Τα πάντα πάνε στραβά ταυτόχρονα (part 3)

Τον είδε από μακριά να βγαίνει από την πόρτα του σχολείου λίγο βιαστικά με το κεφάλι προς τα κάτω. «Ωχ, δεν θα έγραψε καλά και θα ‘χει νεύρα», σκέφτηκε η Ελπίδα. Αλλά τι σημασία είχε πλέον; Ό,τι έγινε, έγινε. Δεν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω. Έτσι συνήθιζε να του λέει, μιας και ο Τάσος πολλές φορές δεν ξεκολλούσε από το παρελθόν και τον άφηνε να τον στοιχειώνει. Ήταν και δεν ήταν καλός μαθητής, ίσα ίσα τον ένοιαζε να περνάει «αξιοπρεπώς» τα μαθήματα. Και στον καιρό των Πανελληνίων δεν άλλαξε και πολύ τακτική. Παρόλο που ήθελε να ασχοληθεί με την αθλητική δημοσιογραφία και ήξερε ότι οι εξετάσεις αυτές ήταν μονόδρομος για να το πραγματοποιήσει, το αντισυμβατικό και αντικαθεστωτικό πνεύμα του δεν τον άφηναν να δει παραπέρα. Ασπαζόταν, φυσικά, τη λογική «κόντρα στο κατεστημένο» και «μακριά από κάθε εξουσία», πράγμα που φαινόταν στην Ελπίδα κάτι πρωτόγνωρο και μυστηριώδες. Δεν είχε ξανασυναντήσει κάποιον με τόση αυτοπεποίθηση και σιγουριά στα πιστεύω του και αυτό της δημιουργούσε μια ανεξήγητη έλξη. Είχε πλάσει στο μυαλό της έναν ιδανικό τύπο, που μαζί θα ζούσαν κάτι που δεν έχει ζήσει κανείς άλλος, θα περνούσαν πολλές και αξέχαστες περιπέτειες, χωρίς κανόνες και περιορισμούς…

Επιτάχυνε το βήμα της για να τον προφτάσει, καθώς τον έβλεπε να απομακρύνεται όλο και περισσότερο. «Ε τι στο καλό! Μια φορά που μπορώ επιτέλους να βρεθούμε, θα βρεθούμε!», είπε από μέσα της και βρήκε το θάρρος να φωνάξει δυνατά για να την ακούσει: «ΤΑΣΟΟΟΟ!».

Πέντε άτομα γύρισαν και την κοίταξαν. H αλήθεια είναι πως ντράπηκε λίγο, αλλά τον στόχο της τον πέτυχε, καθώς το πρόσωπο, φανερά έκπληκτο, έστριψε απότομα το κεφάλι προς το μέρος της. Μόλις είδε την Ελπίδα, έκοψε το νευρικό του βήμα και αποφάσισε να την περιμένει για λίγο. Ήταν, βέβαια, αρκετά ταραγμένος εκείνη την μέρα και δεν είχε διάθεση να μιλήσει σε κανέναν. Όσο πλησίαζε, όμως, η Ελπίδα, στεκόταν όλο και πιο ανήσυχα, σαν κάτι άλλο να τον έτρωγε.

Πόσο είχε χαρεί η Ελπίδα που επιτέλους(!) θα μιλούσαν σαν άνθρωποι και θα περνούσαν χρόνο μαζί, πέρα από τα σχολικά ύδατα. Να πίνανε αυτό το καφεδάκι που χρώσταγε ο ένας στον άλλον! Πόσο καιρό ανυπομονούσε για αυτή τη στιγμή, ούτε κι η ίδια ήξερε. Μέσα στη μανία της καθημερινότητάς της είχε σχεδόν ξεχάσει πώς είναι να βγαίνεις έξω με άνθρωπο. Και ειδικά με τον συγκεκριμένο που τον είχε ξεχωρίσει από όλους τους υπόλοιπους…

Λίγο ακόμα είχε μείνει, ούτε πενήντα μέτρα, και δεν θα τους χώριζε πια καμία απόσταση. Κάθε βήμα όλο και πιο κοντά. Κάθε βήμα όλο και πιο ανάλαφρο. Κοιτούσε μόνο μπροστά. Τα ‘χε αφήσει πίσω όλα κι όλους…

Ώσπου ξαφνικά μια μικρόσωμη κοπελίτσα εμφανίστηκε από το πουθενά, κυριολεκτικά τον άρπαξε και του έδωσε ένα πολύ παθιασμένο φιλί. Και, προς κατάπληξη της Ελπίδας, ο ακατανόμαστος δεν δίστασε καθόλου. Δεν κουνήθηκε ρούπι. Την άφησε να του ορμήσει σαν λυσσασμένο σκυλί.

Ένα ρίγος τη διαπέρασε. Ο εσωτερικός της κόσμος αυτομάτως γκρεμίστηκε. Έμεινε ακούνητη να κοιτάζει το «θέαμα» σαν χάνος. Τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Κάποιος μάλλον της έκανε πλάκα και δεν ήταν αλήθεια αυτό που ζούσε. Ένα μεγάλο «ΓΙΑΤΙ;» βούιζε στα αυτιά της. Γιατί και πώς έγινε όλο αυτό…

Όταν το ζεύγος σταμάτησε τα σαλιαρίσματα, η Ελπίδα είδε τον Τάσο να απομακρύνεται λίγο από την κοπέλα και να περνάει το χέρι του γύρω από τον ώμο της. «Δηλαδή πόσο ηλίθια ήμουν να πιστέψω ότι θα γυρνούσε να με κοιτάξει;», σκέφτηκε με απόγνωση. Αλλά όχι, δεν θα έκλαιγε. Ήταν δυνατή. Συγκράτησε, λοιπόν, τα δάκρυά της, έτριψε τα μάτια της να ξεθολώσουν και έκανε να φύγει. Εκείνη τη στιγμή, λίγο πριν εγκαταλείψει το σκηνικό του έριξε μια τελευταία ματιά και -απρόσμενα- τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Η Ελπίδα έκανε αμέσως μεταβολή και πήρε τον δρόμο για το σπίτι της.

