσα τους καταστρέφουν; Πώς οι διάφορες εξαρτήσεις -κάθε μορφής- ισοπεδώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη και καταδεικνύουν εντονότερα τα μεμπτά της σημεία; Μέχρι ποιο σημείο θα έφτανε κάποιος και πόσα ηθικά και σωματικά όρια θα υπερέβαινε μπροστά στον εθισμό του; Μήπως τελικά όλοι είμαστε εθισμένοι σε κάτι, γιατί αυτό επιβάλλει η ανθρώπινή μας υπόσταση; Είναι μεγαλύτερο το τίμημα του ονείρου για τους εξαρτημένους και τους αδύναμους; Τα παραπάνω συνιστούν μερικά μόνο από τα ερωτήματα που πραγματεύεται ο Hubert Selby JR στην νουβέλα του «Requiem for a dream» («Ρέκβιεμ για ένα όνειρο»). Μόνο ο τίτλος (ρέκβιεμ=νεκρώσιμη τελετή) προϊδεάζει ότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα-γροθιά στο στομάχι, το οποίο θα αφήσει τον κάθε αναγνώστη μουδιασμένο και παγωμένο απέναντι στις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης.
Μεταφερόμαστε στην περιοχή του Μπρούκλιν της Νέα Υόρκης, όπου τέσσερα πρόσωπα είναι βαθιά βυθισμένα στις εξαρτήσεις τους, με αποτέλεσμα να έχουν απολέσει κάθε σωματικό και ψυχολογικό έλεγχο του εαυτού τους. Η Σάρα, μια μοναχική χήρα, αποκτά ψύχωση με την απώλεια βάρους, με σκοπό να εμφανιστεί σε ένα τηλεοπτικό σόου σε βαθμό τέτοιο, ώστε να προβεί σε εξαντλητικές δίαιτες, αλλά και στην λήψη αμφεταμινών που της χορηγούνται από έναν κομπογιαννίτη γιατρό. Ο γιος της Χάρι, η κοπέλα του Μάριον και ο καλύτερός του φίλος Τάιρον αφήνονται στην επήρεια της πρέζας και άλλων σκληρών ναρκωτικών, προκειμένου να αποδράσουν από την αφόρητη πραγματικότητα και να βουτήξουν σε μια πλασματική ευδαιμονία. Καθένας τους, ενώ βρίσκεται σε μια κατάσταση εκούσιου παραληρήματος, σε μια ψευδαισθησιακή απόχρωση της ζωής, χτίζει έναν δικό του ουτοπικό κόσμο, γεμάτο τραγικά παιδιάστικους οραματισμούς ενός επίγειου παραδείσου. Ωστόσο, το χάος της πραγματικότητας και της κοινωνίας θα τους παρασύρει σε έναν σκοτεινό κυκλώνα και τελικά θα τους συνθλίψει με βία. Μιλάμε για την απόλυτη καταστροφή. Ούτε δράμι ελπίδας δεν απομένει να τους συγκρατήσει στην κατρακύλα τους. Το τέλος τους, ξέχειλο από πίκρα και εκκωφαντική θλίψη, μυρίζει σαν τον θάνατο των ψυχών και του κόσμου μέσα τους.
Ο Selby αφηγείται μέσα από το μεδούλι των εξαρτημένων∙ εξαρτημένων από τις ουσίες, από την ελπίδα, από την ανάγκη για αναγνώριση, από τις αυταπάτες τους. Το αόρατο χέρι που θα τραβήξει βάναυσα τους ήρωες από τη φαινομενική ευτυχία τους μπορεί εύκολα να προβλεφθεί. Παραταύτα, αυτή η πρόγνωση δεν προστατεύει τον αναγνώστη από την εμπειρία του αβάσταχτου πόνου, της υπέρμετρης συμπόνοιας, του οίκτου και της εξαχρείωσης για τους ζωντανούς ανθρώπους με τις πεθαμένες ψυχές. Η πεμπτουσία του έργου έγκειται στην δεξιοτεχνία του συγγραφέα να καταφέρει να κάνει τον αναγνώστη να αγαπήσει και να θελήσει να σώσει αυτούς που τόσο τον απωθούν.
Όλη η πλοκή εκτυλίσσεται σε μια κοινωνία που έχει ανάγει το κέρδος σε αυτοσκοπό και στο πλαίσιο της οποίας η μοναδικότητα της ατομικής προσωπικότητας κονιορτοποιείται στο βωμό του πλουτισμού και των υλικών αγαθών. Το ζήτημα του εθισμού-οποιοσδήποτε και αν είναι αυτός- παρουσιάζεται με απόλυτη ωμότητα και αληθοφάνεια. Ο αναγνώστης βιώνει έντονα την απόγνωση, το μούχλιασμα, καθώς και τον κλοιό της απομόνωσης, εσωτερικής και κοινωνικής, να τον παγιδεύει ακριβώς όπως τη Σάρα, τον Χάρι, την Μάριον και τον Τάιρον. Αυτό, όμως, που προκαλεί την μέγιστη αποστροφή -σε σημείο εμετού- δεν είναι άλλο από την ηθική κατάπτωση των ηρώων και της κοινωνίας στην ολότητά της, αφού ύψιστες αξίες (αξιοπρέπεια, τιμή, σεβασμός, ελευθερία) καταβροχθίζονται από το «τέρας της εξάρτησης», λούζοντας τελικά τους πρωταγωνιστές με τα άσπρα δάκρυα της ηρωίνης.
