Του Κωνσταντίνου Κατσαρέα, πρώην συντάκτη μας
Εγώ θα κάνω το εμβόλιο. Δεν μπορώ όμως να κουνήσω το δάχτυλο σε αυτούς που διστάζουν. Δεν μπορώ να επιτιμήσω τον δισταγμό, να επιπλήξω την ανησυχία, πόσo μάλλον επικαλούμενος την ψεκασμένη (sic!) ευήθεια των αρνητών -και δη των πιο προβεβλημένων εξ αυτών. Δεν είμαι σε θέση, δεν είμαι γιατρός ή βιολόγος.
Μπορώ να σεβαστώ τον προβληματισμό όλων όσων ανησυχούν και ενδεχομένως -εφ’ όσον υπάρχει πρόσφορο πεδίο διαλόγου- να αναδείξω τις σοβαρές αντιφάσεις της επιδημιολογικής διαχείρισης, τις αντινομικές και συχνά επικίνδυνες πολιτικές επιλογές και τις δομικές ανεπάρκειες του συστήματος που αποκαλύφθηκαν για τα καλά. Να αποδείξω, δηλαδή, ότι γι’ αυτά αξίζει κανείς να ανησυχεί. Παράλληλα, πρέπει να καταγραφεί ότι η ασυνείδητη βίωση της εκμετάλλευσης από αυτόν που την υφίσταται, οδηγεί μοιραία σε ερμηνείες αποσπασμένες από τα οικονομικά συμφραζόμενα της κοινωνικής εμπειρίας, με αποτέλεσμα να τροφοδοτούνται θεωρίες περί οργανωμένης διείσδυσης μιας παντοδύναμης εξουσίας σε κάθε έκφανση της ιδιωτικής ζωής.
Μόνο έτσι θα γίνει αντιληπτό ότι ο μεγάλος εχθρός δεν είναι κάποιες σκοτεινές δυνάμεις που μεθοδεύουν τον έλεγχο του ανθρώπινου γονιδιώματος μέσω ενός εμβολίου, αλλά το κυρίαρχο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου η διάδοση ενός ιού, ελάχιστα επικίνδυνου για την πλειονότητα του υγιούς πληθυσμού, μετατράπηκε σε πανδημία. Και για να αντιπαλέψεις αυτό το σύστημα που φτωχοποιεί, εξαθλιώνει και φάνηκε ανήμπορο να προστατεύσει την δημόσια υγεία, αφού πρώτα αυτό την πλήττει, θα πρέπει να οργανωθείς. Να διεκδικήσεις μαζικά στους δρόμους.
Χωρίς εμβόλιο, όμως, δεν θα ξαναβγείς στον δρόμο. Χωρίς εμβόλιο δεν θα ξαναζήσεις! Χωρίς εμβόλιο χάνεται η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή και επικρατεί η ασφυξία της «μάσκας».
Όλοι εκείνοι που αυτάρεσκα κηρύττουν τον «ορθό λόγο» και στήνουν μετώπο αντι-λαϊκισμού, έχουν περιπέσει σε έναν υβριδικό ανορθόλογο λαϊκισμό, που στην ταξική του ουσία κατατείνει ελιτισμός, υπονομεύοντας χωρίς να το συνειδητοποιούν και την δημόσια εικόνα της Επιστήμης, της οποίας θεματοφύλακες αυτοχρίστηκαν. Κάθε λογής ανερμάτιστοι δημοσιολογούντες και χυδαίοι ινφλουένσερς επιλέγουν να πείσουν τον κόσμο που φοβάται, προσβάλλοντάς τον. Ελιτιστές είναι γιατί καθώς αλαζονεύονται, επιχειρούν να εδραιώσουν την συνωμοσιολογική κριτική, ώστε να απονομιμοποιήσουν κάθε κριτική και φυσικά να γίνουν -ακόμα πιο- αρεστοί στην μειοψηφία που τους αξιοποιεί. Ανορθολογιστές γιατί καταγγέλουν αιτιατά, χωρίς να τους απασχολούν τα αίτια… Κι όταν τους απασχολούν, η ανάλυση είναι συνήθως επιδερμική με πρόδηλα τα μεθοδολογικά προβλήματα και αισθητή την γενικότερη κριτική αδυναμία. Τέλος, λαϊκιστές πολύ απλά γιατί είναι δημοσιολογούντες και ινφλουένσερς κι άρα δημόσια πρόσωπα που μπορούν να ασκήσουν επιρροή· και ασκούν, με δεδομένο ότι το δηκτικό τους ύφος και η αισθητική τους έχουν γίνει mainstream, έχουν αναχθεί σε ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά, που νοηματοδοτούν ένα νέο Zeitgeist, έχουν ουσιαστικά καταστεί συστατικά στοιχεία του νέου κοινωνικού αυτοματισμού. Το περιεχόμενο του ορθολογισμού έχει αλλοιωθεί επικίνδυνα με στόχο την αποτελεσματικότερη αναπαραγωγή της κυριαρχίας. Η συνωμοσιολογία, ως εκ τούτου, αποδεικνύεται βολική, αν όχι και αναγκαία. Οτιδήποτε παρεκκλίνει της κυρίαρχης αφήγησης απορρίπτεται ως αυτόχρημα «ψεκασμένο» κι έτσι οι επιστήμονες γίνονται απολογητές και η εφαρμοζόμενη πολιτική δεν απειλείται.
Η «κανονικότητα» είναι ένας ακόμη όρος ύποπτος επικοινωνιακά. Μιλάμε για επάνοδο στην «κανονικότητα», όλοι θέλουμε να επιστρέψουμε στους φυσιολογικούς, κανονικούς ρυθμούς της ζωής μας. Nα βγούμε για καφέ, να φάμε έξω, να πατήσουμε στα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων μας, να πάμε ένα σινεμά, ένα θέατρο, να αγκαλιαστούμε και να φιληθούμε χωρίς να το σκεφτόμαστε. Ωστόσο η «κανονικότητα» στην ουσία της δεν είναι αυτό. Αυτό που περιέγραψα είναι απλώς το «συγκείμενο» των διαπροσωπικών μας σχέσεων, η έκφραση της κοινωνικότητάς μας. «Κανονικότητα» είναι η παγιωμένη κατάσταση στην οποία όλα αυτά που όξυνε η πανδημία, οι ανισότητες, η καταστολή και η δημοκρατική συρρίκνωση, εξελίσσονται «κανονικά». «Κανονικότητα» είναι οι κλιματοκτόνες πολιτικές, η καταστροφή του πλανήτη. «Κανονικότητα» είναι η εργασιακή ανασφάλεια. «Κανονικότητα» είναι η απρόσκοπτη αναπαραγωγή της κυριαρχίας που υφίσταται η κοινωνική πλειοψηφία. Αυτή είναι η «κανονικότητα» μιας παρατεταμένης εξαιρετικής κατάστασης, η «κανονικότητα» του καπιταλισμού στην πιο άγρια εκδοχή του. Η «κανονικότητα» του καπιταλισμού στο έσχατο ιστορικό του στάδιο… Σε αυτήν την «κανονικότητα» θέλουμε να επιστρέψουμε;
Ας εμβολιαστούμε, λοιπόν, όλοι, για να οραματιστούμε μαζί την νέα κανονικότητα και να αγωνιστούμε για την χειραφέτηση της ανθρωπότητας.