Απόψε, μπήκα μέσα σε μια φωτεινή αίθουσα που μύριζε θάνατο και σα να ένιωθα τον πόνο όλων αυτών των ψυχών απ’ τις άκρες των δαχτύλων μου να ρέει και να εισχωρεί μέσα στην ψυχή μου. Παντού κρεμασμένα ρούχα… άδεια ρούχα… νεκρά ρούχα. Η αίσθηση ότι αυτά τα κομμάτια υφασμάτων κάποτε αγκάλιαζαν και ζέσταιναν γυναικεία κορμιά που πλέον έχουν γίνει ένα με το χώμα, είναι πολύ θλιβερή. Αλλά ακόμα πιο φρικαλέα είναι η αίσθηση που σου αφήνει η κάθε ιστορία τους. Μια ιστορία ζωής, που ξαφνικά ένα ανδρικό χέρι αποφάσισε να την σταματήσει. Περνούσα ανάμεσα απ’ τα ρούχα αυτών των δολοφονημένων γυναικών και νόμιζα ότι άκουγα τις κραυγές τους απ’ τα μαρτύρια στα οποία υποβλήθηκαν και τις τελευταίες ανάσες προτού ξεψυχήσουν αβοήθητες. Ένιωθα σα να έμπαινα και να περιηγούμουν σε ένα ζωντανό νεκροτομείο. Και απέναντι απ’ τα νεκρά αυτά ρούχα σε κοιτούσαν εκείνες. Οι περισσότερες θυμάμαι χαμογελούσαν… ναι ναι. Είχαν ένα γλυκό χαμόγελο… Ξέρετε, κάποτε ζούσαν… και όσο παράξενο κι αν φαίνεται, ακόμα ζούνε…
Οι φονιάδες κατάφεραν να πάρουν μόνο τα σώματά τους… την ψυχή τους όμως ποτέ. Και αυτό το ένιωσα, καθώς έπνιγα τα δάκρυά μου όσο διάβαζα με μανία τις γραμμές των τελευταίων στιγμών αυτών των θυμάτων… αυτών των γυναικών.
Είναι πολύ δύσκολο να κατακλύζεσαι από τόση θλίψη. Αρρωσταίνεις με αυτή την αρρώστια που αντικρίζεις…με όλη αυτή την κτηνωδία. Θυμάμαι, μάλιστα, όταν στάθηκα μπροστά απ’ το αδειανό ρούχο της Ελένης,
να κλείνω σφιχτά τα μάτια μου όπως κάναμε όταν ήμασταν μικρά παιδιά και νομίζαμε ότι υπήρχε κάποιο τέρας στο δωμάτιο και να προσπαθώ να πνίξω τους λυγμούς μου. Δεν τα κατάφερα. Μόνο βαθιές ανάσες προσπαθούσα να πάρω από ένα σημείο και μετά.
Ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν τόσο κοντά στην Ελένη μέσα από το αποτρόπαιο έγκλημα που σόκαρε τους πάντες… και δεν ήταν φυσικά το μόνο. Αλλά αυτός ο θρήνος μου βγήκε πολύ αβίαστα. Κι ας μην την ήξερα. Όπως επίσης δεν ήξερα τη Φάτμα, τη Γκανίτ, την Ίρις και όσες μένουν πλέον εκεί.
Καθώς, λοιπόν, τραβούσα φωτογραφίες, έβλεπα τον κόσμο να διαβάζει με ανάλογη θλίψη κι αυτός, τις ιστορίες των δολοφονημένων γυναικών. Σ’ αυτό το ψυχρό δωμάτιο, υπήρχε ησυχία που την κάλυπταν πότε τα νανουρίσματα που ακούγονταν απ’ τα ηχεία όσο τραγουδούσαν γλυκά, μελωδικά και γαλήνια γυναίκες από τις χώρες απ’ όπου προέρχονταν τα ρούχα, μαζί με τις ιστορίες και πότε ψίθυροι με κάποια σιγανά αναφωνήματα.
Ό,τι όμως έβγαινε απ’ τα χείλη των ανθρώπων που παρευρίσκονταν εκεί, έβγαινε σε χαμηλό τόνο. Ίσα να τον ακούει ο διπλανός του ή η διπλανή του. Σα να μην ήθελαν να βεβηλώσουν την ησυχία των νεκρών γυναικών. Τους κοιτούσα έτσι όπως στεκόντουσαν μπροστά στις γραμμένες με αίμα ιστορίες και μου ήρθε στο μυαλό η εικόνα του νεκροταφείου.
Μπροστά τους ήταν τα θύματα και με τα χέρια τους σταυρωμένα τις τιμούσαν, τις σεβόντουσαν ενώ με μάτια βουρκωμένα ένιωθα να ζητάνε ένα μικρό συγγνώμη. Και ας μην έφταιγε κανένας απ’ αυτούς που υπήρχαν στο δωμάτιο για την πικρή κατάληξή τους. Απλώς να, μας συνεπήρε φαίνεται το αίσθημα της «κοινωνικής συνοχής». Γιατί ίσως να νιώσαμε λίγες τύψεις κι εμείς που μερικές φορές συνηθίζουμε να προσπερνάμε πρόσωπα και καταστάσεις.
Θεωρώ, παρόλα αυτά, ότι όποιος μπαίνει σ’ αυτό το δωμάτιο, σίγουρα βγαίνει διαφορετικός. Και κατάλαβα αυτή την αλλαγή μέσα μου.
Εύχομαι να πάτε σ’ αυτή την έκθεση, γιατί είμαι σίγουρη ότι θα βιώσετε μια εμπειρία που θα σας μείνει αξέχαστη. Και ίσως αυτό είναι το κλειδί… να μην ξεχνάμε… ποτέ!
Γιατί όλες τους, είναι εδώ!
ΥΓ. Είμαι απ’ την Ρόδο και όσο θα μένουν ανεξίτηλα τα ονόματα των γυναικοκτόνων της Ελένης, όσο θα θυμόμαστε ποιος είναι ο κάθε Μανώλης Κούκουρας και ο κάθε Αλέξανδρος Λουτσάι, όσο θα συνεχίζουμε να κατονομάζουμε τα τέρατα που καταστρέφουν ζωές ολόκληρες, άλλο τόσο δε θα ντρέπομαι να λέω πως κατάγομαι απ’ αυτό το νησί. Και αφού δε μας προστατεύει η κοινωνία μας ακόμα, τότε κι εγώ δε θα ησυχάσω μέχρι να φανερωθούν τα ονόματα όλων των φονιάδων.
Ονομάζομαι Κατερίνα Δημητρέσκου, κατάγομαι από την Ρόδο και σπουδάζω στο Τμήμα Μέσων Επικοινωνίας και Πολιτισμού στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Δηλώνω λάτρης των τεχνών, αλλά την μεγαλύτερη αγάπη την τρέφω για τον κόσμο του θεάτρου. Είμαι ένα πνεύμα ανήσυχο και μ’ αρέσει να καταπιάνομαι με όσα πράγματα με κάνουν ευτυχισμένη. Ένα απ’ αυτά είναι η γραφή, που μέσω αυτής μπορώ και μοιράζομαι σκέψεις, συναισθήματα, προβληματισμούς κ.α. με τον υπόλοιπο κόσμο.