Η ιστορία, που γράφτηκε το 1978, μεταφέρθηκε και στη μεγάλη οθόνη με τρομερή επιτυχία το 2000 σε σκηνοθεσία Darren Aronofsky,με τους ηθοποιούς Ellen Burstyn (Σάρα), Jared Leto (Χάρι), Jennifer Connelly (Μάριον) και Marlon Wayans (Τάιρον). Μέσα από συγκλονιστικά καρέ, οπτικοποιείται η αχίλλειος πτέρνα της ανθρώπινης φύσης, η εξαθλίωση μέσα από τον εθισμό, η καταβαράθρωση των ηθικών αξιών και η ποδοπάτηση των υψηλών ιδανικών. Οι ερμηνείες μία προς μία καθηλωτικές, προκαλούν αληθινή ανατριχίλα. Ο Aronofsky κρύβεται πίσω από πανέξυπνα τεχνάσματα της κάμερας, όπως συχνά γκρο-πλάνα και τεχνικές του μοντάζ, όπου ολόκληρες περιγραφές για τον τρόπο χρήσης ναρκωτικών εμφανίζονται με 3-4 αλλεπάλληλα πλάνα και διπλοτυπίες, κρατώντας τον θεατή σε εγρήγορση. Ένα διπλωμένο δολλάριο, άσπρη σκόνη στο τραπεζάκι, ο ήχος κάποιου να ρουφάει δυνατά τη μύτη του, η διαστολή της κόρης ενός ματιού και η κυκλοφορία της ουσίας στη φλέβα αρκούν για να καταλάβει κανείς ότι οι χρήστες έχουν πάρει τη δόση τους.
Την αξεπέραστη σκηνοθεσία επενδύουν τα μουσικά κομμάτια του Clint Mansell. Το δικό του ρέκβιεμ δεν έχει τη θρησκευτικότητα ενός Μότσαρτ, αντιθέτως είναι βγαλμένο από το στομάχι μιας βιομηχανοποιημένης μεγαλούπολης.
Τόσο το βιβλίο, όσο και η ταινία αξίζουν -και με το παραπάνω- τον χρόνο όποιου τα επιλέξει. Δεν πρόκειται για μία ακόμα επιφανειακή προσέγγιση της ζωής των ναρκομανών και των εν γένει εθισμένων, αλλά για ένα διαχρονικό και ηχηρό σχόλιο για την εξάρτηση, τα κατεδαφισμένα όνειρα, τις εμμονές και την σαπίλα του σύγχρονου ανθρώπου.
“Ψέματα την ημέρα και όνειρα τη νύχτα, αυτό είναι ο άνθρωπος.”
(G.Flaubert, Γάλλος συγγραφέας)
Το κύριο κομμάτι από την ταινία:
Ονομάζομαι Ανθή Καψάλη και είμαι απόφοιτος του Λεοντείου Λυκείου Νέας Σμύρνης. Το φθινόπωρο του 2019 ξεκίνησα να φοιτώ στο Τμήμα Βιολογίας της Σχολής Θετικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Εκτός από θέματα που αφορούν το αντικείμενο σπουδών μου, έχω ιδιαίτερη αδυναμία στο Θέατρο, τα ταξίδια και τη Λογοτεχνία. Η αγάπη μου για το γράψιμο και την ανάγνωση βιβλίων και άρθρων υπήρξε ανέκαθεν μεγάλη. Ενισχύθηκε, ωστόσο, με την είσοδό μου στο Πανεπιστήμιο.
Μείζων στόχος μου μέσα από τη συμμετοχή μου στην Εφημερίδα «Φοιτητικός Κόσμος» συνιστά η κοινοποίηση των προβλημάτων και των ανησυχιών που μοιραζόμαστε ως φοιτητές, καθώς και η προβολή ενδιαφερουσών πρωτοβουλιών και ιδεών. Τέλος, μετά τον στείρο τρόπο γραφής που χρειάστηκε να υιοθετήσουμε στο Λύκειο για την έκθεση των Πανελληνίων εξετάσεων, με τη συμμετοχή στην εφημερίδα μου δίνεται πλέον η ευκαιρία ελεύθερης έκφρασης, ανάδειξης προσωπικού ύφους γραφής και δημοσιοποίησης απόψεων πάνω σε ζητήματα που μας αφορούν σχετικά με ποικίλες θεματολογίες.