-«Τι σκατά έχω στο κεφάλι μου! Πες μου!», φώναξε η Ελπίδα ταραγμένα στο τηλέφωνο.

-«Έλα, ρε! Μην δίνεις σημασία! Εσύ χαλιέσαι στο τέλος», της είπε ήρεμα ο Παύλος.

-«Το ξέρω, για αυτό στεναχωριέμαι. Γιατί επενδύω συναισθηματικά σε κάποιον που ξέρω ότι δεν πρόκειται να μου το ανταποδώσει», είπε η Ελπίδα με παράπονο. Η συγκεκριμένη ημέρα την είχε επηρεάσει αρκετά και δεν άφηνε τη λογική της να λειτουργήσει…

-«Σκέψου ότι σε λίγο τελειώνεις και δεν θα τον ξαναδείς! Έλα, τώρα, cheer-up!», θέλησε να της ανεβάσει λίγο το ηθικό ο φίλος της.

-«Τέλος πάντων, άσε με εμένα. Εσύ για πες, πώς είσαι;», τον ρώτησε να ξεχαστεί.

-«Εγώ καλά είμαι, μωρέ. Είχα πάει στο σπίτι ενός παιδιού που είχε γενέθλια τις προάλλες…».

-«Και; Έγινε τίποτα;», τον ρώτησε η Ελπίδα.

-«Είχε φέρει και κάτι φίλες του από τη σχολή…», συνέχισε ο Παύλος διστακτικά.

-«Και;», επέμεινε. Σιωπή στην άλλη γραμμή. «ΕΕ ΧΕΛΛΟΟΥ! Μ’ ΑΚΟΥΣ;»

-«Ε; Ναι, ναι. Απλά μου είναι δύσκολο», είπε ο Παύλος με τρέμουλο.

-«Ό,τι κι αν είναι, θα το λύσουμε», τον καθησύχασε τώρα η Ελπίδα.

-«Την απάτησα, Ελπίδα…», είπε με αναστεναγμό. «ένιωθα χάλια εκείνη τη μέρα και ξέρω ότι δεν θέλει να την ενοχλώ και δεν ήξερα τι να κάνω και δεν ξέρω πώς να της το πω…», συνέχισε για λίγο.

Δεύτερη κεραμίδα για την Ελπίδα σήμερα, αλλά έπρεπε να συγκεντρωθεί για να βοηθήσει τους φίλους της. Δεν περίμενε ποτέ κάτι τέτοιο από τον Παύλο, αλλά ήταν ήδη αρκετά πληγωμένη εκείνη τη μέρα για να το φιλοσοφήσει. Έπρεπε να σκεφτεί επειγόντως μια λύση.

-«Έλα, ακόμα εκεί είσαι;», είπε σπαρακτικά ο Παύλος. Έψαχνε κάποιον να τον συμπονήσει.

-«Άκου τι θα γίνει», είπε η Ελπίδα αποφασιστικά. «Τώρα αδύνατον να της το πεις, γιατί θα τα χάσει εντελώς. Κάνε υπομονή μέχρι να τελειώσουμε, να βγουν οι βαθμοί και μετά παίξε μπάλα. Στο μεταξύ νιώσε όσες τύψεις θες γιατί έκανες ΒΛΑΚΕΙΑ!», του είπε τώρα λίγο θυμωμένα.

-«Έχεις δίκιο βρε Ελπιδάκι…», της απάντησε με ενοχές.

-«Άσε τα δίκια και τα -άκια και σοβαρέψου! Λοιπόν», είπε η Ελπίδα με στόμφο. «Αύριο το πρωί θα πάμε για καφέ να τα συζητήσουμε περισσότερο, γιατί τώρα είμαι πτώμα. Ιστορία, χυλόπιτα και εσύ με την άλληνα… Ε, τα ‘παιξα κι εγώ!»

-«Χεχε, ωραία τα λες πάντως», είπε ο Παύλος και χαζογέλασε.

-«ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΟΥ ΗΛΙΘΙΕ!», του φώναξε.

-«Άντε, τα λέμε», είπε κι έκλεισε το τηλέφωνο.

«Τι μέρα κι αυτή!», σκέφτηκε η Ελπίδα. «Άραγε, μόνο εγώ έχω τέτοια τα προβλήματα στο κεφάλι μου, ή είμαι ξεχωριστή και το σύμπαν συνωμοτεί εναντίον μου;», απόρησε. Δεν είχε όμως άλλο κουράγιο να σκέφτεται εκείνη την ώρα και ήθελε απλώς να ηρεμήσει. Δεν την ένοιαζαν ούτε μαθήματα, ούτε Τάσοι, ούτε τίποτα. Πήρε, λοιπόν, μια γαβάθα, τη γέμισε με ποπ-κορν, άραξε στον καναπέ, άνοιξε την τηλεόραση και άρχισε να μπουκώνει το στόμα της.

Έκατσε εκεί για κάνα δίωρο, μέχρι που η κυρία Παναγιώτα διέκοψε την ησυχία της με τις φωνές της. Δεν είχε την ψυχική διάθεση να αντιδράσει, γι’ αυτό σηκώθηκε χωρίς να πει κουβέντα και πήγε ειρηνικά στον χώρο της να αφεθεί ελεύθερη…

+ posts